Γιατί ὑπάρχει τό κακό στον κόσμο; Μποροῦμε νά διαχειριστοῦμε τό πένθος;

Ετικέτες

, , , , , , , ,

Προσφάτως, διάβασα τό ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «Ὅτι οὔκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός» (J.-P. Migne, Patrologiae Graeca, 1857, τόμος 31: 329Α-353Α) σέ μετάφραση τοῦ Ἰωάννη Πλεξίδα, τήν ὁποία συνοδεύει σύντομη Εἰσαγωγή καί πολλά, ἐνδιαφέροντα καί χρήσιμα σχόλια (τό βιβλίο εἶναι τό ἀκόλουθο: Μέγας Βασίλειος, Γιατί ὑπάρχει τό κακό στόν κόσμο; Εἰσαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Πλεξίδας Ἰωάννης, Τρίκαλα: Ἐκδόσεις Γραφή, Νοέμβριος 2023).

Στό σύντομο αὐτό κείμενό του ὁ Μέγας Βασίλειος πραγματεύεται σφαιρικά τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ καί τῆς ὑπάρξεώς του στόν κόσμο καί θέτει τίς βάσεις γιά μία ὀρθόδοξη προσέγγιση. Πλῆθος γεγονότων δίνουν συνεχῶς ἀφορμές γιά συζήτηση σέ αὐτό τό θέμα. Μάλιστα, ἀπό τήν ἐμπειρία στήν ἐκπαίδευση γνωρίζουμε ὅτι ἐνδιαφέρει ἰδιαιτέρως τούς νέους, καθώς ἡ καθημερινότητα τούς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ τήν παρουσία τοῦ κακοῦ στή ζωή καί αὐτό τούς κάνει νά ἀποροῦν ἀρνούμενοι νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Θεός, πού ὅλοι τούς λέμε πού ὅλοι τούς λέμε ὅτι εἶναι ἀγαθός, ὁδήγησε τόν ἄνθρωπο σέ τόσο δύσκολες καταστάσεις ὅσο αὐτές πού ἀδιάκοπα ἀντικρύζουν γύρω τους. Αὐτή ἡ διαπίστωση τούς ὁδηγεῖ σέ σύγχυση καί τούς ἀφήνει μέ ἀναπάντητες ἀπορίες ἤ, ἀκόμη χειρότερα, στό τέλος ἀποδέχονται τήν ὑποτιθέμενη εὐθύνη καί ὑπαιτιότητα τοῦ Θεοῦ….

Πράγματι, ἀγαθός Θεός καί κακό εἶναι ἀσυμβίβαστα μεταξύ τους. Ὁ μεταφραστής καί σχολιαστής τοῦ βιβλίου, Ἰωάννης Πλεξίδας, σέ σύντομη, ἀλλά πολύ περιεκτική καί κατατοπιστική Εἰσαγωγή βοηθᾶ τόν ἀναγνώστη, καί μάλιστα αὐτόν πού δέν γνωρίζει τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία σχετικά μέ τό κακό, νά ἐγκλιματιστεῖ καί νά ξεκινήσει τή μελέτη τοῦ ἔργου τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀπό τή σωστή ἀφετηρία.

Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό διότι, ἡ ἄγνοια τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί ἐν προκειμένῳ τῆς ἀνθρωπολογίας ὁδηγεῖ, τήν πλειονότητα σέ λογικά, μά ἐσφαλμένα, συμπεράσματα. Μέ τά λίγα πού τυχόν γνωρίζουν εὔκολα κάνουν τόν ἀκολουθο συλλογισμό:

Ὁ Θεός δημιούργησε τόν Κόσμο.

Τό κακό ὑπάρχει στόν κόσμο.

Ἄρα ὁ Θεός δημιούργησε τό κακό.

Λογικό τό συμπέρασμα, ἀλλά ἐντελῶς λάθος!

Τό δεδομένο πού σχεδόν ποτέ δέν προσμετρᾶται στήν ἐξίσωση εἶναι ὅτι κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία μᾶς μεταφέρει μέ θεόπνευστο τρόπο τή ζωντανή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεός δημιούργησε τόν Κόσμο «καλό λίαν» ἀπό ἀγάπη. Σέ αὐτόν τόν ἀψεγάδιαστο Κόσμο οἱ Πρωτόπλαστοι ζοῦσαν μέ ἀπολύτως ἄμεση ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, ἦταν τά παιδιά Του.

Δυστυχῶς, κάποια στιγμή τά πράγματα, πάντως ὄχι μέ ὑπαιτιότητα τοῦ Θεοῦ, ἄλλαξαν καί, σιγά σιγά, ἔφτασαν στή ζοφερή κατάσταση πού γνωρίζουμε σήμερα… Οἱ Πρωτόπλαστοι γεύτηκαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό, ἐπιλέγοντας τή ζωή μακριά ἀπό τόν Θέο καί τήν ἀγάπη τους. Ἔτσι, τό κακό εἰσῆλθε στόν Κόσμο, ὁ ὁποῖος πλέον ἔγινε ξένος καί ἐχθρικός.

Διαβάζοντας τίς λίγες αὐτές γραμμές ἀμέσως ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ Θεός δέν δημιούργησε τό κακό. Δέν εἶναι ὑπεύθυνος γι᾿ αὐτό. Τό λεπτό σημεῖο σέ ὅλη αὐτή τή συζήτηση εἶναι ὅτι γιά τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος ἦταν τόσο σημαντικός πού τοῦ ἔδωσε τό δικαίωμα στήν ἐλευθερία. Βέβαια, ἡ ἐλευθερία, πού γιά πλῆθος ἀνθρώπων ἦταν, εἶναι καί, δυστυχῶς, θά παραμείνει, ζητούμενο, συνοδεύεται ἀπό ἕνα μεγάλο μειονέκτημα, πού στήν πραγματικότητα, εἶναι πλεονέκτημα καί τήν διακρίνει ἀπό τήν ἔλλειψή της: κάθε ἐπιλογή πού γίνεται συνοδεύεται ἀπό συνέπειες. Αὐτές στήν πραγματικότητα ὑπογραμμίζουν τή μοναδική της ἀξία!

Ἔτσι, καί ἡ ἐπιλογή τῶν Πρωτοπλάστων νά ἀγνοήσουν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί νά γευτοῦν τόν ἀπαγορευμένο καρπό εἶχε συνέπειες… Δέν θά ἦταν δυνατόν νά γίνει ἀλλιῶς, ὅσο καί ἄν αὐτό μᾶς φαίνεται σκληρό καί δύσκολο! Μία ἀπό αὐτές ἦταν ἡ ἐμφάνιση τοῦ κακοῦ καί τῶν συνεπειῶν του στόν κόσμο μας. Μάλιστα, μέχρι τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου οἱ συνέπειες αὐτές ἦταν ὄχι μόνο φοβερές, ἀλλά καί ἀδύνατο νά ἀναιρεθοῦν. Αὐτό ἄλλαξε μέ τήν Ἀνάσταση. Ὁ ἄνθρωπος πλέον μπορεῖ νά ἐπανέλθει στήν παραδείσια κατάσταση στήν ὁποία ζοῦσαν οἱ Πρωτόπλαστοι. Αὐτό τό κατόρθωσαν οἱ Ἅγιοι!

Ὁ Μέγας Βασίλειος λοιπόν, βῆμα βῆμα, παρουσιάζει τό θέμα αὐτό καί ξεκαθαρίζει κάθε πτυχή του θεωρώντας δεδομένο, αὐτό πού πολλές φορές ξεχνᾶμε: τό κακό, ἄν καί δέν ἔχει ὕπαρξη (οὐσιαστικά εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ ἀγαθοῦ) τό συναντᾶμε σέ κάθε μας βῆμα. Δέν ὑπάρχει περίπτωση κάποιος νά ζήσει στή γῆ μας καί νά μείνει ἀλώβητος ἀπό τό κακό. Ὅσο ἀγωνίζεται κάποιος πνευματικά, μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιλαμβάνεται πρῶτα ὅτι εἶναι συνυφασμένο μέ τήν καθημερινότητά μας κι ἔπειτα ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει θλίψεις καί δοκιμασίες, ἀνάλογα μέ τήν πίστη πού διαθέτει καθένας μας.

Ἔτσι, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἄν ἔχουμε πίστη θά δοῦμε τίς δοκιμασίες στό σωστό πλαίσιο καί δέν θά κατηγορήσουμε τόν Θεό γι᾿ αὐτές! Ἀντιθέτως, θά στραφοῦμε πρός Αὐτόν γιά νά τίς ἀντιμετωπίσουμε καί νά τίς ξεπεράσουμε.

Τό νά ἀποδώσουμε εὐθύνη στόν Θέο γιά τό κακό εἶναι σαφής ἔνδειξη ἀφροσύνης. Μάλιστα, σέ αὐτό τό θέμα ἐπιμένει ἀντιλαμβανόμενος, ὅτι εἶναι πολύ συνηθισμένο νά θολώνει ἡ κρίση κάποιου ὁ ὁποῖος βρίσκεται σέ θλίψη χωρίς τή δέουσα πίστη. Κατά συνέπεια σφάλλει στήν ἀπόδοση εὐθυνῶν.

Ὁ Ἅγιος ταυτίζει ὅποιον θεωρεῖ τόν Θέο ὑπεύθυνο γιά τό κακό μέ ὅποιον Τόν ἀρνεῖται παντελῶς καί εἶναι ἄθεος. Καί οἱ δύο, καθένας μέ τόν τρόπο καί τή στάση του, Τόν ἀκυρώνουν. Χαρακτηρίζει καί τούς δύο «ἄφρονες» καί τονίζει ὅτι ἡ ἁμαρτία καί τῶν δύο εἶναι ἴδια, διότι, σέ τελική ἀνάλυση, καί δύο ἀρνοῦνται τόν ἀγαθό Θεό, ὁ ἄθεος μέ τό νά ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει κι ἐκεῖνος πού τόν θεωρεῖ αἴτιο γιά τό κακό μέ τό νά διακηρύσσει ὅτι, ἄν καί ὑπάρχει, δέν εἶναι ἀγαθός. Ἕνας μή ἀγαθός Θεός, γιά τόν Ἱεράρχη, δέν εἶναι Θεός.

«Ἀρχή καί ρίζα τῆς ἁμαρτίας εἶναι τό ἐφ᾿ ἡμῖν καί τό αὐτεξούσιο» γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ ὅρος «ἐφ᾿ ἡμῖν», ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης Πλεξίδας, προέρχεται ἀπό τή στωική φιλοσοφία καί ἀναφέρεται στίς καταστάσεις τοῦ βίου πού ἐξαρτῶνται ἀπό ἐμᾶς. Τό κομβικό σημεῖο στή συζήτηση γιά τό κακό εἶναι νά συνειδητοποιήσουμε τή δική μας κεφαλαιώδους σημασίας εὐθύνη. Σέ ἕναν ὑποθετικό κόσμο πού θά βασίλευε ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον, πού θά τόν σεβόμασταν καί δέν θά κάναμε πόλεμο γιά νά ἀποκτήσουμε ὅ,τι θεωροῦμε πῶς ἔπρεπε νά ἔχουμε, πού θά φροντίζαμε τήν Κτίση καί θά τήν ἀξιοποιούσαμε μέ σύνεση καί ἀγάπη, θά ὑπῆρχε χῶρος γιά τό κακό;

Βέβαια, τό κακό, παραδείγματος χάριν μέ τή μορφή τῆς ἀσθένειας καί τοῦ θανάτου, δέν πρόκειται νά χαθεῖ παρά μόνο μετά τή Δευτέρα Παρουσία, ὅταν ὁ Κόσμος θά ἀνακαινιστεῖ. Μέχρι τότε ἡ ἀγάπη καί ἡ συνεχής Πρόνοια τοῦ Θεοῦ μᾶς προστατεύει ἀπό περισσότερα δεινά καί ἀδιάκοπα μᾶς στέλνει μηνύματα ὥστε νά καταλάβουμε ὅτι μᾶς συμφέρει νά χρησιμοποιοῦμε τήν ἐλευθερία μας γιά νά πράττουμε τό ἀγαθό.

Ὁ Μέγας Ἱεράρχης ἐπισημαίνει ὅτι πράττοντας τό κακό, ἐθιζόμαστε σέ αὐτό καί σιγά σιγά κυριαρχεῖ στήν ψυχή καί στή ζωή μας. Συνεχίζει λέγοντας πῶς πολλές φορές θεωροῦμε κακό ὅ,τι εἶναι ἐπίπονο καί ὀδυνηρό ξεχνώντας ὅτι μέσα στή σοφία τοῦ Θεοῦ αὐτά λειτουργοῦν ὡς μέσα τῆς σωτηρίας καί τῆς πορείας πρός τίς ἔσχατες ἡμέρες. Διαβάζουμε ἐπίσης τή θέση ὅτι ὁ θάνατος περιορίζει τό κακό, καθώς διακόπτει σέ πολλές περιπτώσεις τήν ἁλυσίδα διαιωνίσεώς του.

Μέ πολλές ἀναφορές, πολλά παραδείγματα καί ἐκτενῆ ἀνάλυση ὁδηγεῖται στό συμπέρασμα ὅτι ἀκολουθώντας τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία θά κατορθώσουμε νά ἐκμηδενίσουμε τίς συνέπειες τοῦ κακοῦ. Τό κυρίως κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Βέβαια, τό κακό θά μᾶς συνοδεύει μέχρι τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς μας… Σκοπός καί στόχος μας εἶναι νά μήν μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τή σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ὀφείλουμε νά χρησιμοποιήσουμε τήν προαίρεσή μας καί νά ἀγωνιζόμαστε πάντοτε νά πράττουμε τό ἀγαθό.

Μαζί μέ τό ἔργο γιά τό κακό, ὁ Ἰωάννης Πλεξίδας ἔθεσε σέ κυκλοφορία καί μία δεύτερη ἐργασία του. Σέ αὐτήν, ἀκολουθώντας τόν τύπο τῆς πρώτης, μεταφράζει καί σχολιάζει μία ἐπιστολή τοῦ Πλουτάρχου καί ἕνα κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου σχετικά μέ τό πένθος καί τήν ἀπώλεια, καθώς καί τή διαχείρισή τους (τό βιβλίο εἶναι τό ἀκόλουθο: Πλούταρχος – Μέγας Βασίλειος, Παρηγορητικοί Λόγοι. Γιά τή διαχείριση τοῦ πένθους καί τῆς ἀπώλειας, Εἰσαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Πλεξίδας Ἰωάννης, Τρίκαλα: Ἐκδόσεις Γραφή, Νοέμβριος 2023).

Τό θέμα καί πάλι εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον καί ἄμεσα σχετιζόμενο μέ τό κακό καί τήν παρουσία του στή ζωή μας. Θά μπορούσαμε, μάλιστα, νά ὑποστηρίξουμε ὅτι πρόκειται γιά μία πτυχή τοῦ πρώτου.

Διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Πλούταρχος παρηγορεῖ τή σύζυγό του γιά τήν ἀπώλεια τοῦ τέκνου τους ἐκλογικεύοντας τό πρόβλημα. Χρησιμοποιεῖ λογικά ἐπιχειρήματα, τήν ἐπαινεῖ γιά τήν ἀποφυγή ὑπερβολικῶν ἐκδηλώσεων πένθους καί, γενικά στό κείμενό του, κυριαρχεῖ τάση ἀποστασιοποιήσεως, ἄν καί δέν παρουσιάζεται ψυχρός καί ἀδιάφορος. Ὁ ἀναγνώστης νιώθει ὅτι ὁ συγγραφέας ὀχυρώνεται πίσω ἀπό τή λογική γιά νά ἀντιμετωπίσει τόν πόνο καί τή θλίψη. Ἡ ἀγάπη πρός τό νεκρό παιδί ἐκφράζεται μέ φιλοσοφική ἀπάθεια. Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ἐξάλλου ὅτι ἡ «ἀπάθεια» ἦταν ἰδανικό γιά τούς στωικούς. Μάλιστα, πάσχιζαν σέ ὅλη τή ζωή τους νά τήν κάνουν πράξη.

Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Μέγας Βασίλειος, μέ ζεστασία καί γλυκύτητα γράφει γιά τόν θάνατο, στέλνοντας δύο ξεχωριστές ἐπιστολές παρηγοριᾶς, μέ πολύ σεβασμό καί διάκριση, μία πρός τόν πατέρα καί μία πρός τή μητέρα τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ. Ἀντιμετωπίζει τόν θάνατο ὄχι ὡς ἀφανισμό καί παντοτινή ἀπώλεια, ἀλλά ὡς προσωρινή λύση τῆς ἑνότητας ψυχῆς καί σώματος. Σέ αὐτό τό πλαίσιο ὁ χῶρος ταφῆς καλεῖται κοιμητήριο καί ὄχι νεκροταφεῖο, γεγονός πού ὄχι μόνο δείχνει τή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στόν θάνατο, ἀλλά μέ λεπτότητα περνᾶ αὐτή τή διδασκαλία στήν καθημερινή ἐπικοινωνία. Καί αὐτός χρησιμοποιεῖ λογικά ἐπιχειρήματα γιά νά πείσει, ἀλλά τό πράττει μέ εὐγένεια ψυχῆς, ἀγάπη καί γλυκύτητα λόγων, ἡ ὁποία δέν εἶναι τυχαία, ἀλλά ἔχει ἀφετηρία τήν πίστη του στήν Ἀνάσταση.

Ὑπογραμμίζει, κάτι πού δυστυχῶς συχνότατα λησμονοῦμε: ὅτι ἐμεῖς καί τά παιδιά μας εἴμαστε θνητοί. Εἷναι μία ἀλήθεια σκληρή, μία πραγματικότητα γιά τήν ὁποία δέν εὐθύνεται ὁ Θεός, ἀλλά εἶναι ἀναπότρεπτη.

Καί οἱ δύο μικροί τόμοι ἔχουν πολλές ἀρετές. Ὡς πρώτη μᾶλλον πρέπει νά σημειώσουμε τήν πιστή, σέ ρέουσα γλῶσσα, μετάφραση, ἡ ὁποία συμβαδίζει μέ τό πρωτότυπο κείμενο, σέ δύο στῆλες, προσφέροντας στόν ἀναγνώστη τή δυνατότητα νά ἀνατρέχει συνεχῶς στή μία ἤ στήν ἄλλη, κατά τήν ἐπιθυμία του. Πολλές καί ἀπολύτως κατατοπιστικές οἱ ὑποσημειώσεις, σχόλια, πού ὑποστηρίζουν τό κείμενο καί βοηθοῦν τόν ἀναγνώστη νά συλλάβει πολλές πτυχές του. Σπουδαιότατη ἡ προσθήκη τῶν βιβλικῶν παραπομπῶν, δίνουν τό ἀναγκαῖο στίγμα καί ἀποτελοῦν ἀφετηρία γιά περαιτέρω μελέτη. Τά παραθέματα ἀρχαίων χωρίων στά σχόλια, διευκρινιστικά καί διασαφιστικά τῶν ἐννοιῶν, ἀλλά, μέ δεδομένη τή γλωσσική δυσκολία πολλῶν ἀπό αὐτά, δέν θά ἦταν περιττό νά ὑπάρχουν μετάφράσεις τους.

Τά δύο αὐτά βιβλία –ἄριστη ἐπιλογή τοῦ Ἰωάννη Πλεξίδα ἀπό τόν πλοῦτο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θύραθεν γραμματείας– ἀποτελοῦν καρπό μαζί μέ πολλούς ἄλλους τῆς γραφίδας του καί δίνουν ἀπαντήσεις σέ καίρια ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν διαχρονικά τόν ἄνθρωπο καί τόν φέρνουν σέ ἐπαφή μέ τή σοφία τῆς ἀρχαιότητας καί τῆς πατερικῆς παραδόσεως.

Ἀνάλογες προσπάθειες εἶναι ἐπιθυμητές, ἀναγκαῖες καί χρήσιμες σέ ἐπιστημονικό ἐπίπεδο, καθώς, παρά τήν ἁπλότητα καί τήν προσπάθεια ἐκλαΐκευσης, διαφυλάσσεται ἀλώβητη ἡ ἐπιστημονική ἀκρίβεια. Παραλλήλως, βοηθοῦν τόν μέσο ἀναγνώστη ἐπειδή μέ ἁπλό, σαφῆ καί κατανοητό τρόπο προσφέρουν πρωτότυπο ὑλικό –σχετικά ἄγνωστο σέ αὐτόν– πού ὅμως μπορεῖ νά ἀλλάξει τή ζωή του καί νά του δώσει ἀπαντήσεις πολλαπλῶς ὠφέλιμες γιά τήν καθημερινότητα πού εἶναι σκληρή καί ἐπώδυνη.

Γεώργιος Ἀντ. Γαλίτης: Μία ζωή ἐμπνευσμένη ἀπό τόν ἀρχηγό καί τελειωτή τῆς πίστεώς μας

Τήν Πέμπτη 28 Ἰουλίου 2022 ἐξεδήμησε πρός Κύριον ὁ πολυσέβαστος ἀγαπητός, σέ ὅλους τούς φοιτητές του, Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί Ἄρχων Μέγας Διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Μ.τ.Χ.Ἔ., Γεώργιος Ἀντ. Γαλίτης (1926-2022).

Ὁ Γεώργιος Ἀντ. Γαλίτης (φωτογραφία ἀπό ἀνάρτηση τοῦ Καθ. Χρήστου Καρακόλη)

Ὁ μεταστάς γεννήθηκε στή Σούρπη, κωμόπολη πού βρίσκεται πλησίον τοῦ Ἅλμυροῦ Μαγνησίας, ὅπου ὑπηρετοῦσε ὡς δικαστικός ὁ πατέρας του. Σπούδασε σε δύσκολα χρόνια στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (1943-1950) καί μετεκπαιδεύτηκε σέ Πανεπιστήμια τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ὑπηρέτησε στή Μέση Ἐκπαίδευση. Γρήγορα, ὁλοκλήρωσε τή διδακτορική διατριβή του μέ τίτλο «Ἡ Χρῆσις τοῦ ὅρου ἀρχηγός ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ» (1960) καί ἐν συνεχείᾳ ξεκίνησε τήν πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία, ἡ ὁποία ὁλοκληρώθηκε τό 1994.

Μετά ἀπό πρόταση τοῦ ἐπίσης ἀειμνήστου Γεωργίου Γρατσέα (1920-1997), τόν γνώρισα, τό 1988, κατά τό πρῶτο ἔτος τῶν σπουδῶν μου στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Παρέμεινα στό γραφεῖο του σέ ὅλη τή διάρκεια τῶν σπουδῶν καί ἀργότερα συνεργάστηκα μαζί του στό περιοδικό Ἀνάπλασις, ὡς γραμματέας.

Τό γραφεῖο του, πάντοτε μέ κίνηση καί ζωντάνια ἦταν ἐργαστήριο θεολογικῆς σπουδῆς. Κάθε συζήτηση πού κάναμε ἦταν ἐποικοδομητική γιά ἐμᾶς τούς νέους καί ἄπειρους φοιτητές διότι, ἐκτός ἀπό τό καθ᾿ ἑαυτό θεολογικό κομμάτι, μέ τίς πάμπολλες ἐπαφές καί δραστηριότητες πού διατηροῦσε καί συντόνιζε διαπιστώναμε τόν τρόπο λειτουργίας τῆς ὀρθόδοξης ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας σέ συνεργασία καί συνάφεια μέ τήν Ἐκκλησία. Ἦταν ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων στόν διορθόδοξο καί διαχριστιανικό διάλογο, σέ ἄμεση ἐπικοινωνία μέ Πατριάρχες, Ἀρχιεπισκόπους καί Ἐπισκόπους, σέ ἐπαφή μέ ρωμαιοκαθολικούς καί διαμαρτυρομένους κληρικούς καί θεολόγους. Μέ ἀδιάκοπη μέριμνα γιά τήν ὁλοκλήρωση τῆς περίφημης σειρᾶς ἐκπομπῶν γιά τό Ἅγιον Ὄρος πού ἑτοιμάσθηκαν ἀπό τή γερμανική τηλεόραση μέ δική του θεολογική ἐπιμέλεια. Μέ συχνή ἐπικοινωνία μέ τούς φοιτητές του, νεώτερους καί παλαιότερους. Μέ συνεχῆ φροντίδα γιά τήν ἀποστολή τῶν βιβλίων καί τῶν ἀνατύπων του, καθώς ἁπλόχερα τά ἔστελνε ὡς προσφορά σέ ὅποιον τά ζητοῦσε, διατηρώντας ταυτοχρόνως μία πλούσια λίστα ἀποδεκτῶν πού τά ἔστελνε αὐτοβούλως.

Βρισκόταν σέ ἀδιάκοπη κίνηση συμμετέχοντας σέ κάθε εἴδους θεολογικές ἐπαφές καί συζητήσεις στήν Ἑλλάδα καί στό έξωτερικό. Λάμβανε μέρος σέ δεκάδες συνέδρια, συνήθως ὡς εἰσηγητής. Ἦταν μέλος πολλῶν ἐπιστημονικῶν ἑταιρειῶν στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό, ἐνῶ μέ δική του μέριμνα διοργανώθηκαν πολλά καί σημαντικά συνέδρια, ὅπως ἐπί παραδείγματι τῆς Διορθοδόξου Ἑταιρείας Βιβλικῶν Θεολόγων (π.χ. 1988 στήν Φραγκαβίλλα, τό 1993 στή Ρουμανία). Σέ πολλές δέ περιπτώσεις, ἀνέλαβε τή φροντίδα τῆς ἐκδόσεως τῶν τόμων τῶν Πρακτικῶν.

Συνεπέστατος στά μαθήματά του ἀλλά μέ ἕναν ἰδιότυπο τρόπο. Δίδασκε Ἱστορία Ἐποχῆς Καινῆς Διαθήκης (μετά τήν ἀφυπηρέτηση τοῦ Γεωργίου Γρατσέα), ἀλλά κυρίως Εἰσαγωγή καί Ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ διδασκαλία ἀπό τήν ἕδρα ἦταν συναρπαστική, ὄχι γιά τήν ἐνδιαφέρουσα ὕλη αὐτή καθ᾿ ἑαυτήν, ἀλλά κυρίως διότι παράλληλα μέ ὅσα ὑπῆρχαν στά πρός μελέτη συγγράμματά του, μᾶς μυοῦσε, μέ ἕναν μοναδικό τρόπο, στήν καρδιά τῆς ὀρθόδοξης σκέψης θίγοντας ἀμέτρητα θέματα ἀπό τό ἀτελείωτο θησαυροφυλάκιο τῶν γνώσεών του. Κατεῖχε τή μοναδική τέχνη νά ἁπλοποιεῖ καί τά πιό δύσκολα θέματα καί νά τά προσφέρει στό ἀκροατήριό του μέ σαφῆ καί κατανοητό τρόπο. Οἱ διηγήσεις του ἦταν πάντοτε συναρπαστικές! Ἀνάμεσα στούς καθηγητές μας ἦταν αὐτός πού περισσότερο ἀπό ὅλους κατεῖχε τήν τέχνη τῆς ἀφηγήσεως… Κυριολεκτικά ξεχνοῦσες ὅτι βρισκόσουν σέ αἴθουσα διδασκαλίας καί συνελάμβανες τόν ἑαυτό σου νά ἀκούει, ἐπιτρέψτε μου νά πῶ, μαγεμένος, ἐνδιαφέρουσες καί χρήσιμες ἀναφορές σέ ὁλόκληρο τό φάσμα τῆς θεολογίας, οἱ ὁποῖες, ἄν καί κάποιος μποροῦσε νά πεῖ ὅτι δέν ἐμπίπτουν ἄμεσα στό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος, στήν πραγματικότητα αὐτές εἶναι πού συνεχῶς θυμόμαστε καί χρησιμοποιοῦμε στή ζωή καί στή σχολική τάξη.

Ὅλη αὐτή ἡ σοφία καί οἱ ἀτελείωτες διηγήσεις πού ἀπολαύσαμε κατά τίς πανεπιστημιακές παραδόσεις, στό πλαίσιο τῶν ἑρμηνευτικῶν βιβλικῶν μαθημάτων, μᾶς ἔδειξαν ἐναργῶς ὅτι ἡ Καινή Διαθήκη βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί ὅλα τά θέματα πού προκύπτουν μποροῦν νά ἑρμηνευθοῦν καί νά κατανοηθοῦν μέ ἀφετηρία τά βιβλικά κείμενα. Γι᾿ αὐτό μάλιστα, συνέδεε ἄμεσα τή βιβλική θεολογία μέ τή δογματική καί συνδύαζε στοιχεῖα τῶν δύο αὐτῶν κλάδων θεμελιωμένα στήν πατερική ἐρμηνευτική.

Ἄριστος φιλόλογος καί βαθύς γνώστης τοῦ ἔργου τῶν πατέρων καί τῆς θύραθεν γραμματείας μέ προβλημάτισε κάποτε λέγοντας ὅτι γιά νά συγκεντρώσει τό ὑλικό γιά τή διδακτορική διατριβή του μελετοῦσε τά ἀρχαῖα κείμενα ἐπί τριετία. Τό κέρδος ἀπό αὐτή τήν ἐπίμοχθη μελέτη διακρινόταν σέ ὅλα τά κείμενά του καί ἦταν ὄφελος γιά τούς φοιτητές του. Πολλές φορές, ὅταν καταφεύγω σέ μηχανές ἀναζήτησης (θεωρῶ ὅτι σήμερα δέν θά μπορούσαμε νά δουλέψουμε διαφορετικά), οἱ ὁποῖες ἄκοπα καί ἀνέξοδα μᾶς προσφέρουν ἀτελείωτους καταλόγους ἀναφορῶν, σκέπτομαι πόσο σπουδαῖος εἶναι ὁ σκληρός δρόμος τῆς ἀναζητήσεως τοῦ ὑλικοῦ μέ ἄμεση μελέτη τῶν πηγῶν. Εἶναι ὁ δρόμος πού ἀπαιτεῖ τεράστιο μόχθο, ἀλλά σέ κάνει κοινωνό τοῦ πνεύματος τῶν κειμένων.

Ἕνα σημαντικό μέρος τῆς προσφορᾶς τοῦ Γεωργίου Γαλίτη, πού ἀκόμη δέν ἔχει ἐκτιμηθεῖ ὅσο πρέπει, εἶναι ἡ πολυετής ἐνασχόλησή του μέ τόν Σύλλογο «Ἀνάπλασις», τό περιοδικό τοῦ ὁποίου παραμένει τό παλαιότερο ἑλληνικό ἔντυπο μέ συνεχόμενη παρουσία ἐκδιδόμενο ἀπό τό 1887. Γιά περισσότερα ἀπό τριάντα χρόνια ἦταν Πρόεδρος τοῦ Συλλόγου καί Διευθυντής τοῦ ὁμώνυμου περιοδικοῦ. Τά παρέλαβε σέ σχετική παρακμή καί μέ διάφορες ἀρνητικές συνδηλώσεις ἀπό τά μεταπολεμικά χρόνια. Κοπίασε πολύ γιά νά βελτιώσει τή λειτουργία τῶν γραφείων, νά φέρει κοντά στόν Σύλλογο νέους ἀνθρώπους καί νά ἀξιοποιήσει τήν ἀκίνητη περιουσία του. Μέ πολύ προσωπικό κόπο κατόρθωσε νά μετατρέψει τό περιοδικό, ὅσο ἦταν δυνατόν, σέ ἕνα σύγχρονο ἔντυπο μέ ἐντελῶς διαφορετική εἰκόνα καί περιεχόμενο ἀπό αὐτό πού εἶχε ὅταν τό παρέλαβε. Ἀδιάκοπη ἦταν ἡ μέριμνά του γιά νά διευρύνει τόν κύκλο τῶν συνδρομητῶν, νά αὐξήσει τά ἔσοδα, νά ὀργανώσει τό ἀρχεῖο, νά ἐμπλουτίσει τήν ὕλη καί νά τό φέρει στά σπίτια καί στή βιβλιοθήκη, ὅσο τό δυνατόν περισσοτέρων ἀνθρώπων. Ἑκατοντάδες κείμενά του, συνήθως ὡς κύρια ἄρθρα, δημοσιεύθηκαν στίς σελίδες του. Πολλά ἀπό αὐτά συζητήθηκαν, κάποια προκάλεσαν ἀντιδράσεις. Ὅλα ὅμως εἶχαν σημαντικό βάθος, εὐρύτερο καί ὄχι μόνο θεολογικό καί θά ἦταν εὐχῆς ἔργο αὐτά τά κείμενα, πού φανερώνουν τήν ἀπίστευτη εὐρυμάθεια, τή διεισδυτικότητα τῆς σκέψης, τήν κριτική του διάθεση καί τήν εὐγένεια τοῦ χαρακτήρα του, νά συγκεντρωθοῦν ὥστε νά διασωθοῦν ἀπό τή λήθη.

Στό γράψιμό του ἦταν πολύ προσεκτικός, ἀκριβής, διακριτικός, σαφής καί ξεκάθαρος. Ἄριστος γνώστης καί χειριστής τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τήν ὁποία ἀξιοποιοῦσε μέ ἐπιμέλεια γιά νά καταγράψει τίς ἰδέες του καί νά προσφέρει ἐπωφελῶς τίς σκέψεις του στόν ἀναγνώστη. Πολλές φορές διαβάζοντας τά κείμενά του στήν Ἀνάπλαση προσπαθοῦσα νά σκεφτῶ λέξεις καί φράσεις πού βάζοντας τες στό κείμενο θά τό βελτίωναν. Νομίζω ὅτι ἡ προσπάθεια αὐτή δέν ὁδηγήθηκε ποτέ σέ ἐπιτυχία… Κατεῖχε στήν ἐντέλεια τήν τέχνη νά βάζει τήν κατάλληλη λέξη στήν κατάλληλη θέση.

Μάρτυρας αὐτῆς τῆς ἀκριβολόγου καί λεπτολόγου πρακτικῆς του ἔγινα ἀπό πολύ νωρίς. Θέλοντας νά ἐνισχύσει τόν κύκλο τῶν ἀρθρογράφων τοῦ περιοδικοῦ μέ νέα πρόσωπα προέτρεπε πολλούς ἀπό ἐμᾶς φοιτητές καί ἀργότερα νέους θεολόγους, νά γράφουμε σέ αὐτό. Ἀεικίνητος καί ἀκούραστος, σέ μία ἐποχή πού δέν ὑπῆρχε ἡ ἠλεκτρονική ἐκκλησιαστική δημοσιογραφία κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια νά προσφέρει στούς ἀναγνῶστες τοῦ περιοδικοῦ σύγχρονη ὕλη, θεολογικά θεμελιωμένη καί πρωτότυπη. Ἐντόπιζε στόν τύπο θέματα πού θεωροῦσε ὅτι ἄξιζαν νά παρουσιαστοῦν στό περιοδικό καί μᾶς τά ἔδινε, συμβουλεύοντάς μας, νά τά ἀναπτύξουμε. Στή συνέχεια, ἀφιερώνοντας ἀπό τόν πολύτιμο χρόνο του ξαναβλέπαμε μαζί τά κείμενά μας, καί μέ πολλή ἀγάπη καί βαθιά συναίσθηση τῆς θέσεώς του ὡς διδασκάλου, ἔκανε παρατηρήσεις καί σχόλια, συζητώντας κάθε ἀράδα καί βελτιώνοντας βῆμα βῆμα, γραμμή γραμμή τό ἀρχικά ἄτεχνο κείμενο πού τοῦ παραδίδαμε. Ὅσοι ζήσαμε αὐτές τίς στιγμές στό γραφεῖο του στό Πανεπιστήμιο καί ἀργότερα στήν Ἀνάπλαση ἀναμφίβολα ὠφεληθήκαμε τά μέγιστα καί, μάλιστα, σέ πολλά ἐπίπεδα. Μάλιστα, μέ τήν εὐκαιρία τῶν διορθώσεων τῶν δοκιμίων τοῦ περιοδικοῦ μοῦ ἔδειξε πῶς νά διορθώνω κείμενα, μέ τόν ὀρθό τρόπο, μεταφέροντας τήν τεράστια ἐμπειρία του ἀπό τόν δύσκολο χῶρο τῶν ἐκδόσεων καί τῶν τυπογραφείων, κάτι πού μέ εὐγνωμοσύνη χρησιμοποιῶ συνεχῶς μέχρι σήμερα.

Ἐπί δεκαετίες διοργάνωνε θεολογικό σεμινάριο στά γραφεῖα τῆς Ἀναπλάσεως. Σέ αὐτό συζητοῦνταν πλῆθος θεμάτων μέ βιβλική ἀφετηρία ἀλλά ἀμέτρητες προεκτάσεις. Δυστυχῶς, παρά τήν ἐπιθυμία μου, ἐλάχιστες φορές εἶχα τή δυνατότητα νά συμμετάσχω σέ αὐτό. Σέ αὐτές τίς συναντήσεις, πού φυσικά συνεχίστηκαν καί μετά τήν ἀφυπηρέτησή του, ἐκδηλωνόταν τό διδακτικό του τάλαντο καί ἡ ἀγάπη του στή διδασκαλία τῆς θεολογίας καί, μάλιστα, σέ μορφή ἁπλή κατανοητή ἀπό ὅλους. Αὐτή ἡ ἀγωνία του, νά φθάσει ἡ θεολογική γνώση καί ἡ ἐκκλησιαστική παιδεία σέ ὅλους, διαπιστώνεται καί ἀπό τήν πολυετῆ συμμετοχή του στά προγράμματα τῆς Ἑταιρείας τῶν Φίλων τοῦ Λαοῦ, τό Λαϊκό Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας, τίς διαλέξεις τοῦ ὁποίου παρακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες. Ἐπίσης, δίδαξε μέ ἐπιτυχία στήν Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστική Σχολή Ἀθηνῶν καί σέ Μεταπτυχιακά Προγράμματα διατηρώντας τήν ἐπαφή του μέ τήν ἐπιστημονική ἔρευνα καί ἀναζήτηση καί τούς φοιτητές.

Δέν γνωρίζω ἐάν ἡ ἐπιλογή τοῦ θέματος τῆς διδακτορικῆς διατριβῆς του ἦταν συμπτωματική, ἀλλά σήμερα, μετά ἀπό τριανταπέντε χρόνια μαθητείας κοντά του, συνεργασίας καί ἐπικοινωνίας μαζί του, τολμῶ νά πῶ ὅτι ὅλη του ἡ ζωή ἦταν στραμμένη πρός τόν Χριστό, τόν Ἀρχηγό καί Τελειωτή τῆς πίστεώς μας. Ὁ θεολογικός προσανατολισμός του προσδιορίζει καί τόν καθημερινό προσανατολισμό του. Ἡ θεολογική παιδεία στό πρόσωπο τοῦ Γεωργίου Ἀντ. Γαλίτη ταίριαξε ἄριστα μέ τήν ἔμφυτη εὐγένεια καί τό εὐπροσήγορο τοῦ χαρακτήρα του. Ἡ λεπτότητα τῶν τρόπων ζωογονήθηκε ἀπό τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Ἡ σχέση του μέ τούς φοιτητές προσδιοριζόταν ἀπό τίς εὐαγγελικές ἀξίες. Ὁ σεβασμός πρός τούς συνεργάτες του ἐμπνεόταν ἀπό τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ.

Ἄς ἀναπαύεται ἐν εἰρήνῃ καί ἄς εἶναι αἰώνια καί ἀγέραστη ἡ μνήμη του!

Δύο διαφορετικές ἔννοιες: «Ἔθνος» καί «Γένος»

Ετικέτες

, , , , , , , , , , ,

Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε γιά πρώτη φορά στό καλοκαιρινό τεῦχος τοῦ ἠλεκτρονικοῦ περιοδικοῦ e-Νῆσος Κῶς (τεῦχος 60, σελίδες 7-9 https://issuu.com/nisoskos5/docs/t_60_-_teliko). Ὁ Ζαχαρίας Κουζούκας, πού εἶναι ὁ ἐκδότης καί ἡ ψυχή του, μᾶς τό προσφέρει ἐδῶ καί ἕνδεκα χρόνια μέ πολύ μεγάλο κόπο, μεράκι καί ἀγάπη στόν τόπο μας καί στήν ἐνημέρωση. Τόν εὐχαριστοῦμε ὄχι μόνο γιά τή φιλοξενία τῶν κειμένων μας, ἀλλά καί γιά ὅσα ὄμορφα καί ἐνδιαφέροντα ὑπάρχουν στίς σελίδες του. Ἡ παροῦσα ἀνάρτηση ἔχει μόνο μία προσθήκη.

Μέ ἀφορμή συζήτηση σέ μέσο κοινωνικῆς δικτύωσης μοῦ ἐτέθη τό ἐρώτημα ποιά εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν ἔννοια «Ἔθνος» καί στήν ἔννοια «Γένος». Τό θέμα ξεκίνησε ἀπό τήν παρατήρησή μου ὅτι στήν Κῶ, καί ἐκτιμῶ καί στίς ἄλλες περιοχές πού ἀνήκουν στήν πνευματική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, γίνεται αὐτή ἡ σημαντική διάκριση, ἡ ὁποία ἀκούγεται συνεχῶς στούς Ἱερούς μας Ναούς ὅταν σέ κάθε σχετική περίπτωση εὐχόμαστε «ὑπέρ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν γένους» καί ὄχι «ὑπέρ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν ἔθνους».

Πεντηκοστή, ἡ ἑορτή τῆς οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας

Καθένας πού δέν γνωρίζει αὐτή τή διάκριση θά ἀναρωτηθεῖ εὔλογα ποιά εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς δύο ὅρους καί γιατί στήν πνευματική ἐπικράτεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου χρησιμοποιεῖται ὁ ἕνας («γένος») καί ὄχι ὁ ἄλλος («ἔθνος»).

Βέβαια, τό θέμα εἶναι πολύ σοβαρό καί ἰδιαιτέρως ἐκτεταμένο, γι᾿ αὐτό στά στενά ὅρια ἑνός περιορισμένου σέ ἔκταση κειμένου, ὅπως τό παρόν, δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά ἀναλυθεῖ παρά μόνο νά γίνουν κάποιες βασικές, ἀλλά ἰδιαιτέρως χρήσιμες διευκρινίσεις.

Ἡ πρώτη παρατήρηση εἶναι ὅτι τό ἔθνος ὁρίζεται βάσει «ἐθνικῶν» κριτηρίων: κοινῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς, κοινῆς γλώσσας, κοινῆς γραμμῆς αἵματος, κοινῶν παραδόσεων κ.λπ. Στόν χῶρο καί τή γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια τοῦ «γένους» εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Τό βασικό κριτήριο εἶναι ἡ συμμετοχή στήν Ἐκκλησία. Βέβαια, σέ δεύτερη φάση, καί ὡς συνέπεια τῆς συμμετοχῆς στήν Ἐκκλησία ἔρχονται καί τά ἄλλα κριτήρια μέ διαφορετική πλέον βαρύτητα καί σημασία.

Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι κατά τήν ἀρχαιότητα, ὅταν τά κριτήρια πού χώριζαν π.χ. τούς Ἕλληνες ἀπό τούς βαρβάρους ἦταν ἡ κοινή πίστη, τό κοινό αἷμα καί ἡ κοινή γλῶσσα, ἡ θρησκεία ἀποτελοῦσε τμῆμα τῆς πολιτικῆς λειτουργίας τῆς πόλεως κράτους ἤ ἀκόμη καί τῶν μικρῶν ἤ μεγάλων βασιλείων. Ἔτσι, εἶναι ἀπολύτως κατανοητό τό ὅτι ἡ θρησκεία καί ἡ ἀνάλογη λατρεία ἀποτελοῦσαν κριτήριο ἐθνικότητας. Μάλιστα, οἱ ἱερεῖς π.χ. τῆς Ἀθήνας ἦταν τοποθετημένοι κρατικοί ἀξιωματοῦχοι πού ἀναλαμβάνοντας τά ἱερατικά καθήκοντα στήν πραγματικότητα ὑπηρετοῦσαν καί ὑπογράμμιζαν τό μεγαλεῖο, τή συνοχή καί τή δύναμη τῆς πόλεως. Ὀφείλουμε νά ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι τό Δωδεκάθεο κατά τήν ἀρχαιότητα εἶχε δεχθεῖ ἔντονη κριτική καί σέ μεγάλο βαθμό λειτουργοῦσε ὡς συνεκτικός κρίκος τῆς πολιτείας ἤ τοῦ βασιλείου καί ὄχι ὡς ἔκφραση τῆς πίστεως καί τῶν μεταφυσικῶν ἀντιλήψεων τοῦ πολίτη.

Μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί τή θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας τά πράγματα ἄρχισαν νά λειτουργοῦν τελείως διαφορετικά. Τά λέει τόσο ξεκάθαρα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Ἀθηναίους. Ἐκεῖ, ἀφοῦ διεφώνησε μέ τούς Ἐπικουρείους καί τούς Στωικούς φιλοσόφους, τοῦ ζήτησαν νά μιλήσει στόν Ἄρειο Πάγο, τό πιό ἐπίσημο βῆμα τῆς Ἀθήνας, γιά νά καταλάβουν τί πρέσβευε ἐπιτέλους αὐτός ὁ ἰουδαῖος κήρυκας πού εἶχε ἰουδαϊκή καί ἑλληνική/ἑλληνιστική παιδεία. Μέ ἀφορμή τόν βωμό στόν «Ἄγνωστο Θεό» πού, ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους, βρῆκε στήν πόλη ἄρχισε νά τούς μιλᾶ γιά τόν ἀληθινό Θεό. Σέ κάποιο σημεῖο λοιπόν, ἀφοῦ τόνισε ὅτι ὁ Θεός ἀπό ἕναν ἄνθρωπο «ἐποίησεν πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων», προχώρησε τή σκέψη του χρησιμοποιώντας ἕναν στίχο ἀπό τό ἔργο Φαινόμενα καί Διοσημεῖα τοῦ ποιητῆ Ἀράτου ἀπό τούς Σόλους τῆς Κιλικίας (315-240 π.Χ., ἄλλοι τοποθετοῦν τή γέννησή του στήν Ταρσό, ἀλλά μᾶλλον ἐκεῖ ἔζησε γιά λίγο), ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐπισκέφθηκε τήν Κῶ γιά νά μαθητεύσει κοντά στόν σοφό ποιητή καί διδάσκαλο Φιλητᾶ. Στήν ὁμιλία του, λοιπόν, χρησιμοποίησε τόν 5ο στίχο ἀπό τό μεγάλο ἀστρονομικό ποίημα τοῦ Ἀράτου. Ὁ στίχος αὐτός, ὅπως καταγράφεται στίς Πράξεις, περιέχει τή φράση «τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν». Ὁ Ἄρατος στούς πρώτους στίχους ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ στόν Δία καί προσπαθεῖ νά δείξει ὅτι καταγόμαστε ἀπό τή θεϊκή γενιά του. Ὁ ἀπ. Παῦλος, δίχως νά διστάσει, χρησιμοποιεῖ τόν στίχο ὡς ἀφετηρία γιά νά τούς πεῖ ὅτι οἱ ἄνθρωποι προέρχονται ἀπό θεϊκή γενιά καί, τότε ἀκριβῶς, συνεχίζει τονίζοντας ὅτι, ἐπειδή καταγόμαστε ἀπό τή γενιά τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, δέν ἐπιτρέπεται νά νομίζουμε ὅτι ἡ θεότητα εἶναι ἀπό χρυσάφι ἤ ἀσήμι. Συνεχίζει δέ σημειώνοντας ὅτι πλέον ὁ Θεός ἔχει ἀποκαλύψει τόν ἑαυτό του στούς ἀνθρώπους καί ἀπαιτεῖ μετάνοια ἀπό ὅλους, γιατί ἔχει καθορίσει μία ἡμέρα πού θά κρίνει τήν οἰκουμένη μέ δικαιοσύνη, μέσῳ ἑνός ἀνδρός πού τόν ἔχει ὁρίσει γι᾿ αὐτόν τόν σκοπό. Καί γνωρίζουμε ὅτι αὐτός ὁ Θεός εἶναι ὁ κριτής, διότι αὐτόν πού θά κρίνει τήν οἰκουμένη τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει στήν Ἀθήνα (1999). Ἕνα ἐξαιρετικό ἔργο τοῦ Ἠλία Γεωργάτου, διακεκριμένου Ἁγιογράφου καί Θεολόγου. Ἡ πολυπρόσωπη αὐτή σύνθεση βρίσκεται στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Ἱερά Μονή Πετράκη.

Βλέπουμε ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος, ἄν καί φυσικά δέν ἀναφέρεται ἄμεσα σέ θέματα ἐθνικῆς καταγωγῆς καί ταυτότητας, κάνει μία πολύ ἐνδιαφέρουσα ὑπέρβαση: στόν στίχο Πρ. 17:26 ἀναφερόμενος στά διάφορα ἔθνη καί στή δημιουργία τους ἀπό τόν Θεό χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ἔθνος, στούς στίχους Πρ. 17:28 καί 29, ἀλλάζει ἐντελῶς τόν τρόπο πού μιλᾶ καί χρησιμοποιεῖ δύο φορές τή λέξη γένος.

Δέν ἀρνεῖται τήν ὕπαρξη ἐθνῶν, ἡ ὁποία ἐξάλλου εἶναι ἀναντίρρητο γεγονός καί, ἐδῶ πού τά λέμε ἡ ἰουδαϊκή θεολογία εἶχε ἐπικεντρωθεῖ σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ποικιλία τῶν ἐθνῶν, κάνοντας πάντοτε τή διάκριση Περιούσιος Λαός=Ἰσραήλ, ἀπό τή μιά, Ἔθνη=ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί, ἀπό τήν ἄλλη. Πλέον λέγοντας «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», δηλαδή μέσα σέ Αὐτόν ζοῦμε καί κινούμαστε καί ὑπάρχουμε, μιλᾶ γιά τήν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων πού προέρχεται ἀπό τήν ἑνότητά τους μέ τόν Θεό, καθώς εἴμαστε γενιά τοῦ Ἀληθινοῦ (Τριαδικοῦ) Θεοῦ.

Αὐτή ἡ ἀρραγής ἑνότητα πού ἦταν δομικό χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δημιουργία του, χάθηκε μέ τήν Πτώση (κι ἔτσι ἀναπτύχθηκαν τά διάφορα ἔθνη μέ πολλές διαφορές μεταξύ τους) καί ἀποκαταστάθηκε μέ τή συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελώντας τό βασικό χαρακτηριστικό τῆς συμμετοχῆς μας σ᾿ αὐτήν.

Ἔτσι, ὅταν εὐχόμαστε ὑπέρ τοῦ «εὐσεβοῦς ἡμῶν ἔθνους» στήν πραγματικότητα εἶναι σάν νά ἀρνούμαστε τό προνόμιο τῆς συμμετοχῆς στόν ἀνακαινισμένο Λαό τοῦ Θεοῦ, στόν Νέο Ἰσραήλ, στήν Ἐκκλησία.

Γι᾿ αὐτό εἶναι θλιβερό φαινόμενο οἱ ἐθνικές σημαῖες μέσα στούς Ἱερούς Ναούς κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ «στολισμός» μέ ἐθνικές σημαῖες τῆς Ἁγίας Τράπεζας σέ ἀντικατάσταση τῶν κανονικῶν της ἐνδυμάτων, ἡ ἀνάκρουση, κατά τήν τέλεση Ἀκολουθιῶν ἤ Θείας Λειτουργίας, τῶν ἐθνικῶν ὕμνων καί ἡ παράταξη στρατευμάτων μέσα στούς Ναούς (ὅπως π.χ. γίνεται κατά κόρον στή Ρωσία) κ.λπ.

Ἐπίσης, ἀναίρεση τῆς Οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ χρήση τοῦ ἐθνικοῦ προσδιοριστικοῦ ἐπιθέτου πρίν ἀπό τόν ὅρο Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, φαινόμενο πού κατ᾿ ἐξοχήν συναντᾶται στίς ἐθνικά προσδιορισμένες σλαβικές Ἐκκλησίες (π.χ. Σερβική/Ρωσική/Βουλγαρική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κ.λπ.). Αὐτό τό σφάλμα δέν τό διέπραξε ἡ ἑλλαδική Ἐκκλησία καθώς ὁ τίτλος της ὀρθῶς εἶναι «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» (δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική δομή ἤ διοίκηση ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἐπικράτειας τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους) καί ὄχι γιά παράδειγμα Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στή μέν πρώτη περίπτωση μποροῦν ἀπρόσκοπτα νά συμμετέχουν ὅλοι οἱ βαπτισμένοι κάτοικοι τῆς Ἑλλάδας, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐθνική τους καταγωγή, ἐνῶ στή δεύτερη ὅσοι μόνο ἐθνικά προσδιορίζονται ὡς Ἕλληνες.

Μάλιστα, αὐτή ἡ ἐσφαλμένη κυριαρχία τοῦ ἔθνους ἐπί τοῦ γένους φαίνεται ὁλοκάθαρα στίς περιοχές τοῦ Νέου Κόσμου, ὅπου σέ μία πόλη π.χ. τῶν Η.Π.Α. ἤ τῆς Ἀργεντινῆς ἤ ἄλλη, ὑπάρχουν πολλές ἐκκλησιαστικές διοικήσεις καί πολλοί ἐπίσκοποι πού ὁ καθένας ποιμαίνει τούς ὁμοεθνεῖς του διασπώντας ἔτσι τήν ἑνότητα καί καταστρατηγώντας τήν οἰκουμενική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας.

Στόν Νέο Κόσμο κανονική δικαιοδοσία ἔχει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο μέ πολλή λεπτότητα καί ποιμαντική εὐαισθησία καλύπτει τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅλων τῶν διαφορετικῶν ἐθνοτήτων πού βρίσκονται ὑπό τή σκέπη του. Μάλιστα, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ μεγάλη φροντίδα καλύπτει τίς λειτουργικές ἀνάγκες τῶν διαφορετικῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς πιστῶν πού βρίσκονται ὑπό τήν ποιμαντική του εὐθύνη μέ τή διάθεση κληρικῶν πού τελοῦν τά ἱερά μυστήρια καί τίς ἀκολουθίες σέ διαφορετικές γλῶσσες, ὥστε νά ἀναπαύονται ὅλοι οἱ πιστοί καί νά ἔχουν τή δυνατότητα νά τά ἀκοῦν στή γλῶσσα τους.

Ὅταν εὐχόμαστε ὑπέρ τοῦ «εὐσεβοῦς ἡμῶν γένους» στήν πραγματικότητα δηλώνουμε ὅτι ὅλοι μας, ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς καταγωγῆς ἀνήκουμε στόν Λαό τοῦ Θεοῦ καί εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτό ἀκριβῶς ἐννοοῦσε ὁ ἀπ. Παῦλος ὅταν λέει ὅτι εἴμαστε γένος τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, ἄν καί εἶχε ἀνατραφεῖ ὡς παραδοσιακός Ἰουδαῖος καί ἦταν πολύ ὑπερήφανος γιά τήν καταγωγή του, ἀντιλαμβάνεται, καί συχνά πυκνά τό θίγει, ὅτι τό νά ἀνήκεις στήν Ἐκκλησία καί νά ὁδηγεῖσαι στή σωτηρία εἶναι πολύ σπουδαιότερο ἀπό κάθε ἐθνική καταγωγή καί προέλευση.

Ἔτσι, ἄν καί κάθε ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί εἶναι ὑπερήφανος γι᾿ αὐτήν, εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἡ ὑπερηφάνια μας ἐπειδή εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγωνιζόμαστε γιά τή σωτηρία μέσα σέ αὐτή. Χαρακτηριστικό σχετικό σύγχρονο παράδειγμα τοῦ πῶς ὑπερβαίνει ἡ μετοχή στήν Ἐκκλησία τήν ἐθνική καταγωγή εἶναι νομίζω ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ καί ὁ Γέροντάς του Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης πού ἦταν Ρῶσοι. Ὅμως, ποτέ δέν ἔβαλαν τήν ἐθνική τους καταγωγή ἐπάνω ἀπό τή συμμετοχή τους στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία κατανοοῦσαν καί ἀντιμετώπιζαν ὡς εὐρύτερη καί σημαντικότερη ἔννοια.

Στίς 25 Ἰουλίου 2022 δημοσιεύθηκε στό ἱστολόγιο Ἰδιωτική Ὁδός τοῦ κ. Παναγιώτη Ἀνδριόπουλου κείμενο μέ τίτλο Οἱ μή Ἅγιοι στόν τροῦλο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Πειραιῶς. Σέ αὐτό σχολιάζεται τό γεγονός τῆς ἁγιογραφήσεως στόν τροῦλο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Πειραιῶς σειρᾶς διακεκριμένων Ἑλλήνων (Θεμιστοκλής, Σωκράτης, Λέων Στ’ ὁ Σοφός, Εὐγένιος Βούλγαρης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γρηγόριος Δικαῖος (Παπαφλέσσας), Ἰωάννης Καποδίστριας, Ἀθανάσιος Διάκος). Πέρα ἀπό τήν προβληματική αὐτή καθ᾿ ἑαυτή τοποθέτηση μή ἁγίων στόν τροῦλο πού ἐπ᾿ οὐδενί αἰτιολογεῖται (ὑπάρχουν π.χ. ἄλλες περιπτώσεις πού μή ἅγιοι ἔχουν ἁγιογραφηθεῖ στόν νάρθηκα, ὡς κατέχοντες τόν σπερματικό λόγο, δηλαδή ψήγματα τῆς ἀλήθειας) ὑπάρχει καί τό πρόβλημα τῆς ἐθνικῆς ἐπιλογῆς τους, ἡ ὁποία προκρίνει τήν ἔννοια τοῦ ἔθνους ἔναντι τῆς ἔννοιας τοῦ γένους, στήν ὁποία ἤδη ἀναφερθήκαμε. Μάλιστα, ἄν καί αὐτές οἱ μορφές ἀναμφίβολα εἶναι παραδείγματα πρός μίμηση γιά ὅλους μας, τολμοῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ παράθεσή τους σέ τροῦλο ὀρθοδόξου ναοῦ ὑπογραμμίζει τόν κίνδυνο τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ ἔθνους ἔναντι τοῦ γένους μέ ὅ,τι αὐτό σημαίνει γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, κάθε ἀνθρώπου σέ ὁλόκληρη τήν Οἰκουμένη…

Σήμερα ὅλοι ὁμιλοῦν γιά κατάργηση τῶν διακρίσεων (καί ὀρθῶς πράττουν). Ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τή σύστασή της ὑπερβαίνει τίς διακρίσεις φύλου, γλώσσας, ἔθνους κάνοντας πράξη τήν ἑνότητα πού τῆς χάρισε τό Ἅγιο Πνεῦμα κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

Αὐτή τήν ὑπέρβαση τῶν ἐθνικά/κρατικά προσδιορισμένων Ἐκκλησιῶν τή ζοῦμε πολύ ὄμορφα στά Δωδεκάνησα, πού εἴμαστε μέν πολίτες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀλλά ἐκκλησιαστικά ἀνήκουμε καί εἴμαστε ποίμνιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως καί ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα κάποτε.

Πολυπολιτισμικότητα; Βεβαίως! Ἄς διδαχθοῦμε, ὅμως, ἀπό τό παράδειγμα τῆς Σμύρνης

Ετικέτες

, , , ,

Στίς 25 Ἰουνίου 2022 παρουσιάστηκε στόν φιλόξενο χῶρο τοῦ Διεθνοῦς Ἱπποκρατείου Ἱδρύματος Κῶ τό Λεύκωμα τοῦ Ἀλέκου Μαρκόγλου μέ τίτλο «Πατρίδες Μικρᾶς Ἀσίας». Ἡ ἔκδοση τοῦ Λευκώματος, πού χρηματοδοτήθηκε ἀπό τήν Ἀστική Ἑταιρεία Ἱπποκράτης, καί ἐντάσσεται στό πλούσιο ἐκδοτικό πρόγραμμα τῆς Ἑταιρείας τό ὁποῖο ἔχει καταρτίσει ὁ ἀγαπητός φίλος Δημήτριος Γερούκαλης, Ἰατρός, Συγγραφέας καί Ἐπιστημονικός Διευθυντής τῆς Ἑταιρείας. Τό πρόγραμμα αὐτό προχωρᾶ μέ γοργό ρυθμό χάρη στίς συντονισμένες προσπάθειες τοῦ Ἐπιστημονικοῦ Διευθυντοῦ, τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἑταιρείας καί ἰδιαιτέρως τῆς Προέδρου αὐτοῦ Διονυσίας Τελλῆ, ἡ ὁποία εἶναι καί Πρόεδρος τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου τοῦ Δήμου Κῶ, καθώς καί τῶν ἐργαζομένων σέ αὐτή.

Τήν παρουσίαση τοῦ Λευκώματος ἔκανε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ, ὁ ὁποῖος ἀναφέρθηκε στό πλούσιο ὑλικό τοῦ συγγραφέα καί συλλέκτη, ἑστιάζοντας στήν παράμετρο τῆς ἐκπαιδεύσεως καί στή συμβολή της στήν πρόοδο τῶν Πατρίδων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί στή δημιουργία τοῦ περιωνύμου πολιτισμοῦ πού ἀναπτύχθηκε σέ αὐτές.

Διαβάζοντας τά κείμενα τοῦ Λευκώματος καί μελετώντας τίς φωτογραφικές ἀπεικονίσεις τῆς ζωῆς, τῶν οἰκονομικῶν δραστηριοτήτων καί τοῦ πολιτισμοῦ τῶν πόλεων καί τῶν περιοχῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γεννᾶται ἡ εὔλογη ἀπορία πῶς πραγματοποιήθηκαν ὅλα αὐτά τά ἐντυπωσιακά ἐπιτεύγματα καί, μάλιστα, σέ ἕνα δύσκολο καί, ἐν πολλοῖς, ἐχθρικό περιβάλλον. Μάλιστα, ὅλα αὐτά, ἄν καί καλλιεργήθηκαν σέ περιοχές πού δέν ὑπῆρχαν μόνο ἑλληνικοί πληθυσμοί φέρουν τή σφραγίδα τῆς ἑλληνικότητας καί ὁ ἑλληνικός χαρακτήρας δέν δύναται νά ἀμφισβητηθεῖ.

Ἡ ἀπάντηση στό πῶς διατηρήθηκε αὐτός ὁ χαρακτήρας περιλάμβάνει σαφῶς τήν ὑψηλή ποιότητα τῆς ἐκπαιδεύσεως πού παρεχόταν ἀπό τόν 18ο αἰῶνα (τουλάχιστον στίς μεγαλύτερες πόλεις) καί στόν μαζικό χαρακτήρα της, ἀλλά καί στόν τρόπο ὀργανώσεως τῶν διαφορετικῆς προελεύσεως πληθυσμιακῶν ὁμάδων στίς περιοχές τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

Ἄς ἀξιοποιήσουμε ὅμως ἐπιλεκτικά λίγα ἀπό τά πολλά στοιχεῖα πού παραθέτει ὁ συγγραφέας Ἀλέκος Μαρκόγλου, χωρίς νά ἐπιμείνουμε σέ σχολαστική καταγραφή καί ἐξαντλητική ἀναφορά γιά νά ὁδηγηθοῦμε σέ ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα.

Ἕνα ἀπό τά πρῶτα στοιχεῖα πού τραβᾶ τό ἐνδιαφέρον μας εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι σέ ὅλες τίς πόλεις, πρωτίστως στίς μεγάλες, μά καί στίς μικρότερες, ὑπῆρχαν ἰδιαίτερες συνοικίες γιά κάθε διαφορετικό τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ.

Ὁ τρόπος ὁρισμοῦ αὐτῶν τῶν διαφορετικῶν τμημάτων τοῦ πληθυσμοῦ καθοριζόταν ἀπό τό ὀθωμανικό σύστημα διοικήσεως πού καθιερώθηκε ἀπό τήν κεντρική διοίκηση καί ἐφαρμόσθηκε σέ ὅλη τήν αὐτοκρατορία. Οἱ πληθυσμιακές ὁμάδες, συχνότατα διαφορετικῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς καί θρησκευτικῆς πίστεως καθορίζονταν ἀπό τό κράτος βάσει τοῦ θρησκευτικοῦ τους προσδιορισμοῦ. Ὁ ἀνώτατος θρησκευτικός τους ἡγέτης, ἐντός τῶν ὀρίων τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν παράλληλα καί ὁ ἐκπρόσωπός τους ἀπέναντι στήν Ὑψηλή Πύλη καί ἀποτελοῦσε τόν συνδετικό κρίκο γιά τόν χειρισμό καί τή διευθέτηση τῶν ποικίλων ὑποθέσεών τους. Αὐτή ἡ πρακτική, δέν ἦταν ἀνακάλυψη τῶν ὀθωμανῶν, ἀλλά ἀντίστοιχες ἐπιλογές ὑπῆρξαν στήν Αὐτοκρατορία μέ πρωτεύουσα τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπως καί στή Δύση. Αὐτός ὁ διαχωρισμός ἦταν ἀπολύτως κατανοητός καί λογικός, καθώς τό πρωτεῦον στοιχεῖο τῆς ἰδιοπροσωπίας κάποιου σέ μία πολυεθνική κατηγορία δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ ἐθνική ταυτότητα, ἡ ὁποία συνήθως ἦταν σχετική καί ρευστή, ἀλλά ἡ σαφέστερα προσδιορισμένη καί εὐκολότερα διακρινομένη θρησκευτική.

Ἔτσι, στίς πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας, ὅπως συνέβαινε καί ἀλλοῦ τότε, οἱ κάτοικοι ζοῦσαν σέ γειτονιές, σέ συνοικίες ἀνάλογα μέ τήν πίστη τους. Ὑπῆρχε ἡ ὀθωμανική συνοικία, ἡ ἑλληνική, ἡ ἑβραϊκή, ἡ ἀρμενική, ἡ ρωμαιοκαθολική κ.λπ. Στήν κάθεμία ἀπό αὐτές δέσποζαν τά θρησκευτικά ἱδρύματα, ἱεροί ναοί, τζαμιά, συναγωγές κ.λπ. Ἀντιστοίχως, ἀναπτύχθηκαν ξεχωριστά κοινοτικά καί ἄλλα δημόσια κτήρια (π.χ. προξενεῖα, ταχυδρομεῖα καί τηλεγραφεῖα, πού τότε ἦταν πολύ σημαντικές δημόσιες ὑπηρεσίες), πού ρύθμιζαν τίς κοινές ὑποθέσεις, καθώς καί τά ἐκπαιδευτικά της ἱδρύματα. Ὅπως ὑπογράμμισε ὁ Σεβασμιώτατος στή χθεσινή παρουσίασή του, καί ὅπως γνωρίζουμε κι ἀπό τήν Κῶ, ἡ ἑλληνική ἐκπαίδευση βρισκόταν στά χέρια τῆς Ὀρθόδοξης Κοινότητας καί τήν εὐθύνη της εἶχε ὁ Μητροπολίτης πού ἔστελνε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Γύρω ἀπό αὐτόν, καί τό συμβούλιο τῆς Κοινότητας, συσπειρωνόταν κάθε προσπάθεια γιά στήριξη, ἀνάπτυξη καί βελτίωση τῶν ἐκπαιδευτικῶν πραγμάτων.

Στίς συνοικίες τῆς Σμύρνης ὑπῆρχαν ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα ἑλληνικά, ἀρμενικά, ἀμερικανικά, ἰταλικά κ.ἄ. Διαβάζουμε ὅτι στό Ὁμήρειο Παρθεναγωγεῖο οἱ μαθήτριες διδάσκονταν ἕξι διαφορετικές γλῶσσες. Στό Καρατάς γιά παράδειγμα, γραφικό παραθαλάσσιο προάστειο τῆς Σμύρνης στό ὁποῖο κατοικοῦσαν εὔποροι Ἑβραῖοι καί Ἕλληνες, ὑπῆρχαν τέσσερα σχολεῖα: δύο ἑλληνικά (Ἀρρεναγωγεῖο καί Παρθεναγωγεῖο), ἀρμενικό καί γαλλοϊσραηλινό, τό ὁποῖο κάλυπτε τίς ἐκπαιδευτικές ἀνάγκες τῶν ἑβραϊκοῦ θρησκεύματος κατοίκων. Στό ἴδιο προάστειο ὑπῆρχε καί ἀγγλικό προξενεῖο.

Στήν Ἐνόπη, ἄλλο πλούσιο προάστειο τῆς Σμύρνης, ὑπῆρχε Ὀρθόδοξος καί Ρωμαιοκαθολικός Ναός. Σέ ὅλες σχεδόν τίς πόλεις ὑπῆρχαν ξεχωριστά ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα γιά τούς κατοίκους ρωμαιοκαθολικοῦ θρησκεύματος καί, σέ πολλές περιπτώσεις ὀρφανοτροφεῖα, νοσοκομεῖα καί ἄλλα εὐαγῆ ἱδρύματα. Ταυτοχρόνως λειτουργοῦσαν ποικίλοι χῶροι διασκεδάσεως καί πολιτισμοῦ, ὅπως θέατρα, λέσχες, ζαχαροπλαστεῖα καί ἑστιατόρια, κέντρα διασκεδάσεως κ.λπ. Καλλιεργοῦνταν καί ἀνθοῦσε ἡ λεγομένη ἀστική μουσική, ἡ ὁποία στηριζόταν στή δημοτική παράδοση, ἐν προκειμένῳ τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά συνδύαζε καί πολλά δυτικά στοιχεῖα, πού τῆς προσέφεραν ἕναν μοναδικό, ἰδιαίτερο, ἀέρα πού τήν ἔκανε ἀγαπητή καί δημοφιλῆ μέχρι σήμερα.

Ἀπό ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα, καί πάρα πολλά ἄλλα πού θά μποροῦσαν νά ἀναφερθοῦν, διακρίνουμε τόν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πού ἦταν πολυσυλλεκτική περιοχή μέ πολλές ἰδιαιτερότητες. Μάλιστα, αὐτός ὁ χαρακτήρας τῆς προσέδωσε τόν χαρακτηρισμό «Σμύρνη τῶν ἀπίστων».

Προχωρώντας σέ ἀναγωγή στό σήμερα, μέ τό αἴτημα τῆς πολυπολιτισμικότητας νά κυριαρχεῖ, καί μέ δεδομένη τήν τάση νά ἐξαλείφονται τά ἰδιαίτερα καί μοναδικά στοιχεῖα τῆς ἰδιοπροσωπίας κάθε θρησκευτικῆς ὁμάδας, ὥστε νά μήν ἐνοχλοῦνται οἱ ἄλλες, ή νά ἀμβλύνονται οἱ ζωογόνες ἰδιαιτερότητές τους, μέχρι σημείου ἐξαφανίσεως, γιά τόν ἴδιο λόγο, τίθεται τό ἐρώτημα γιά τήν ἔννοια καί τόν χαρακτήρα τῆς πολυπολιτισμικότητας.

Ἀπό τή μελέτη τῶν στοιχεῖων πού παραθέτει ὁ Ἀλέκος Μαρκόγλου, καί ἄλλες πηγές φυσικά, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ κάθε θρησκευτική ὁμάδα ζοῦσε σέ ξεχωριστή γειτονιά, χωρίς, ὅμως, νά παρατηροῦνται φαινόμενα γκετοποιήσεως. Κάθε ὁμάδα συσπειρωνόταν γύρω ἀπό τά θρησκευτικά της ἱδρύματα καί γύρω τους οἰκοδομοῦσε τήν καθημερινότητα καί τή φιλανθρωπία της. Οἱ ναοί, παραδείγματος χάριν, δέν ἦταν κρυμμένοι καί ἀφανεῖς. Ἀντιθέτως, οἰκοδομοῦνταν σέ ὑψώματα, στίς πλατεῖες τῶν συνοικιῶν, σέ περίοπτες θέσεις καί σημεῖα πού ξεχώριζαν. Αὐτό ὑπογραμμίζεται καί ἀπό τό μεγάλο μεγεθός τους, καθώς, γιά τήν περίπτωση τῶν ἑλληνικῶν, καί ἀπό τή χρήση ἀρχαιοελληνικῶν στοιχείων στή διακόσμησή τους.

Τά ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα, ὑπό τόν ἔλεγχο καί τήν ἐνίσχυση τῶν Κοινοτήτων, προσέφεραν παιδεία πού κέντρο της εἶχε τή θρησκεία κάθε ὁμάδας. Ἰδιαίτερο ρόλο στήν ἐκπαίδευση τῶν δυτικῶν (γενικότερα) καί τῶν ρωμαιοκαθολικῶν (εἰδικότερα) πού ζοῦσαν στή Σμύρνη διεδραμάτισαν τά ρωμαιοκαθολικά σχολεῖα πού, μάλιστα, συνήθως στελεχώνονταν ἀπό μέλη μοναστικῶν ἀδελφοτήτων. Ἡ ἐκμάθηση ἄλλων γλωσσῶν (ἕξι σέ τουλάχιστον μία περίπτωση) ἐνίσχυε σημαντικά τήν ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν διαφορετικῶν ἐθνοτήτων καί ἡ γνώση τοῦ ἄλλου (γλώσσας, θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων, συνηθειῶν κ.πλ.) προωθοῦσε τήν ἀμοιβαία ἐπαφή καί ὁδηγοῦσε στήν ἄμβλυνση τῶν διαφορῶν καί τῶν ἐντάσεων.

Σήμερα, στό πλαίσιο τῆς παγκόσμιας κοινωνίας καί τῆς προωθήσεως τῆς ἀμοιβαίας κατανοήσεως μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὑπάρχει ἡ τάση νά προσπαθοῦμε νά σβήσουμε τίς διαφορές, νά ἐξομαλύνουμε τά ἰδιαίτερα στοιχεῖα, νά περιορίσουμε τά χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητας (θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς), ὥστε νά προχωρήσει ὁ πολυπόθητος σεβασμός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀλληλοκατανόηση, ἡ ὑποχώρηση τῶν θρησκευτικῶν συγκρούσεων καί τῶν φυλετικῶν ἀντιθέσεων. Κι αὐτό, σέ πρώτη ἀνάγνωση, φαίνεται ὀρθό καί δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι λειτουργεῖ ἀποδοτικά.

Λειτουργοῦσαν ὅμως κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τά πράγματα στή Σμύρνη, καί γενικότερα στή Μικρά Ἀσία; Ὄχι!

Ἀπό τά λίγα στοιχεῖα πού παραθέσαμε διαπιστώνουμε ὅτι κάθε θρησκευτική κοινότητα ἦταν ὑπερήφανη γιά τήν πίστη της, τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά της καί ἐπάνω σέ αὐτά στήριζε τήν ἐπιβίωσή της σέ ἕνα πολυσυλλεκτικό περιβάλλον μέ πολλές προκλήσεις καί ἔντονες διαφορές. Αὐτές οἱ διαφορές σέ σχέση μέ τήν καθημερινή συναναστροφή καί τήν ἀδιάκοπη τριβή, ἐπί πολλά ἔτη, στόν ἐπαγγελματικό χῶρο ὁδηγοῦσαν τούς κατοίκους κάθε πόλεως νά κοινωνοῦν μέ τούς ἀλλοεθνεῖς καί ἀλλοδόξους μέ προσοχή καί σεβασμό, μέ ὑπευθυνότητα καί γνώση, μέ διακριτικότητα καί σύνεση.

Κανείς τους δέν ἐγκατέλειψε τίς ἀπόψεις του, κανείς δέν παραμέρισε τήν πίστη του, κανείς δέν ἄλλαξε τίς συνήθειές του πρός χάριν τῆς πολυπολιτισμικότητας. Τό ἀντίθετο, μάλιστα! Ἡ θρησκευτική πολυμορφία, μέ ὅρια, σεβασμό καί προσοχή, ἦταν ἡ βάση ἐπί τῆς ὁποίας ἔκτιζαν αὐτή τήν κοινή ζωή. Ἡ διατήρηση τῶν ὁρίων τούς προστάτευε ἀπό τήν ἀπώλεια τῶν ἰδιαίτερων χαρακτηριστικῶν τους γιά τά ὁποῖα ἦταν πολύ ὑπερήφανοι. Τά χαρακτηριστικά αὐτά τούς βοηθοῦσαν νά συνεχίσουν νά ζοῦν καί νά ἐμπορεύονται, νά διασκεδάζουν καί νά παντρεύονται σέ ἕνα κοσμοπολίτικο, ἀλλά αὐστηρά ὁριοθετημένο περιβάλλον. Μάλιστα, οἱ ἐξαιρέσεις αὐτῆς τῆς κυρίαρχης πρακτικῆς, πού σαφῶς ὑπῆρχαν, λειτουργοῦσαν ὡς ἀναγκαῖες ἀσφαλιστικές δικλεῖδες πού ἐκτόνωναν τήν πίεση, ὁμαλοποιοῦσαν τίς ἐντάσεις καί ἀποσοβοῦσαν τυχόν προβλήματα.

Αὐτές οἱ διαπιστώσεις μοῦ θύμισαν τό πρό εἰκοσαετίας ἐκδοθέν βιβλίο τοῦ Ρεζίς Ντεμπρέ μέ τίτλο «Ἡ διδασκαλία τῆς θρησκείας στό οὐδετερόθρησκο σχολεῖο», τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα εἶναι τό ὑπόμνημα πού συνέταξε ὁ συγγραφέας ὡς σύμβουλος τοῦ Ζάκ Λάνγκ, Ὑπουργοῦ Παιδείας τῆς Γαλλίας, μέ ἀφορμή τά πολλά προβλήματα καί τίς ἔντονες συγκρούσεις πού ἐντοπίζονται στή γαλλική ἐκπαίδευση, παρά τήν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση ὄχι μόνο τῆς διδασκαλίας ἀλλά καί τῆς ἁπλῆς χρήσεως ἀπό τούς μαθητές στοιχείων τῆς θρησκευτικῆς τους ταυτότητας. Τό σκεπτικό ἦταν ὅτι ἡ πλήρης ἀπουσία αὐτῶν τῶν στοιχείων θά ἐξαφάνιζε τίς ἐντάσεις καί τίς συγκρούσεις. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, καθώς ἡ θρησκευτική ταυτότητα τοῦ ἄλλου εἶναι βασικό χαρακτηριστικό του. Ἄν τήν διαγράψεις ἤ τήν παραμερίσεις ἐντελῶς τελικά δέν μπορεῖς νά τόν γνωρίσεις, δέν μπορεῖς νά ἐπικοινωνήσεις μαζί του. Κι ἔτσι ὁ Ρεζίς Ντεμπρέ, σύντροφος ἐν ὅπλοις τοῦ Τσέ Γκεβάρα καί σύμβουλος τοῦ Φρανσουά Μιτεράν, πρότεινε ὅτι πρέπει ἐπειγόντως νά εἰσαχθοῦν στό, διάσημο γιά τόν κοσμικό χαρακτήρα του, γαλλικό ἐκπαιδευτικό σύστημα στοιχεῖα θρησκευτικῆς ἐκπαιδεύσεως, τά ὁποῖα θά ἐνισχύσουν τή γνώση τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλο, θά διεκολύνουν τήν ἐπικοινωνία μεταξύ ἀνθρώπων διαφορετικῶν ἀντιλήψεων καί πολιτισμοῦ, θά ἀνεβάσουν τό ἐπίπεθο ἀνοχῆς καί κατανόησης τοποθετώντας το σέ στέρεο θεμέλιο.

Ἡ ζωή στή Σμύρνη καί στίς ἄλλες πόλεις τῆς Ἰωνίας, ὅπως παρουσιάζεται στό βιβλίο «Πατρίδες Μικρᾶς Ἀσίας» τοῦ ἀγαπητοῦ, κατά πάντα σεβαστοῦ, Ἀλέκου Μαρκόγλου προχώρησε καί ὁ πολιτισμός μεγαλούργησε ὄχι ἐπειδή οἱ κάτοικοι αὐτῶν τῶν περιοχῶν ζοῦσαν τήν ψευδαίσθηση τῆς ὁμογενοποιημένης ἄχρωμης ἀνούσιας πολυπολιτισμικότητας πού κλείνει τά μάτια σέ κάθε διαφορά, ἀλλά ἐπειδή ὁ καθένας γνώριζε τήν πίστη του καί τόν πολιτισμό του καί, λόγῳ αὐτῆς τῆς γνωριμίας, δέν δίσταζε οὔτε φοβόταν νά ἐπικοινωνήσει, νά συναναστραφεῖ καί νά ἀλληλεπιδράσει μέ τόν ἀλλόδοξο, ἀλλόπιστο καί ἀλλογενῆ συμπολίτη του.

Ἡ Σμύρνη μεγαλούργησε προκρίνοντας τή συνύπαρξη ἔναντι τῆς ὁμογενοποιήσεως. Μετέτρεψε τίς διαφορές, πού συχνά σήμερα προσπαθοῦμε νά ἐξαφανίσουμε γιά νά μή μᾶς δημιουργοῦν προβλήματα, στή δύναμη πού τήν ἔκανε ἀξεπέραστο πρότυπο καί αἰώνιο παράδειγμα πρός μίμηση.

Βάσισε τόν πολιτισμό της στήν πλατιά βάση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου καί ἀξιοποίησε τόν πολυθρησκευτικό καί πολυεθνικό της χαρακτήρα ὄχι διαγράφοντας τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά ἀλλά προβάλλοντάς τα μέ ὑπερηφάνεια καί σεβασμό. Οἱ κάτοικοί της καυχόνταν ἐπειδή ζοῦσαν σέ αὐτήν τήν πόλη, ἀλλά ποτέ δέν ἔπαψαν νά εἶναι Ὀρθόδοξοι (Ἕλληνες ἤ ἄλλης ἐθνικῆς καταγωγῆς), Ρωμαιοκαθολικοί (διαφορετικῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς), Προτεστάντες (διαφορετικῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς), Ἀρμένιοι, Ἑβραῖοι ἤ Μουσουλμᾶνοι. Ἄς διδαχθοῦμε ἀπό τό παράδειγμά τους! Ἄς γνωρίσουμε τήν πίστη μας!

Ἄς μάθουμε τήν πίστη τοῦ διπλανοῦ μας! Ἄς τήν σεβαστοῦμε καί ἄς ζητήσουμε τό ἴδιο καί ἀπό ἐκεῖνον. Ἡ Κῶς ἐξάλλου, ἀποτελεῖ ἄριστο παράδειγμα εἰρηνικῆς πολυθρησκευτικῆς συνύπαρξης. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Ἀλέκο Μαρκόγλου πού μέ τό ἐξαιρετικό ἔργο του μᾶς τό θύμισε ὑπογραμμίζοντας μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τοῦ ὑλικοῦ, τή δυνατότητα νά διδαχθοῦμε, ἀπό τό πολύτιμο παράδειγμα τῆς Σμύρνης, πού διακόπηκε βιαίως πρό ἑκατό ἐτῶν, ἀλλά καί ἀπό παράδειγμα τῆς Κῶ, πού συνεχίζεται ζωντανό καί ἀκμαῖο μέχρι σήμερα καί τό ὁποῖο ζοῦμε καθημερινά.

Μυροφόρες: οἱ πρῶτοι Ἀπόστολοι

Ετικέτες

, , , , ,

Χριστός Ἀνέστη!

Εἶναι πραγματικά ἐντυπωσιακός ὁ τρόπος πού ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση κατανόησε καί κατανοεῖ τήν ἔννοια τῆς μαρτυρίας καί πῶς τήν ἐνσωματώνει στή διδασκαλία καί στήν κατήχηση. Ἔχοντας μία πρωτόγνωρη δυναμική λειτουργεῖ ὡς φίλτρο τό ὁποῖο ἀπορρίπτει κάθε τι μή σημαντικό καί ἀναγκαῖο καί προβάλλει, διατηρεῖ καί ἀξιοποιεῖ τά ἀναγκαῖα στοιχεῖα πρός ὄφελος τῶν πιστῶν καί τῆς πνευματικῆς τους πορείας.

Ἐφέτος (2022) ἡ Κυριακή τῶν Μυροφόρων συνέπεσε μέ τήν ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (8 Μαΐου). Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο κατά τή Θεία Λειτουργία ἀναγνώσθηκε ὡς ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἡ ἀρχή τῆς Α΄ Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (στίχοι 1-7), ἀντί γιά τό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων πού εἶναι τό Πράξεων 6:1-7, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν ἐκλογή τῶν ἑπτά διακόνων. Στό ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου πού ἀναγνώσθηκε κυριαρχεῖ ἕνα στοιχεῖο, τό ὁποῖο θεωροῦμε ὅτι εἶναι τό βασικό χαρακτηριστικό καί τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως (Εὐαγγέλιο εὐαγγελιστοῦ Μάρκου στίχοι 15:43-16:8) γιά τήν ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στό Μνῆμα τοῦ Κυρίου. Καί τά δύο κείμενα ἑστιάζουν στή σπουδαιότητα καί στήν ἰδιαίτερη ἀξία τῆς ἄμεσης μαρτυρίας τους τήν ὁποία καταθέτουν στήν Ἐκκλησία, καί μέσῳ αὐτῆς στό σύνολο τῶν ἀνθρώπων, γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.

Θυμᾶμαι πέρσυ, ὅταν λόγῳ τῶν περιορισμῶν στήν κυκλοφορία, ἡ παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως ἑορτάσθηκε νωρίστερα πολλοί, ἐσφαλμένα, εἶπαν ὅτι ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ δωδεκάτη νυκτερινή. Φυσικά, αὐτό εἶναι λάθος! Δέν γνωρίζουμε τήν ἀκριβῆ ὥρα πού ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα, ὅταν ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ Κυρίου, ἰδιαιτέρως δέ τά χρόνια τῆς δημόσιας δράσεώς του ἦταν ἐνώπιον ὅλων, ἀγαπώντων καί μισούντων, Ἰουδαίων καί Ρωμαίων, μαθητῶν καί κατηγόρων, ὅταν ἡ προδοσία, ἡ σύλληψη, ἡ δίκη, ἡ σταύρωση καί ἡ ἀποκαθήλωση ἔγιναν δημοσίως, ὅταν ἀκόμη καί τόν Τάφο Του φρουροῦσαν ἄνθρωποι αὐτῶν πού τόν καταδίκασαν μοιάζει περίεργο νά μήν ἔχουμε ἄμεση μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως. Ἔτσι ὅμως εἶναι τά πράγματα…

Κι ἐδῶ ἔρχεται ἡ ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων (ὅλων: Μαθητῶν καί Μυροφόρων), τήν ὁποία γνωρίζουμε, ζοῦμε καλύτερα, μέσα στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶδαν τή στιγμή τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά εἶναι μάρτυρες τῶν συνεπειῶν της. Καί μάλιστα, ἔχουν ἀπόλυτη συνείδηση τοῦ πράγματος καί τό δηλώνουν εὐθαρσῶς πρός πάντες: αὐτή εἶναι ἡ συνεισφορά τους στήν παγκόσμια ἱστορία.

Δέν εἶναι τά κείμενά τους, δέν εἶναι τά θαυμαστά σημεῖα πού ἔπραξαν, δέν εἶναι ἡ ἀγάπη τους, δέν εἶναι οἱ κόποι τους γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, δέν εἶναι τό μαρτύριό τους. Ὅλα αὐτά ἔχουν νόημα μόνο ἐάν τά προσεγγίσουμε μέ ἀφορμή καί ἀφετηρία τήν Ἀνάσταση. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού εἶχε ἀφιερώσει τή ζωή του σέ ὅλα τά παραπάνω τό λέει μέ τή μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια: «Εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν» (Α΄ Κορ. 15:17). Τό θεμέλιο καί ἡ προοπτική τῆς πίστεώς μας εἶναι ἡ Ἀνάσταση καί μόνον ἡ Ἀνάσταση.

Καί σέ αὐτό τό σημεῖο συγκλίνουν τά δύο σημερινά ἀναγνώσματα. Στό μέν ἀποστολικό ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ξεκαθαρίζει καί δηλώνει μέ κάθε σαφήνεια ὅτι αὐτό πού αὐτός καί οἱ λοιποί κήρυκες μεταφέρουν στό ἀκροατήριό τους εἶναι ἡ ἐμπειρία τους ἀπό τόν Ἀναστημένο Χριστό. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τίς Μυροφόρες, οἱ ὁποῖες δέν εἶδαν τή στιγμή τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά ἀπέκτησαν ὡς αὐτόπτες καί αὐτήκοοι μάρτυρες τήν πείρα της. Ὁ μεγάλος λίθος τοῦ μνημείου εἶχε μετακινηθεῖ. Ἄγγελος καθόταν στά δεξιά φορώντας λευκή στολή. Τούς μίλησε καί τούς ὑπέδειξε νά ἐξετάσουν τόν χῶρο, τούς ἔδειξε πρός τό σημεῖο πού οἱ ἴδιες εἶχαν ἀποθέσει πρό ἡμερῶν τό νεκρό σῶμα τοῦ διδασκάλου ὅπου, πλέον, δέν ὑπῆρχε τίποτα…

Οἱ ἐκπλήξεις δέν σταμάτησαν ἐκεῖ. Ὁ ἄγγελος συνέχισε λέγοντας ὅτι πρέπει νά ἐνημερώσουν τούς μαθητές ὅτι θά βρεθοῦν μέ τόν δάσκαλό τους στή Γαλιλαία, ὅπου θά συναντηθοῦν, ὅπως ἀκριβῶς τούς εἶχε πεῖ.

Ἡ ροή τῶν γεγονότων, ἀπό τή σύλληψη καί μετά, συμπληρώνεται ἀπολύτως ὁμαλά ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ κυριακάτικου πρωινοῦ: γνώριζαν τί εἶχε συμβεῖ, τόν εἶχαν κατεβάσει ἀπό τόν Σταυρό, τόν εἶχαν κηδεύσει, τόν εἶχαν κλάψει καί ξαναπήγαιναν στό μνῆμα γιά τά περαιτέρω. Φθάνοντας ὅμως ἀντίκρυσαν μία ἀνατροπή. Μᾶλλον, τή μεγαλύτερη ἀνατροπή τῆς ἱστορίας. Αὐτή τήν ἀνατροπή δέν τήν ἔμαθαν συζητώντας μέ κάποιον γνωστό τους, δέν τήν πληροφορήθηκαν ἀπό κάποιο κείμενο, δέν τήν γνώρισαν ὡς λαϊκό θρῦλο, ὡς λαϊκή παράδοση. Τήν ἀντίκρυσαν μέ τά μάτια τους, τήν ἄκουσαν (ἀπό τό στόμα τοῦ ἀγγέλου) μέ τά αὐτιά τους κι αὐτό μετέφεραν στούς μαθητές καί σέ ὅλους ἐμᾶς.

Ἔτσι, ἡ βάση τῆς πίστεώς μας, ἡ καρδιά τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ἡ ὑπόσταση τῆς Ἐκκλησίας ἑδράζεται στή μαρτυρία τῶν Μυροφόρων, ἔχει ὡς ἀφετηρία τήν ἐμπειρία τους.

Γι᾿ αὐτό, ἀμέσως μετά ἀπό τή μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀκολουθεῖ λειτουργικά (μία Κυριακή μετά), ἀλλά προηγεῖται θεολογικά (ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς δέν καλεῖται νά ἐνημερώσει κάποιους) ἡ μαρτυρία τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, πού ὄχι χωρίς λόγο, ἀλλά μέ πλήρη ἐπίγνωση καλοῦνται καί εἶναι Ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων. Νομίζω ὅτι σήμερα δέν εἴμαστε σέ θέση νά κατανοήσουμε τήν πρωτοφανῆ ἔκπληξη τῶν μαθητῶν καί τοῦ Πέτρου, ὅταν δέχθηκαν ὁδηγίες γιά συνάντησή τους μέ τόν διδάσκαλό τους μέσῳ μίας ὁμάδας γυναικῶν, σέ μία ἐποχή πού ἡ θέση τῆς γυναίκας ἦταν δραματικά ὑποβαθμισμένη, ἡ γυναῖκα δέν εἶχε νομική ὑπόσταση καί ἡ μαρτυρία της δέν ἐθεωρεῖτο ἀξιόπιστη οὔτε κἄν στά δικαστήρια…

Ἀπό τήν πρώτη αὐτή ὁδηγία ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ χριστιανισμός θά ἔφερνε τά πάνω κάτω στόν κόσμο μας καί θά στόχευε ἰδιαιτέρως στήν ἀλλαγή πολλῶν τραγικά ἐσφαλμένων ἀντιλήψεων καί δεδομένων. Βέβαια, αὐτή ἡ πρωτόγνωρη δυναμική, σπανίως ἀξιοποιήθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά διαιωνίζονται καταστάσεις καί ἀντιλήψεις, πού νομίζουμε ὅτι συνάδουν μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας (παλαιότερα πολύ περισσότερο) ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν ἔχουν καμία σχέση μέ αὐτή, ἀλλά ἀλλοιώνουν καί διαστρέφουν τό μήνυμα καί τήν οὐσία τῆς Ἀναστάσεως.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΠΑΤΡΩΝΟΣ (24 Φεβρουαρίου 1935 – 15 Αὐγούστου 2021): Διακονώντας διά βίου τόν Λόγο

Ετικέτες

Σήμερα 15 Αὐγούστου 2021 ἐκοιμήθη μία μεγάλη, μά σεμνή καί ἀθόρυβη, μορφή τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ Γεώργιος Πέτρου Πατρῶνος, Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἄρχοντας Διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.

Ἀπό τήν ἀναγόρευση τοῦ Γεωργίου Π. Πατρώνου σέ Ἄρχοντα Διδάσκαλο τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Μ.τ.Χ.Ἐ. (φωτ. Γεώργιος Μουστάκης)

Ἦταν κορυφαῖος, ἀξεπέραστος, χαρισματικός δάσκαλος πού σέ συνέπαιρνε μέ τήν ἁπλότητα καί τήν ἀμεσότητα τοῦ λόγου του. Μύησε στή Θεολογική ἐπιστήμη χιλιάδες νέους ἐπιστήμονες, κληρικούς καί λαϊκούς, στή Θεολογική Σχολή τῆς Ἀθήνας καί, ταυτόχρονα, ἐπί σειρά ἐτῶν, δίδαξε στήν Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστική Σχολή Ἀθηνῶν καί σέ πλῆθος ἄλλες Σχολές, Φροντιστήρια Κατηχητῶν καί Ἱερατικές Συνάξεις πολλῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό, ἐνῶ ποτέ δέν ἔπαψε νά διακονεῖ μέ τίς γνώσεις καί τήν ἐμπειρία του Κατηχητικές Ὁμάδες, Ἐνοριακές Συνάξεις, πολιτιστικούς Συλλόγους κ.λπ.

Γεννήθηκε στό Λέχοβο τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας τόν χειμῶνα τοῦ 1935. Μεγάλωσε μέ πολύ δύσκολες συνθῆκες σέ μία ἐξαιρετικά ταραγμένη περίοδο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Τό σπίτι του πυρπολύθηκε ἀπό τούς Γερμανούς, κινδύνευσε κατά τόν ἐμφύλιο, ὁ πατέρας του φυλακίστηκε ἀδίκως καί ὁ ἴδιος ἔζησε στίς παιδουπόλεις τῆς Θεσσαλονίκης. Τελείωσε τό Δημοτικό Σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του καί μέ μύριες στερήσεις τό Γυμνάσιο Καστοριᾶς.

Ἡ πρώτη του ἐπαφή μέ τή διδασκαλία ἦρθε ἐνῶ ἀκόμη ἦταν μαθητής στό Γυμνάσιο. Δραστήριος, φιλομαθής, ἔξυπνος, μέ θάρρος καί ἐντυπωσιακή προσωπικότητα πρωτοστατοῦσε στήν κίνηση τῶν Κατηχητικῶν τῆς Καστοριᾶς, διοργανώνοντας διάφορες δράσεις καί ἀναλαμβάνοντας νά κάνει κατηχητικά μαθήματα στούς συμμαθητές του.

Ἄν καί μᾶλλον ἡ κλίση του ἦταν πρός τίς θετικές ἐπιστῆμες, ἀποφάσισε νά γίνει θεολόγος ἐντασσόμενος, παράλληλα, ὡς δόκιμο μέλος, στήν ἀκμάζουσα τότε Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἐργαζόμενος σκληρότατα στά γραφεῖα καί στό κατηχητικό ἔργο καθ᾿ ὅλη τήν παραμονή του σέ αὐτή.

Στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿60 ἀποχώρησε ἀπό τήν Ἀδελφότητα. Θέλησε νά ἐνισχύσει τίς προσπάθειες τῆς ἱεραποστολῆς στήν Ἀφρική. Μέ αὐτή τήν προοπτική ἔφυγε γιά μεταπτυχιακές σπουδές στήν Ἀγγλία ὅπου παρέμεινε ἀπό τό 1963 μέχρι τό τέλος τοῦ 1965 ἐντρυφώντας στό πεδίο τῆς Ἱεραποστολικῆς καί τῶν Βιβλικῶν Σπουδῶν, ἐργαζόμενος ἐντατικότατα στίς βιβλιοθῆκες τῶν Σχολῶν, στίς ὁποῖες σπούδαζε, καί συγκεντρώνοντας ὑλικό γιά διδακτορική διατριβή μέ προσανατολισμό στά θέματα τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος.

Ἤδη ἀπό ἐκείνη τήν περίοδο εἶχε στραφεῖ στήν ἔρευνα τῆς Ἐσχατολογίας, ἑνός πεδίου πού στή Δυτική Εὐρώπη ἦταν στό ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν Ἑλλάδα καί, γενικότερα, τόν Ὀρθόδοξο κόσμο πού ἦταν ἄγνωστο καί στό ὁποῖο ἔγινε ὁ εἰσηγητής τῆς σχετικῆς προβληματικῆς. Μέ μιά φράση οἱ ἐσχατολογικές σπουδές στήν Ἑλλάδα χωρίζονται στήν πρό καί μετά τόν Πατρῶνο ἐποχή.

Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1965 διέκοψε τίς σπουδές του στήν Ἀγγλία καί παρουσιάστηκε στήν Καστοριά, ὅπου διορίσθηκε Καθηγητής στή Μέση Ἐκπαίδευση. Τά τέσσερα χρόνια πού παρέμεινε στή θέση αὐτή ἄφησε εὐδιάκριτο τό ἀποτύπωμά του, ὄχι μόνο στό σχολεῖο καί στόν μαθητικό χῶρο, ἀλλά σέ ὁλόκληρη τήν τοπική κοινωνία διοργανώνοντας τίς περίφημες Μαθητικές Διαλέξεις, στίς ὁποῖες παρουσίαζε σειρά συγχρόνων κοινωνικῶν, λογοτεχνικῶν, πολιτιστικῶν, θεολογικῶν καί ἄλλων θεμάτων, μέ προοδευτικό πνεῦμα καί σεβασμό στόν ἀκροατή. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν οἱ διαλέξεις τοῦ νεαροῦ θεολόγου Πατρώνου νά ἀποτελοῦν τό πολιτιστικό γεγονός τῆς πόλεως καί ὁ ἴδιος, δίχως νά τό ἐπιδιώκει, νά βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς.

Κατά τή διάρκεια τῆς θητείας του στό Γυμνάσιο Καστοριᾶς ξεκίνησε νέο κύκλο μεταπτυχιακῶν σπουδῶν στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ἀξιοποιώντας τήν ἐμπειρία καί τό ὑλικό πού εἶχε συγκεντρώσει στήν Ἀγγλία.

Τό 1970, ἔγγαμος πλέον, κατέβηκε στήν Ἀθήνα ἐργαζόμενος δίπλα στόν Καθηγητή Σάββα Ἀγουρίδη, τόν ὁποῖο σεβόταν καί τιμοῦσε μέχρι τό τέλος. Τό 1975 ἀναγορεύθηκε διδάκτωρ μέ διατριβή πού πραγματεύεται τό θέμα Ἱστορία καί Ἐσχατολογία στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (ἀπετέλεσε τομή στή σχετική ἔρευνα) καί τό ἑπόμενο ἔτος διορίσθηκε ἐπιμελητής. Ἐπίκουρος ἔγινε τό 1984, Ἀναπληρωτής τό 1987 καί Τακτικός τό 1991. Ἀφυπηρέττησε τό 2002.

Κατά τήν πανεπιστημιακή θητεία του διακρίθηκε γιά τήν ἱκανότητα τῆς διδασκαλίας, τήν εὐθύτητα καί τήν εὐγένειά του. Ἦταν πολύ ἀγαπητός στούς φοιτητές, προσηνής, φιλικός, πάντοτε μέ τό χαμόγελο καί τόν καλό λόγο.

Ὀξυδερκής ἑρμηνευτής, ἀκούραστος ἐρευνητής, πολυγραφότατος μελετητής. Τά βιβλία του εἶναι δεκάδες, τά ἄρθρα του ἑκατοντάδες, τά κηρύγματα καί οἱ ὁμιλίες του χιλιάδες. Ἔχεις τήν αἴσθηση ὅτι ποτέ δέν ἔλεγε ὄχι σέ κανέναν ἀποδεχόμενος ἀμέτρητες προσκλήσεις σέ συνέδρια, ἱερατικές συνάξεις, κύκλους μελέτης Ἁγίας Γραφῆς, ἐνοριακές συντροφιές, φροντιστήρια κατηχητῶν, παρέες φίλων καί παλαιῶν μαθητῶν του.

Τό γραφεῖο του ἦταν πάντοτε ἀνοικτό καί γεμᾶτο φοιτητές. Ποτέ δέ κουραζόταν νά μιλᾶ, νά συζητᾶ, νά ἐξηγεῖ… Εἶχε πάθος γιά τή διδασκαλία, ἀπόλυτο σεβασμό στόν συνομιλητή του, ἀνοχή στούς συναδέλφους του καί ἔλεγε μέ θάρρος καί σοβαρότητα τή γνώμη του.

Ἀναμφίβολα, τό πιό δυνατό του σημεῖο ἦταν ἡ διδασκαλία· ἡ παρουσία του στό ἀμφιθέατρο. Τρέχαμε νά τόν ἀκούσουμε μέ πάθος. Σέ κάθε μάθημα περιμέναμε κάτι καινούργιο νά μᾶς πεῖ. Δέν ἔμενε ποτέ στά βιβλία του, τά ὁποῖα ἦταν πρωτότυπα καί πολύ ἐνδιαφέροντα, ἀλλά πάντοτε ἔκανε ἕνα παράλληλο μάθημα στηριγμένο στίς πιό πρόσφατες μελέτες καί στά τελευταῖα συμπεράσματά του. Ἔτσι ὁ φοιτητής ἐπωφελοῦνταν διπλά: στό ἀμφιθέατρο ἀπό τήν προφορική διδασκαλία καί στίς ἐξετάσεις ἀπό τή μελέτη τοῦ συγγράμματος.

Τά θέματά του ἦταν πάντοτε σύγχρονα καί ἄκρως ἐνδιαφέροντα: ἱεραποστολή, σχέσεις δύο φύλων, γάμος καί ἀγαμία, ἡ θεολογία στήν καθημερινότητά μας, ἐσχατολογία καί ἱστορία, ἱστορία τῆς Καινῆς Διαθήκης κ.λπ.

Τό ἴδιο ἀκριβῶς καί στό μεταπτυχιακό! Στίς συναντήσεις ἔνιωθες ὅτι βρισκόσουν σέ μία ὄμορφη παρέα, ὅπου αἰσθανόσουν ἄνετα οἰκεῖα καί ἀνθρώπινα, ἀλλά ταυτόχρονα ἐνώπιόν σου ἀνοιγόταν ἕνα ἐντατικό ἐργαστήρι μελέτης, πεδίο συζητήσεων καί συνεχοῦς ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων καί θέσεων. Ὁ Πατρῶνος ἔβαζε βαθμούς, ὅπως σέ ὅλους ἦταν γνωστό, ἀλλά στό τέλος τοῦ ἑξαμήνου, μαζί μέ τόν βαθμό, εἶχες ἀποκτήσει πολλά περισσότερα μέ ἀνθρώπινο τρόπο, δίχως καλά καλά νά τό καταλάβεις, σχεδόν χωρίς νά τό ἐπιδιώξεις…

Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο γεμίζαμε, ἐπί δεκαετίες, κατά χιλιάδες τά ἀμφιθέατρα καί τόν ἀκούγαμε κρεμασμένοι ἀπό τά χείλη του.

Σημαντικότατο διδακτικό, κατά κυριολεξία ἱεραποστολικό, ἔργο ἀνέπτυξε στήν Ἀφρική, ὅπου διακόνησε σέ συνεργασία μέ τόν Ἀναστάσιο Γιαννουλᾶτο, σημερινό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλβανίας. Τό πέρασμά του ἀπό ἐκεῖ ἦταν καθοριστικό γιά τόν ἴδιο. Ἐφάρμοσε στήν πράξη ὅσα διάβαζε, ὅσα εἶχε μελετήσει, ὅσα γνώριζε ὅτι ἀποτελοῦν τήν καρδιά τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ὅμως καθοριστικό καί γιά ὅσους κατήχησε, γιά ὅσους γνώρισε, γιά ὅσους τόν ἄκουσαν νά μιλᾶ καί νά παρουσιάζει μία Ἐκκλησία τῆς ἀγάπης καί τοῦ σεβασμοῦ.

Ὁ ἄμβωνας, ἡ ἕδρα ἦταν τό σπίτι του. Ἦταν ὁ φυσικός του χῶρος. Τά διακόνησε, μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο περισσότερο ἀπό ἑβδομήντα χρόνια μέ πάθος, μέ συνέπεια, μέ σεβασμό στόν ἀκροατή.

Ἐνέπνεε τούς φοιτητές του, συνέπαιρνε τό κοινό του, κρατοῦσε ἀμείωτο τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἐκκλησιάσματος.

Παρουσίαζε μία εἰκόνα γιά τή συζυγία καί τήν οἰκογένεια ἐντελῶς διαφορετική ἀπό αὐτή πού οἱ περισσότεροι θεολόγοι καί ἱεροκήρυκες παρουσιάζουν. Μέ ἐπίκεντρο τήν ἀγάπη τοῦ ζεύγους, γιά τήν ὁποία πάντοτε μιλοῦσε ὡς κάτι τό ἱερό, πέρα ἀπό ἀγκυλώσεις καί στείρα ἠθικολογία πού τόσα ἔχει κοστίσει στήν ποιμαντική μας καί τόσα δεινά ἔχει ἐπιφέρει στό ἐκκλησιαστικό σῶμα καί τήν κοινωνία, κατόρθωνε νά μᾶς ἀνοίγει τά μάτια, νά διευρύνει τούς πνευματικούς μας ὁρίζοντες μέ τρόπο ἁπλό, πρακτικό καί ἀνθρώπινο.

Πολλά τοῦ χρωστᾶμε, ὅλοι ἐμεῖς πού εἴχαμε τή χαρά καί τήν τιμή νά μαθητεύσουμε κοντά του καί αὐτές οἱ στιγμές, οἱ πρῶτες μετά τήν ἐκδημία του εἶναι κάπως περίεργες, καθώς κυριαρχοῦν αἰσθήματα, δέν θά ἔλεγα μόνο θλίψεως, μᾶλλον θά ἔλεγα χαρμολύπης. Κι αὐτό διότι σέ ὅλη του τή ζωή ἀγωνίστηκε μέ πίστη στόν Θεό, σεβασμό καί ἀφοσίωση πρός τόν μαθητή/φοιτητή/ἀκροατή, συνέπεια στήν ἀποστολή του, ἀγάπη πρός τήν Παναγία τήν ὁποία θεωροῦσε προστάτιδά του. Καί πράγματι, ὅπως καί ἐκ τῶν ὑστέρων ἀποδεικνύεται ἦταν!

Τόν προστάτευε ἀπό τή γέννησή του, στίς σπουδές του, τόν στήριζε στίς δυσκολίες πού ἀντιμετώπισε καί δέν ἦταν λίγες. Πίσω ἀπό κάθε κρίσιμη καμπή τοῦ βίου του βρισκόταν ἡ Χάρη της. Ἀφηνόταν στά χέρια της μέ ἐμπιστοσύνη κι Ἐκείνη ποτέ δέν τόν ἀπογοήτευσε. Τό ἴδιο συνέβη καί στό τέλος προσφέροντάς του τό ἔσχατο δῶρο: τόν πῆρε μαζί της στούς οὐρανούς κατά τήν Κοίμησή της καί ὁλοκληρώθηκε ἔτσι μία ζωή ἀδιάκοπου ἀγῶνα, συνεχοῦς προσφορᾶς, ἀκάματου μόχθου καί ζωντανῆς ἀγάπης.

Ἀπό τήν ἀναγόρευση τοῦ Γεωργίου Π. Πατρώνου σέ Ἄρχοντα Διδάσκαλο τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Μ.τ.Χ.Ἐ. Μαζί μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ, μαθητή καί φίλο του, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό ἐντολή τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἔκανε τήν ἀναγόρευση (φωτ. Γεώργιος Μουστάκης)

Ἂς ἔχει ἀνάπαυση μετά τῶν Ἁγίων!

Ἄς εἶναι ἐλαφρύ τό χῶμα τῆς πατρίδας του πού θά τόν σκεπάσει!

Ἑλ. Ζαρίφη καί Ἀθ. Μουστάκης

Τά βάσανα Πάντων τῶν Ἁγίων κι ἐμεῖς ἀπέναντι στήν πανδημία

Ετικέτες

, , , , , , ,

Τήν Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἡ μεγάλη αὐτή ἑορτή, συνδέεται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα (γι᾿ αὐτό ἡ ἑορτή τοποθετεῖται ἀμέσως μετά τήν Πεντηκοστή) καί ἀρχικά ἀναφερόταν ἀποκλειστικά στούς ἀνά τήν Οἰκουμένη μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἀργότερα ἡ ἑορτή ἐπεκτάθηκε σέ ὅλους τούς Ἁγίους.

Ἀκόμη καί σήμερα, ὅμως, τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς, πού προέρχεται ἀπό τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ἑβραίους 11:33-12:2), ἀναφέρεται σχεδόν ἀποκλειστικά στούς μάρτυρες καί σέ ὅσα πέρασαν γιά τήν πίστη τους στόν Ἀληθινό Θεό. Βέβαια, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν γράφει τήν Ἐπιστολή του, στά μέσα τοῦ 1ου μετά Χριστόν αἰῶνα, δέν εἶχαν ἀναδειχθεῖ τά ἑκατομμύρια τῶν μαρτύρων πού ἀναδεικνύονται μέχρι καί σήμερα. Προφανῶς, ὅμως, εἶχε ὑπ᾿ ὄψιν του ἀρκετούς, ἀφ᾿ ἑνός ἐπειδή περιγράφει τόσους διαφορετικούς τρόπους μαρτυρίου καί τόσους τόπους πνευματικῶν ἀγώνων καί ἀφ᾿ ἑτέρου ἐπειδή ἀναφέρεται σέ «τοσοῦτον περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων» (Ἑβραίους 12:1). Οἱ ἱερές μορφές στίς ὁποῖες ἀναφέρεται προέρχονται κυρίως ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί τή θρησκευτική παράδοση τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος διεφύλασσε τήν κληρονομιά του ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, καί τήν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατεῖχε σέ μεγάλο βάθος καί ἀξιοζήλευτη ἔκταση.

Αὐτή τήν ἐκτενή ἀνάφορά στούς μάρτυρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μέσῳ αὐτῶν στήν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καίρια παράμετρο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, ἡ Ἐκκλησία τήν κατεννόησε ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή, ὡς ἀναφορά στούς δικούς της μάρτυρες καί τήν ἐνέταξε στήν παράδοσή της καί τή χρησιμοποίησε στή διδασκαλία της. Ἡ στάση αὐτή δείχνει ξεκάθαρα ὅτι, ἄν καί ὅταν ἐγράφη ἡ πρός Ἑβραίους εἴχαμε ἤδη τούς πρώτους διωγμούς, τοπικούς, ὅπως αὐτός πού ξεκίνησε ἀπό τόν λιθοβολισμό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἐνάντια στούς Ἀποστόλους, ὅπως παρουσιάζονται στήν Καινή Διαθήκη, καί τούς πρώτους διωγμούς ἀπό τή ρωμαϊκή διοίκηση, π.χ. τοῦ Νέρωνος, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶχε καμία ἀμφιβολία ὅτι τό πέρασμά της ἀπό τόν κόσμο θά εἶναι μαρτυρικό καί ἐπώδυνο· ὅπως καί ἔγινε τελικά!

Κυριάρχη ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι στήν Ἐκκλησία μας ἡ παρουσία τῶν μαρτύρων. Κυρίαρχη στήν Ἁγία Γραφή, κυρίαρχη στήν παράδοση κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας, κυρίαρχη στά ὀνόματά μας, κυρίαρχη στούς ναούς μας, κυρίαρχη στούς βίους καί στά συναξάρια τῶν Ἁγίων. Ἀκόμη καί ὅσοι πού ἐτελειώθησαν εἰρηνικά, πάντοτε στή ζωή τους ἔφεραν τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου καί πέρασαν πάμπολλες ταλαιπωρίες πού θά ἔκαναν ἀνθρώπους μέ λιγότερη πίστη νά λυγίσουν.

Ἡ Εἰκόνα τῶν Ἁγίων Πάντων. Βρίσκεται στόν ὁμώνυμο Ἱερό Ναό στό Παραδείσι τῆς Κῶ. Ἔργο τῆς Ἀλίκης Σωτηράκη (2012).

Μέ ἀφορμή αὐτή τή στέρεη θεολογικά βάση τῆς Ἐκκλησίας πῶς φθάσαμε σήμερα νά ὑποστηρίζουμε ὅτι ὁ Θεός θά μᾶς προστατεύσει καί δέν θά ἀσθενήσουμε ἀπό τή μάστιγα τῶν ἡμερῶν μας, τήν ἀσθένεια πού σαρώνει ὁλόκληρες κοινωνίες καί γονατίζει λαούς; Πῶς φθάσαμε νά ὑποστηρίζουμε ὅτι μέσα στόν Ἱερό Ναό δέν θά κολλήσουμε; Πῶς νομίζουμε ὅτι μέσα στόν Ναό ὑπάρχει ἕνα μαγικό πέπλο πού μᾶς προστατεύει; Μέσα στούς Ἱερούς Ναούς δέν ἀρρωσταίνουν οἱ πιστοί; Δέν ζαλίστηκε κάποιος, δέν αἰσθάνθηκε ἄσχημα λόγῳ ἀσθένειας, δέν ἔπεσε, παραδείγματος χάριν, καί ἔσπασε κάποιο μέλος τοῦ σώματός του; Γιατί μᾶς ἀρέσει νά λέμε ψέματα στούς ἑαυτούς μας;

Αὐτό τό σκεπτικό θά μποροῦσε ἴσως νά αἰτιολογηθεῖ κατά τήν περίοδο πρίν ἀπό τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Θά μποροῦσε νά ὑποστηριχθεῖ στόν ἀρχαῖο Ἰσραήλ ἴσως, ὅπου ὁ Ναός τῶν Ἱεροσολύμων (ὁ μοναδικός πού ἔπιτρεπόταν νά ὑπάρχει σύμφωνα μέ τήν πίστη τους) ἐθεωρεῖτο τόπος κατοικίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ναός τοῦ Θεοῦ ἦταν καί τόπος κατοικίας Του. Κατοικοῦσε στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἐπάνω στήν χρυσή πλάκα (Καπορέθ) πού κάλυπτε τήν κιβωτό τῆς Διαθήκης, ἀνάμεσα στά δύο χρυσά Χερουβείμ. Γι᾿ αὐτό, ὡς ἔνδειξη μεγάλου σεβασμοῦ κατά τήν περίοδο πού λειτουργοῦσε ὁ Ναός στά Ἅγια τῶν Ἁγίων δέν εἰσερχόταν κανένας, παρά μόνο ὁ Ἰουδαῖος Ἀρχιερέας μία φορά τόν χρόνο (τήν Ἡμέρα τοῦ Ἐξιλασμοῦ) καί μάλιστα κρατώντας τό αἷμα ἀπό τή θυσία ζώου πού εἶχε προηγηθεῖ. Μέ αὐτό τό αἷμα ράντιζε τόν χῶρο καί ἔτσι τόν ἐξάγνιζε γιά ὁλόκληρο τό ἔτος (πολύ ὄμορφα περιγράφει τά Ἅγια τῶν Ἁγίων καί τήν εἴσοδο τοῦ Ἀρχιερέα σέ αὐτά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν περικοπή Ἑβραίους 9:1-7).

Ἐμεῖς ὅμως πού ζοῦμε στήν ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο καί τόν φωτισμό μας ἀπό αὐτό, καί γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν» δέν δικαιολογούμαστε νά περιορίζουμε τήν ἁγιότητα ἤ τήν καθαρότητα πού προσφέρει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ σέ ἕναν τόπο, ἐν προκειμένῳ στόν Ἱερό Ναό. Ὁ Ἱερός Ναός, ὅπως καί κάθε ἄλλος τόπος, ἁγιάζεται ἀπό τήν «Ἐκκλησία τῶν πιστῶν», δηλαδή τή σύναξη τῶν πιστῶν σέ αὐτόν καί τά τελούμενα μυστήρια. Γι᾿ αὐτό πολύ ἁπλᾶ καί ὡραία τά μυστήρια μποροῦν νά τελοῦνται σέ κάθε κατάλληλα προετοιμασμένο χῶρο, σέ σπίτια, σέ στρατόπεδα, σέ σχολεῖα, σέ κατασκηνώσεις, σέ φυλακές κ.λπ. Μποροῦν δίχως πρόβλημα νά τελοῦνται σέ χώρους ὅπου μαζί μέ τούς πιστούς εἶναι καί τά ζῶα τους (ὅπως π.χ. συμβαίνει στήν ἱεραποστολή) ἤ σέ ναούς ἄλλων δογμάτων, ὅπως γίνεται σέ πάμπολλα μέρη τοῦ κόσμου, δίχως κανείς νά ἀμφισβητήσει τή δυνατότητα αὐτή. Βέβαια, θά μοῦ πεῖτε ὅτι κάποιοι ἴσως πιστεύουν ὅτι σέ ἕναν ρωμαιοκαθολικό ἤ προτεσταντικό ναό ὁ ἰός ἤ μιά ὁποιαδήποτε ἀσθένεια κολλάει ὅταν τόν χρησιμοποιοῦν οἱ ἀλλόδοξοι (π.χ. μέχρι τίς 10.00 π.μ.) καί δέν κολλάει ὅταν τόν χρησιμοποιοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι (π.χ. μετά τίς 10.00 π.μ. μέχρι τίς 12.00)… Κάτι τέτοιο ὅμως γελοιοποιεῖ καί ἀδικεῖ τήν πίστη μας, ἡ ὁποία, παρά τά προβλήματα καί τούς διωγμούς, πάντοτε μιλοῦσε μέ σεβασμό σέ κάθε ἄνθρωπο καί μεγάλη σοβαρότητα.

Ἀπορία ἔχω: κανείς ἀπό ὅσους πιστούς ἐκκλησιάζονται τακτικά σέ ὁλόκληρη τή ζωή τους δέν ἀρρώστησε ποτέ ἐπειδή ὁ διπλανός ἦταν ἄρρωστος ἔβηχε ἤ φτερνιζόταν ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο; Γιατί τόσα χρόνια δέν ἀσχολούμασταν μέ τέτοιου εἴδους θέματα καί τώρα τό κάνουμε;

Ἄραγε δέν πέθανε ποτέ κανείς μέσα σέ κάποιον Ναό; Γνωρίζουμε ὅτι δέν ἰσχύει κάτι τέτοιο! Πρό ὀλίγου καιροῦ ἐκοιμήθη Ἀρχιερέας κατά τή Θεία Λειτουργία. Σέ πολλές περιπτώσεις πιστοί μαρτύρησαν ἀπό ἐχθρούς μέσα στόν Ναό ὅπου εἶχαν καταφύγει γιά νά σωθοῦν. Πιστοί πέθαναν μέσα σέ Ναό ἀπό σεισμό καί, φυσικά, καί ἀπό ἄλλες αἰτίες.

Ποιός ὁ σκοπός μας ὅταν πηγαίνουμε στόν Ναό; Νά ἐξασφαλίσουμε ὅτι δέν θά μᾶς βρεῖ κακό; Ἐφέτος πού γιά μῆνες ἐκκλησιαζόμασταν ἔξω ἀπό τόν Ναό, στό προαύλιό του ἤ ἀκόμη καί στό πεζοδρόμιο μπροστά του κινδυνεύαμε, ἐνῶ αὐτοί πού προλάβαιναν καί ἔμπαιναν μέσα ἦταν ἐξασφαλισμένοι; Καί πόσο «ἐξασφαλισμένος» πρέπει νά αἰσθάνομαι ἐγώ, «ὁ καλός χριστιανός», πού ἔμπαινα στόν Ναό ἀφήνοντας ἀπ᾿ ἔξω ὅσους, γιά διάφορους λόγους, δέν κατάφεραν νά φθάσουν πιό νωρίς ἀπό ἐμένα;

Γιά ἐμᾶς, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μεγάλο ὄφελος ἀπό τήν ἀσθένεια εἶναι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά διλήμματα καί τά προβλήματα πού, ἐδῶ πού τά λέμε, ποτέ δέν εἶχαμε σκεφθεῖ, καθώς ὅλα αὐτά (καί πολλά ἄλλα) τά θεωρούσαμε δεδομένα καί αὐτονόητα.

Τά πράγματα ὅμως δέν εἶναι ὅπως φαίνονται ἤ ὅπως θέλουμε νά τά βλέπουμε!

Ἡ Χάρη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀδιαμφισβήτητη, ἀλλά δέν συνδέεται τόσο μέ ἕναν τόπο ὅσο μέ ἕναν τρόπο. Τό νά μπαίνω στόν Ἱερό Ναό κατά τήν ὥρα τῆς Συνάξεως χωρίς νά τηρῶ τά μέτρα προστασίας δέν δείχνει πόσο μεγάλη πίστη ἔχω, ὅπως κάποιοι μέ ἔμαθαν νά νομίζω, ἀλλά πόσο ἀδιαφορῶ γιά τόν ἀδελφό μου, γιά τόν διπλανό μου, γιά τόν πλησίον μου. Ὅταν, καί ἔχει συμβεῖ σέ πάμπολλες περιπτώσεις, ἐπιμένοντας στόν ἐγωισμό μου ἀδιαφορῶ γιά κάθε ἔννοια ἐκκλησιαστικῆς τάξεως (π.χ. γιά τίς ὑποδείξεις τοῦ Ἱερέα ἤ τοῦ Ἐπισκόπου) καί δημιουργῶ προβλήματα στήν Ἐκκλησία τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, μή σεβόμενος κανέναν, εἶναι τόσο δύσκολο νά καταλάβω ὅτι θέτω ἑαυτόν ἐκτός Ἐκκλησίας;

Τόσο πολύ ἔχουμε ἀφαιρέσει τήν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου ἀπό τή ζωή μας, πού θεωροῦμε δεδομένο ὅτι ὁ Θεός ἔχει ὑποχρέωση νά μᾶς προστατεύσει κατά τίς ἐπιθυμίες μας…

Καί βέβαια, κανείς δέν ὑποστηρίζει ὅτι πρέπει νά ἐπιδιώκουμε τό μαρτύριο ἤ τίς δυσκολίες στή ζωή. Κάθε ἄλλο! Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν πρώτη στιγμή καταδίκασε ἀνάλογες πρακτικές καί τίς ἔθεσε ἐκτός τοῦ τρόπου λειτουργίας της. Τό πρόβλημα ὅμως καί ἡ δυσκολία εἶναι στοιχεῖο τοῦ κόσμου μας. Κανένας χῶρος δέν εἶναι ἀποστειρωμένος ἀπέναντι π.χ. στό κακό ἤ στήν ἁμαρτία. Ὑπάρχει ἄνθρωπος μέ στοιχειώδη ἐκκλησιαστική συνείδηση πού νά ὑποστηρίξει ὅτι μέσα στόν Ναό δέν ὑφίσταται ἡ δυνατότητα νά ἁμαρτήσουμε;

Γι᾿ αὐτό τό καλύτερο πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι νά προσευχόμαστε νά μᾶς ἐνισχύει καί νά μᾶς στηρίζει ὁ Θεός νά μένουμε σταθεροί στήν πίστη μας καί νά μήν χάνουμε τήν ἐμπιστοσύνη μας σέ Αὐτόν! Ἔπειτα, νά προσέχουμε τό κατ᾿ ἄνθρωπον νά μήν ἐκπειράζουμε τόν Θεό (δηλαδή νά μήν Τόν προκαλοῦμε μέ τήν ἀλαζονική καί ἀστόχαστη συμπεριφορά μας) καί νά εὐχόμαστε, ὅταν ἔρθει ἡ δοκιμασία, ἡ κάθε εἴδους δοκιμασία, νά μήν ἀπελπιστοῦμε καί νά συνεχίσουμε νά προσβλέπουμε στό ἔλεος καί στήν ἀγάπη Του.

Χρόνια πολλά!

Πεντηκοστή: «πάντες ὁμοῦ ἐπί τό αὐτό»

Ετικέτες

, , , ,

Τό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου Πράξεις Ἀποστολῶν ἀναφέρεται σχεδόν ἀποκλειστικά στήν παρουσίαση τοῦ καθοριστικοῦ γιά τή ζωή καί τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς καί ὅσων ἀκολούθησαν τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο.

Ἀπό τά πάμπολλα σημεῖα τοῦ κειμένου πού μποροῦμε νά σχολιάσουμε θά ἐπικεντρωθοῦμε στήν πρώτη φράση τοῦ κεφαλαίου:

«Καί ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἦσαν πάντες ὁμοῦ ἐπί τό αὐτό» (Πράξεων 2:1).

Ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἑορταζόταν ἀπό τούς Ἑβραίους ἑπτά ἑβδομάδες μετά τό Πάσχα καί σέ αὐτή τιμοῦσαν τήν παράδοση τοῦ Νόμου ἀπό τόν Θεό στόν Προφήτη Μωυσῆ καί, κατ᾿ ἐπέκταση, στόν λαό Του. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν πολύ σημαντική διότι ἔτσι ὁλοκληρωνόταν αὐτό πού ξεκίνησε μέ τήν Ἔξοδο ἀπό τήν Αἴγυπτο (ἑορτή τοῦ Πάσχα). Πλέον, ὁ Ἰσραήλ εἶχε δικό του Νόμο, ἰδιαίτερο, καί σύμφωνα μέ τή ἐντολή τοῦ Θεοῦ θά πορευόταν στήν ἱστορία ἀκολουθώντας τίς ἐπιταγές του. Γιά τόν λόγο αὐτό, Ἰουδαῖοι καί προσήλυτοι ἀπό ὁλόκληρη τήν Οἰκουμένη, ἔσπευδαν στήν Ἰερουσαλήμ γιά νά συμμετάσχουν στή μεγάλη ἑορτή. Τίς ἡμέρες τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως καί τίς ἡμέρες τοῦ Πάσχα, ὁ πληθυσμός τῆς Ἁγίας Πόλεως πενταπλασιαζόταν καί ἀπό 30.000 περίπου ἔφτανε τίς 180.000.

Χαρακτηριστική τοῦ τρόπου ἑορτασμοῦ καί ἐνδεικτική τῆς σημασίας πού ἀπέδιδαν οἱ Ἰουδαῖοι στήν ἑορτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, κατά τό ἔτος 57 μ.Χ., νά φθάσει στήν πόλη γιά νά ἑορτάσει μαζί μέ τήν ἐκεῖ Ἐκκλησία. Μάλιστα, στήν προσπάθειά του αὐτή πέρασε ἀπό τήν Κῶ (Πράξεων 21:1) καί κήρυξε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Βέβαια, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν βιαζόταν γιά νά ἑορτάσει τή Νομοδοσία μαζί μέ τούς συντοπίτες του, ἀλλά γιά νά συμμετάσχει στή χαρά τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔγινε πενήντα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάσταση.

Ὅπως γνωρίζουμε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν ἦταν παρών στό συγκλονιστικό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς ἐπιφοιτήσεως, ἀλλά εἶχε ἀνάλογη ἐμπειρία ἔξω ἀπό τή Δαμασκό ὅταν εἶδε τό ὅραμα πού ἄλλαξε τή ζωή του καί τόν ἔκανε μέλος τῆς Ἐκκλησίας (Πράξεων 9:1-19). Παρά ταῦτα, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συστέλλοντας τόν χρόνο, καί φθάνοντας στήν οὐσία τῶν πραγμάτων, στήν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς τόν παρουσιάζει παρόντα, καί μάλιστα, τόν τοποθετεῖ ἀπέναντι στόν Ἀπόστολο Πέτρο, τόν Πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο.

Γιά νά προχωρήσει ἡ Ἐκκλησία σέ αὐτή τήν προσθήκη στήν Εἰκόνα, μέ μή ρεαλιστικό, ἀλλά ἄκρως θεολογικό τρόπο, ἀντιλαμβανόμαστε πόση σημασία δίνει στήν ἔννοια τῆς παρουσίας του, καί, κατ᾿ ἐπέκταση, τῆς παρουσίας μας, στό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί, φυσικά, στήν Ἐκκλησία.

Αὐτή ἡ παράμετρος ὑπογραμμίζεται ἀπό τήν εἰσαγωγική φράση τῶν Πράξεων στήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς:

«Ἦσαν πάντες ὁμοῦ ἐπί τό αὐτό» γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς θέλοντας νά δηλώσει τόν ἰδιαίτερο, μοναδικό χαρακτῆρα τοῦ περιστατικοῦ, τό ὁποῖο, ἄν τό διαβάσουμε θεολογικά, περιλαμβάνει καί ἐμᾶς τούς πιστούς, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ζοῦμε σήμερα, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπο, καθώς εἴμαστε πλασμένοι κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, καί ἡ σωτηρία εἶναι μία ὑπόθεση πού ἀγγίζει ὅλους, ἀκόμη κι ἄν δέν ἔχουν ἀκούσει ποτέ γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία.

Μέ τό ἴδιο μοτίβο κλείνει τό δεύτερο κεφάλαιο τῶν Πράξεων λέγοντας ὅτι μετά τήν Πεντηκοστή, ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἐν σώματι προσκαρτεροῦσε «τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαίς» (Πράξεων 2:42) καί «πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό» (Πράξεων 2:44). Ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἀπό τίς πρῶτες στιγμές της ζοῦσε ὡς Ἐκκλησία. Μέ μελέτη, κήρυγμα, προσευχή καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθώς αὐτό ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ τήν καρδία τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τό ἐπίκεντρο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς. Ὅσοι εἶχαν πιστεύσει «ἦσαν ἐπί τό αὐτό», δηλαδή ἦταν μαζί καί, ὅπως συνεχίζει τό κείμενο «εἶχον ἅπαντα κοινά» (Πράξεων 2:44).

Τό κυρίαρχο χαρακτηριστικό τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὅπως τό διαβάζουμε στίς Πράξεις, τό συναντᾶμε στά κείμενα τῶν Πατέρων καί τό ζοῦμε ἀκόμη καί σήμερα εἶναι ἡ Ἑνότητα, ἡ ὁποία, δέν ἦταν ἁπλός λόγος, ἀλλά ἐκφραζόταν σαφέστατα στή συνείδηση ὅτι γιά νά εἶναι κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί νά λογίζεται ὡς τέτοιο ὀφείλει νά συμμετέχει στήν κοινή ζωή.

Πρέπει νά ἀναφέρουμε, μάλιστα, ὅτι ἡ Ἑνότητα καί αὐτή ἡ συνειδητοποίηση τούς προφύλασσε ὅταν, ἐλλείψει ἄλλου κατάλληλου τόπου προσευχῆς, ἀνέβαιναν στό ἱερό, δηλαδή στόν Ναό τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε οἰκοδομήσει ὁ Ἡρώδης καί προσεύχονταν ἐκεῖ μαζί μέ τούς Ἰουδαίους, δίχως νά φοβηθοῦν μήπως ἀλλοιωθεῖ ἡ πίστη τους καί προδώσουν μέ τή στάση τους τόν Χριστό. Κι αὐτό συνέβαινε διότι, ὅπως, κατ᾿ ἐπανάληψη, τονίζουν οἱ Πράξεις τό ἔκαναν «ὁμοθυμαδόν», δηλαδή ὅλοι μαζί (Πράξεων 1:14, 2:46, 4:24, 5:12, 15:25) ὡς ἕνα Σῶμα, μία διαφορετική ὀντότητα μέ Ἑνότητα καί ξεχωριστή ἰδιοπροσωπία, ἡ ὁποία εἶχε ἀφετηρία τόν ἴδιο τόν Χριστό!

Ὁ Χριστός, τό κέντρο τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν, κατά τή δημόσια παρουσία Του προσέφερε στούς ἀκροατές του λόγο ἀληθείας καί ζωῆς. Δέν δίστασε νά τονίσει ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί, παρά τίς ἔντονες ἀντιδράσεις πού εἶναι διάσπαρτες στά Εὐαγγέλια, νά ὑπογραμμίσει πώς αὐτοί πού προηγοῦνται στόν δρόμο γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτοί πού ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, καί τότε καί τώρα, θεωροῦμε ἁμαρτωλούς καί τούς παραγκωνίζουμε ἤ τούς θεωροῦμε παρακατιανούς…

Ἀπό τήν ἔναρξη τῆς πανδημίας καί ἔπειτα ἀκούσθηκαν πολλά (δέν ἀναφέρομαι σέ ὅσους ἄσκησαν πολεμική ἐνάντια στήν Ἐκκλησία καί στά Μυστήριά της) ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι θέλουν νά λέγονται εὐσεβεῖς καί πιστοί. Ἀπό ἀνθρώπους πού θεώρησαν ὅτι ἡ ἀνυπακοή καί ἡ προβολή προσωπικῶν, μή σύμφωνων μέ τήν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπόψεων θά τούς ἀνεδείκνυε σέ ὁμολογητές καί πρότυπα εὐσεβείας καί πίστεως.

Πολλά θά μποροῦσε νά ἀναφέρει κάποιος ὡς κίνητρά τους, ἀλλά θά θέλαμε νά ἀναφερθοῦμε στή θλιβερή καί ἐπιζήμια πνευματικά κατάσταση τῆς ἀνυπακοῆς στήν Ἐκκλησία.

Νόμισαν, φαίνεται, ὅτι ἀρνούμενοι τίς ἀποφάσεις Συνόδων, τῶν Ἐπισκόπων τους, τῶν Ἐφημερίων τῶν Ἐνοριῶν τους, σήκωναν στούς ὤμους τους τό βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως κάποτε ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι, π.χ. ὁ Μέγας Ἀθανάσιος…

Δέν εἶναι ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἡ Κιβωτός τῆς Σωτηρίας; Δέν σωζόμαστε μέσα στούς κόλπους της; Δέν ἀγωνιζόμαστε νά μήν χωριστοῦμε ἀπό αὐτή; Δέν ὀφείλουμε νά βάζουμε τόν Ἀδελφό μας ἐπάνω ἀπό τή δική μας ἐπιθυμία, ὅπως σέ κάθε εὐκαιρία τονίζει μέ σύνεση καί φιλάδελφο πνεῦμα ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Κῶ καί τῆς Νισύρου, Μητροπολίτης Ναθαναήλ; Ὑπάρχει, παραδείγματος χάριν, κάποιος πού δέν τόν ἐνοχλεῖ ἡ μάσκα; Ὅλους μᾶς ἐνοχλεῖ ἀλλά κάνουμε ὑπομονή καί ὑπακοή ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας!

Ἀκόμη κι ἄν ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ἐκπειράζοντας τόν Θεό θεωρεῖ πώς ζεῖ σέ καταστάσεις φωτισμοῦ καί νομίζει πώς ἡ ἀσθένεια τοῦ Covid-19 ἤ, ἐδῶ πού τά λέμε ὁποιαδήποτε ἀσθένεια, δέν τόν νοιάζει καί εἶναι ἕτοιμος νά τήν ἀντιμετωπίσει δέν ἐκπίπτει αὐτομάτως ἀπό τήν «ὑψηλή» πνευματικότητα πού ἀποδίδει μέ ἐγωιστικό τρόπο στόν ἑαυτό του ἐάν ἀδιαφορεῖ γιά τόν πλησίον του, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά κολλήσει;

Μέ ποιά λογική νομίζουμε ὅτι ἀκολουθοῦμε τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ὅταν κάνουμε τό θέλημά μας καί ἀδιαφοροῦμε παντελῶς γιά τήν ἀνάγκη, τήν ἀδυναμία ἔστω τοῦ Ἀδελφοῦ μας;

Ποιά βαρύτατη πνευματική εὐθύνη φορτωνόμαστε ὅταν ἀδιαφορώντας γιά τόν διπλανό μας, τόν μολύνουμε μέ κάποια ἀσθένεια καί τή στιγμή τῆς δυσκολίας, τοῦ πόνου, ἐκεῖνος χάσει τήν πίστη του ἐξαιτίας μας;

Λησμονοῦμε τί εἶπε ὁ Χριστός γι᾿ αὐτόν πού θά σκανδαλίσει ἕνα ἀπό τά παιδιά καί, κατ᾿ ἐπέκταση, τόν Ἀδελφό του; Ἄς ἀναζητήσουμε τήν ἀπάντηση στά χωρία Ματθαίου 18:6, Μάρκου 9:42 καί Λουκᾶ 15:20.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τύπος καί εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά μποῦμε κάνοντας ἀγαθά ἔργα καί συγκεντρώνοντας πράξεις εὐσεβείας. Τό κριτήριο γιά τή σωτηρία παραμένει πάντοτε ὁ πλησίον. Τουλάχιστόν αὐτό ἔθεσε ὡς κριτήριο ὁ Χριστός! Ἡ ἁμαρτία εἶναι πάντοτε κοινωνικό γεγονός. Πάντοτε στρέφεται πρός τόν συνάνθρωπο καί τόν Θεό. Ἀντιστοίχως καί ἡ μετάνοια εἶναι γεγονός πού χαροποιεῖ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἡ ἠθικοποίηση τῆς ζωῆς μας.

Πῶς συνδυάζονται τά μηνύματα τῆς κορυφαίας ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν ἀδιαφορία πρός τόν Ἀδελφό μας;

Γιατί χάσαμε τήν ἀνάγκη τοῦ ὁμοθυμαδόν πού κυριαρχοῦσε στήν Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή της;

Πῶς εἶναι δυνατό νά μήν νοιαζόμαστε γιά τόν Ἀδελφό μας καί νά νομίζουμε ὅτι ἀσπαζόμενοι μία Εἰκόνα, παραδείγματος χάριν, χωρίς μάσκα τηροῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Οἱ Ἀπόστολοι φωτίσθηκαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅλοι μαζί! Σέ αὐτή τήν μοναδική στιγμή ἡ Ἐκκλησία μας βάζει καί τόν ἀπόντα Ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ θεολογική ὁμογνωμία καί ἡ ἐκκλησιαστική ἀγάπη ἔχει μεγαλύτερη βαρύτητα ἀπό τήν χωροχρονική ἀπουσία.

Ἡ Πεντηκοστή μᾶς διδάσκει τήν Ἑνότητα ἁπλά καί λιτά, ἀλλά ταυτόχρονα συγκλονιστικά καί καθοριστικά γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τή σωτηρία τῶν μελῶν της. Ἡ Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ἑστιάζει στή σημασία τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον καί ὁ Χριστός μέ τούς λόγους καί τά ἔργα του μᾶς καθοδηγεῖ ὥστε μέσα ἀπό τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία νά μπορέσουμε νά βροῦμε τόν δρόμο πού ἀναζητᾶμε! Εὐθύνη μας νά τό πράξουμε!

Χρόνια πολλά!

Γιά τήν ὥρα ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος τῆς Ἀναστάσεως

Ετικέτες

, , ,

Γιά δεύτερη χρονιά ἐφέτος ὁλόκληρος ὁ Κόσμος μας, τό δῶρο πού μᾶς προσέφερε ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζεῖ δύσκολες στιγμές ἐξαιτίας τῆς φοβερῆς ἀσθένειας πού σαρώνει τήν ὑφήλιο προκαλώντας ἑκατομμύρια νεκρούς καί δεκάδες ἑκατομμύρια ἀσθενεῖς.

Αὐτά τά δεδομένα, τά ὁποῖα συνεχῶς ἀλλάζουν μέ ταχύτατο ρυθμό, προκάλεσαν ἀσύλληπτη ἀναστάτωση στόν κόσμο μας. Ἀναστάτωση πού μπορεῖ νά συγκριθεῖ μόνο μέ τίς φοβερότερες πανδημίες τοῦ παρελθόντος. Φυσικά, ἀπό αὐτήν τήν ἀναστάτωση δέν ἦταν δυνατόν νά ἐξαιρεθεῖ –καί δέν συνέβη κάτι τέτοιο– ἡ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Τό Πάσχα τοῦ 2020 οἱ Ἱεροί Ναοί ἦταν κλειστοί· ἐφέτος τό Πάσχα τοῦ 2021 ἀνοικτοί. Ἀντιμετωπίζουμε ὅμως, ἄλλα –ὡς μή ἔδει– προβλήματα. Ἀποφασίστηκε ἡ ἐπίσπευση ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος, ἀλλοῦ κατά δύο, ἀλλοῦ κατά τρεῖς ὧρες καί αὐτό ἔγινε τό θέμα τῶν ἡμερῶν, ἐνῶ δέν θά ἔπρεπε. Πέρα ἀπό κάθε συζήτηση, κι ἄν θέλουμε νά ἀκολουθοῦμε τή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας τό κυρίαρχο λατρευτικό θέμα κάθε ἡμέρας ξεχωριστά, εἴτε πρόκειται γιά τή Μεγάλη Ἑβδομάδα εἴτε γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη ἑορτή τοῦ ἔτους, μᾶς τό δίνει τό Μηνολόγιο καί τό σχετικό Ὑπόμνημα τοῦ Τριωδίου ἤ τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἄς μήν τά παραβλέπουμε καί ἄς μήν ἀναλωνόμαστε σέ ἐπουσιώδη πρακτικά ζητήματα.

Πολλοί, κληρικοί, Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς, λαϊκοί –μεταξύ αὐτῶν καί ἡ Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων– ἐκφράστηκαν ἀρνητικά γιά τή μετάθεση αυτή, ὡς ἐάν ἀπό τήν ὥρα ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος κρίνεται ἡ πίστη μας ἤ ἀλλοιώνεται ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρός τό λειτουργικό μέρος τῆς συζητήσεως δέν μπορῶ, λόγῳ περιορισμένης γνώσεως τοῦ θέματος, νά πῶ πολλά, ἄν καί πολλές τοποθετήσεις λειτουργιολόγων καταδεικνύουν τό ἀνυπόστατο τοῦ φόβου κάποιων γιά «ἀλλοίωση» τῆς λειτουργικῆς μας παραδόσεως καί τῆς σχετικῆς τάξεως, ἀλλά θά ἤθελα νά ἐκθέσω κάποιες σκέψεις μέ ἀφετηρία τίς Εὐαγγελικές διηγήσεις γιά τό Πάθος καί τήν ὥρα ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος.

Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τά Εὐαγγέλια ὁ Χριστός παρέδωσε τό πνεῦμα ἐπάνω στόν σταυρό στίς τρεῖς τό ἀπόγευμα (ἐνάτη ὥρα κατά τό σύστημα χρονολογήσεως πού ἀκολουθοῦσαν ἐκείνη τήν ἐποχή). Αὐτές τίς ἡμέρες διάβασα κάτι πού ὁμολογουμένως δέν εἶχα ξανακούσει: γράφτηκε καί ὑποστηρίχθηκε μέ σθένος ὅτι ὁ Χριστός παρέμεινε στόν Ἅδη τριάντα τρεῖς ὧρες, ὅσα καί τά χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, καί κατά συνέπεια θά πρέπει νά ἀναστηθεῖ τά μεσάνυκτα τοῦ Σαββάτου στίς 12.00. Ἐάν τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως κηρυχθεῖ λίγο νωρίτερα ἤ (ὑποθέτω) λίγο ἀργότερα θά ὑπάρχει πρόβλημα…

Πολλά εἶναι τά προβλήματα πού δημιουργεῖ αὐτή ἡ θέση. Οὔτε στά Εὐαγγέλια οὔτε στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται ὅτι τά χρόνια τοῦ ἐπιγείου βίου τοῦ Κυρίου ἦταν τριάντα τρία. Πρόκειται γιά παράδοση, νομίζω ἀρκετά κατοπινή, ἡ ὁποία δέν προσφέρει τό παραμικρό στήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ὁδηγηθεῖ στή σωτηρία· τό ἀντίθετο μάλιστα! Φρονῶ, ὅτι ἴσως καί νά ἀποπροσανατολίζει ἀφοῦ τό οὐσιῶδες δέν εἶναι πόσα χρόνια ἔζησε στή γῆ μας ὁ Χριστός, ἀλλά ἡ σωτηρία πού μᾶς προσέφερε μέ τή θυσία Του ἐπάνω στόν Σταυρό. Ἡ μοναδική σχετική ἀναφορά προέρχεται ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ καί ἀναφέρει ὅτι ὅταν ξεκίνησε τό δημόσιο ἔργο τοῦ Κυρίου ἦταν περίπου τριάντα ἐτῶν (Λουκᾶ 3:23). Σέ αὐτή τήν ἀναφορά προστίθενται τά περίπου τρία ἔτη τῆς δημόσιας δράσεώς Του καί ὁδηγούμαστε στήν ἡλικία τῶν τριάντα τριῶν ἐτῶν. Φυσικά, αὐτό πού μᾶς λέει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ἦταν γύρω στά τριάντα, δηλαδή θά μποροῦσε νά εἶναι μεταξύ 28 καί 32 ἐτῶν.

Ἡ παράδοση ὅτι ἔμεινε τριάντα τρεῖς ὧρες στόν κάτω κόσμο προφανῶς σχετίζεται μέ τήν παράδοση γιά τήν ἡλικία του καί πηγάζει ἀπό αὐτήν. Πάντως, ὅπως ἤδη σημείωσα δέν τήν ἔχω ἀκούσει ἄλλη φορά οὔτε, βεβαίως, ὑπάρχει σχετική ἀναφορά στά Εὐαγγέλια ἤ στήν ὑμνογραφία.

Τά Εὐαγγέλια δέν ἀναφέρονται στήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως ἡ ὁποία παραμένει κεκρυμμένη καί, προφανῶς χωρίς οὐσία γιά τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας, ἀλλά ἑστιάζουν στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καθ᾿ ἑαυτό. Ἀκόμη καί οἱ ἀναφορές στήν ἄφιξη τῶν Μυροφόρων καί τῶν Μαθητῶν στό κενό μνημεῖο μᾶς δίνουν διαφορετικές μεταξύ τους χρονικές σημάνσεις ἐπικεντρώνοντας τήν προσοχή καί πάλι στό γεγονός ὅτι πῆγαν στόν Τάφο καί ὄχι στήν ὥρα πού πῆγαν. Τό μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι ἔφτασαν σέ χρονικό διάστημα πού κυμαίνεται, σύμφωνα μέ τίς διηγήσεις, ἀπό τό βαθύ σκοτάδι (πρίν τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου) μέχρι μετά τήν ἀνατολή.

Τά Εὐαγγέλια ἀναφέρονται στήν ὥρα πού ἄφησε τήν τελευταία του πνοή ὁ Χριστός ὡς ἑξῆς:

Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων […]» (27:46)

Ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος: «καὶ τῇ ἐνάτῃ ὥρᾳ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ […]» (15:34)

Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «Καὶ ἦν ἤδη ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾽ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (23:44)

Σκοπός τῶν Εὐαγγελιστῶν δέν ἦταν ὁ ἀκριβής χρονικός προσδιορισμός τῆς στιγμῆς πού πέθανε ὁ Χριστός, ἀλλά ἡ ἔνταξη τοῦ συγκλονιστικοῦ γεγονότος μέσα στό χρονικό πλαίσιο τῆς ἡμέρας τῆς σταυρώσεως. Δίχως ἀμφιβολία, ὡς ὥρα θανάτου τοῦ Ἰησοῦ δεχόμαστε τήν ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἀκρίβεια τοῦ ρολογιοῦ στήν ὁποία εἴμαστε συνηθισμένοι σήμερα· αὐτό πού ἐνδιαφέρει τούς Εὐαγγελιστές εἶναι νά πιστοποιήσουν μέ ἀκρίβεια τό γεγονός.

Τό τότε σύστημα μετρήσεως τοῦ χρόνου, πού χρησιμοποιήθηκε καί κατά τή βυζαντινή ἐποχή, εἶχε σταθερά διαστήματα καί ὄχι σταθερές χρονικές στιγμές. Δηλαδή ἡ πρώτη ὥρα ξεκινοῦσε με τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου καί προφανῶς ἄλλαζε ἀνάλογα μέ τήν ἐποχή καί τόν τόπο πού γινόταν ἡ μέτρηση τοῦ χρόνου. Οἱ διαφορές αὐτές γιά τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μποροῦν νά διαφέρουν σχεδόν κατά μία ὥρα. Παραδείγματος χάριν, τό 2010 πού τό Πάσχα ἔπεσε στίς 4 Ἀπριλίου ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου στήν Ἀθήνα ἔγινε στίς 7:06 καί ἡ δύση στίς 19:50. Ἐκείνη ἡ ἡμέρα εἶχε διάρκεια 12 ὧρες καί 43 λεπτά. Συνεπῶς κάθε μία ἀπό τίς δώδεκα ὧρες τῆς ἡμέρας θά εἶχε διάρκεια περίπου 64 λεπτά, ἐνῶ οἱ ὧρες τῆς νυκτός θά ἦταν περίπου 56 λεπτά καθεμία.

Τό 2021 πού τό Πάσχα εἶναι στίς 2 Μαΐου ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου στήν Ἀθήνα γίνεται στίς 6:28 καί ἡ δύση στίς 20:16. Ἡ ἡμέρα ἔχει διάρκεια 13 ὧρες καί 47 λεπτά. Κάθε μία ἀπό τίς δώδεκα ὧρες τῆς ἡμέρας θά ἔχει διάρκεια περίπου 69 λεπτά καί ἡ ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας (ὑπῆρχαν 12 ὧρες τῆς ἡμέρας καί 12 ὧρες τῆς νύκτας) θά ξεκινοῦσε (γιά τήν Ἀθήνα) γύρω στίς 15:40 καί θά ἔληγε γύρω στίς 16:40. Σέ ἀνάλογο παράδειγμα γιά τό Ἰσραήλ, στίς 2 Μαΐου 2021 ἔχουμε ἀνατολή στίς 5:54, δύση στίς 19:22, διάρκεια ἡμέρας 13:28 καί κάθε μία ἀπό τίς δώδεκα ὧρες τῆς ἡμέρας θά εἶχε διάρκεια περίπου 67 λεπτά. Συνεπῶς, ἡ ἐνάτη ὥρα ξεκινᾶ στίς 14:50 καί λήγει στίς 15:50 (14:48-15:48 γιά τοῦ Πάσχα τοῦ 2010).

Ἀπό τά παραπάνω καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ σχέση τοῦ ἄνθρώπου τῆς ἀρχαιότητας μέ τόν χρόνο εἶχε ἄλλη μορφή: προσδιόριζαν μέ χρονικά διαστήματα καί ὄχι μέ χρονικές στιγμές. Ἡ ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας ξεκινοῦσε τή στιγμή πού ἔληγε ἡ ὀγδόη καί τελείωνε τή στιγμή πού ξεκινοῦσε ἡ δεκάτη. Τήν ἄνοιξη εἶχε διάρκεια μεγαλύτερη τῶν 60 λεπτῶν καί στήν ἐποχή μας θά διαρκοῦσε ἀπό τίς 14:50 μέχρι τίς 15:40 περίπου. Στό σημεῖο αὐτό ὀφείλουμε νά σημειώσουμε ὅτι ἐνάτη ὥρα καλοῦνταν συχνά καί τό τρίωρο πού ξεκινοῦσε ἀπό τήν ἐνάτη καί ὁλοκληρωνόταν μέ τήν δωδεκάτη ὥρα τῆς ἡμέρας (3:00 μέ 6:00 μ.μ.). Χρονικά ἦταν ἀντίστοιχο μέ τήν τετάρτη φυλακή τῆς νυκτός (3:00 μέ 6:00 π.μ.).

Ἄν σέ αὐτό συνυπολογίσουμε τό ὅτι οἱ Εὐαγγελιστές δέν εἶχαν τή δυνατότητα τῆς ἀκριβοῦς μετρήσεως τοῦ χρόνου ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δέν μποροῦμε νά ὁρίσουμε ὡς ὥρα θανάτου τοῦ Κυρίου τίς 15:00, ἀλλά μόνο νά ποῦμε ὅτι ἔγινε ἀρκετά μετά τό μεσημέρι καί ἀρκετά πρίν τή δύση τοῦ ἡλίου. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι πέθανε στίς τρεῖς (15:00) μετά τό μεσημέρι μόνο ἐνδεικτικά, γιά νά ἔχουμε μία σταθερή βάση γιά νά ἀναφερόμαστε στό γεγονός.

Καί βέβαια κάθε προσπάθεια νά συνδεθεῖ ἡ ὥρα αὐτή μέ τήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως (πολύ περισσότερο μέ τίς 33 ὧρες πρίν ἀπό τή δωδεκάτη νυκτερινή τοῦ Σαββάτου) μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἐπικίνδυνες στρεβλώσεις τῆς πραγματικότητας. Ἡ μοναδική ἀναφορά εἶναι ὅτι ἀνέστη τριήμερος, δηλαδή ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε κάποια στιγμή μέσα στήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τή σταύρωση (πρώτη τό ὑπόλοιπο τμῆμα τῆς Παρασκευῆς, δεύτερη ὁλόκληρο τό Σάββατο καί τρίτη ἕνα μέρος τῆς Κυριακῆς). Πουθενά δέν γίνεται ἀναφορά σέ ὧρες.

Ὅσοι συνδυάζουν ὥρα θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί ὥρα τελετῆς Ἀναστάσεως διαπράττουν ἕνα ἀκόμη σοβαρό (παιδαριῶδες θά ἔλεγα) γιά τά θεολογικά δεδομένα σφάλμα: συνδυάζουν χρονικά δεδομένα τῶν Εὐαγγελίων, πού βασίζονται σέ συγκεκριμένο σύστημα μετρήσεως τοῦ χρόνου, μέ τόν λειτουργικό χρόνο ὁ ὁποῖος ἔχει τή δική του ἀντίληψη γιά τήν ἔννοια τοῦ χρόνου, καθώς μᾶς εἰσάγει σέ μία καινή στάση ἀπέναντι στόν χρόνο. Γι᾿ αὐτό, θά πρέπει νά δοῦμε ἄν θά ἀκολουθήσουμε

τά δεδομένα τῶν Εὐαγγελίων: θάνατος περίπου τρεῖς μέ τέσσερεις τό μεσημέρι τῆς Παρασκευῆς καί Ἀνάσταση κάποια χρονικά ἀπροσδιόριστη στιγμή τῆς Κυριακῆς (προφανῶς τή νύκτα)

τά δεδομένα τῆς τάξεως τῶν Ἀκολουθιῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν τόν δικό τους τρόπο ροῆς καί παρακολουθήσεως τοῦ χρόνου: ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται γιά πρώτη φορά στό Ἕβδομο Εὐαγγέλιο (στό χωρίο Ματθαίου 27:50) τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἡ Ἀκολουθία διαβάζεται τό ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ἀλλά ἡ κανονική της θέση θά ἦταν νωρίς τό πρωί τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἡ Ἀνάσταση κηρύσσεται σέ κανονικές συνθῆκες στίς 12.00 τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅταν λειτουργικά εἶναι ἤδη Κυριακή τοῦ Πάσχα (ἔχει ξεκινήσει μέ τόν Ἑσπερινό, ὅπως κάθε ἡμέρα). Καί σέ αυτή τήν περίπτωση οἱ ὧρες δέν εἶναι τριάντα τρεῖς… Ἄν μάλιστα ὑπολογίσουμε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Πέμπτης τότε οἱ ὧρες εἶναι περίπου πενήντα δύο…

Ὅσο γιά τό ἄν τελοῦνται δύο λειτουργίες σέ μία ἡμέρα νομίζω ὅτι καί πάλι πρέπει νά δοῦμε πῶς κατανοοῦμε τόν χρόνο: κοσμικά ἤ λειτουργικά; Λειτουργικά, πάντοτε τελοῦνται δύο θεῖες Λειτουργίες τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα: τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μέ τόν Ἑσπερινό, τό πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως μετά τήν Παννυχίδα.

Τελικά τί ἀκολουθοῦμε· τόν λειτουργικό ἤ τόν κοσμικό χρόνο;

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι anastas570.jpg

Γιατί ὅλη αὐτή ἡ αναστάτωση γιά ἕνα ζήτημα πού δέν ἔχει καμία οὐσία, οὔτε εἶναι θέμα πίστεως, ἀλλά μόνο τάξεως, ὅπως πολλοί ἐπεσήμαναν;

Γιατί ἐφευρίσκουμε ἀφορμές γιά νά σκανδαλίζουμε ἑαυτούς καί ἀλλήλους;

Γιατί μᾶς ἀρέσει νά κινούμαστε ὅπως οἱ Φαρισαῖοι τῶν Εὐαγγελίων πού ἔβλεπαν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά σκορπίζεται στόν κόσμο μπροστά τους καί αὐτοί γκρίνιαζαν γιά τήν τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου καί κατηγοροῦσαν τόν Χριστό ὅτι τήν καταλύει;

Εἶναι δυνατόν νά λέμε ὅτι ἐφέτος θά γιορτάσουμε τό Πάσχα Σάββατο; Ἀπό τά πρῶτα πράγματα πού μαθαίνει κανείς γιά τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ ἔννοιες τοῦ λειτουργικοῦ χώρου καί χρόνου. Ὅσοι διαμαρτύρονται δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ λειτουργικός χρόνος κυριαρχεῖ ἐπάνω στόν χρόνο τῶν ρολογιῶν μας;

Δέν παραξενεύτηκαν πού καί τήν Μεγάλη Πέμπτη καί τήν Μεγάλη Παρασκευή λέμε «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου…»; Ἤ μήπως ἦρθε ἡ στιγμή πού θά δοῦμε διαμάχες σχετικά μέ τό πότε ὁρίζεται χρονικά τό «Σήμερον κρεμᾶται»…

Στή συζήτηση γιά τήν τήρηση τῆς ἀργίας του Σαββάτου ὁ Χριστός ἀντέταξε τήν ἑξῆς ἐρώτηση: ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιά τό Σάββατο ἤ τό Σάββατο γιά τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής: τό Σάββατο θεσπίστηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά ἐξυπηρετεῖ τίς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου καί μποροῦμε νά τό χειριζόμαστε μέ αὐτό τό σκεπτικό. Ὅπως φαίνεται, ὅμως, αὐτό δέν εἶναι προφανές γιά ὅλους… Μᾶλλον ἦλθε καί πάλι ἡ στιγμή πού κάποιοι, γιά μία ἀκόμη φορά, ἐπιχειροῦν νά διορθώσουν τόν Χριστό στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά ὑποστηρίξουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε γιά νά τηρεῖ τό Σάββατο καί ὄχι τό ἀντίθετο …

Καλή Ἀνάσταση!

Ὑστερόγραφη σημείωση: Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα ἐκ τῶν ὑστέρων νά ὑπογραμμίσω τήν αὐξημένη ποιμαντική μέριμνα καί τήν πατρική φροντίδα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ, ὁ ὁποῖος γιά νά ἀναπαύσει ἀκόμη καί ὅσους πιθανῶς θά ἐνοχλοῦνταν ἐπειδή τελέστηκαν δύο Θεῖες Λειτουργίες σέ μία ἡμερολογιακή ἡμέρα, φρόντισε νά γίνει ὁ καθαγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων καί ἡ μετάληψη τῶν πιστῶν λίγο μετά τή δωδεκάτη νυκτερινή τοῦ Σαββάτου. Μέ αὐτή τή σώφρονα ποιμαντική στάση μᾶς ἔδειξε πόσο προσεκτικοί πρέπει να εἴμαστε στίς κρίσεις μας καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία μέ τή σοφία της μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει μέ πνευματικό τρόπο κάθε πρόβλημα καί κάθε δυσκολία.

Χριστός Ἀνέστη!

Χριστούγεννα: «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου»

Ετικέτες

, , , , , , ,

Πρός τό τέλος κάθε ἡμερολογιακοῦ ἔτους ἡ σκέψη μας στρέφεται στήν ἔννοια τῆς ροῆς τοῦ χρόνου καί στήν ἐπίδρασή της, ἤ ὀρθότερα στή λειτουργία της, στή ζωή μας. Πράγματι, πρόκειται γιά ἔννοια πού ἀπασχόλησε, ἤδη ἀπό τήν ἀρχαιότητα, μέ διάφορους τρόπους, τόν ἄνθρωπο, κυρίως βέβαια, σέ σχέση μέ τόν θάνατο, τή γήρανση καί τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἐπί τῆς γῆς βίου του.

Ἡ Δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Χριστό

Μέ τή βιβλική, ἰδιαιτέρως μέ τήν καινοδιαθηκική, παράδοση εἰσάγεται ἡ ἔννοια τοῦ πληρώματος τοῦ χρόνου (τῆς πληρώσεώς του), ἡ ὁποία, κατά παράδοξο τρόπο, λειτουργεῖ καί στίς τρεῖς διαστάσεις τοῦ χρόνου: ὡς παρελθόν/ἱστορία, π.χ. ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς παρόν, ἡ δυνατότητα πού ἔχουμε νά ζοῦμε ὡς ἑνιαία πραγματικότητα τόν χρόνο μέσα στή λειτουργική παράδοση καί τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, καί ὡς μέλλον, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ὁλοκληρώσεως αὐτοῦ πού ἤδη ζοῦμε, στά ἔσχατα.

Αὐτός ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως τοῦ χρόνου ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι παράδοξος καθώς, σέ ἀντίθεση μέ τή ρεαλιστική ἐμπειρική στάση ἀπέναντι στό φαινόμενο χρόνος, ἐπιμένει νά τόν βλέπει ἑνιαία καί ὄχι διασπασμένα. Γιά νά κατανοήσουμε τήν ἔννοια χρόνος πρέπει νά ἔχουμε στόν νοῦ μας ὅτι καί αὐτή εἶναι κομμάτι τῆς δημιουργίας καί συνεπῶς συμπεριφέρεται ἀναλόγως: ἑνιαία πρίν τήν πτώση· σέ διάσπαση μετά ἀπό αὐτή. Καί αὐτή τή διάσπαση θεραπεύει ὁ λειτουργικός χρόνος τῆς λατρείας, ὅπως τόν ζοῦμε στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Παναγία στό κέντρο τῆς ἀπεικονίσεως τῆς Ρίζας τοῦ Ἰεσσαί (ὁ Ἰεσσαί ἦταν ὁ Πατέρας τοῦ βασιλιᾶ καί προφήτη Δαβίδ καί ὁ Χριστός εἶναι, ὡς ἄνθρωπος, ἀπόγονός του)

Πῶς λειτουργοῦν αὐτές οἱ ἔννοιες ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας; Ὡς ἀπάντηση θά ἀναφέρουμε μόνο τήν ἀρχαιοελληνική ἀντίληψη, πού ἀντιλαμβανόταν τόν χρόνο ὡς ἀέναη κυκλικότητα, καί τήν ἰουδαϊκή, ἡ ὁποία, προσέβλεπε στή μελλοντική ἔλευση τοῦ Μεσσία, πού θά ἄλλαζε τήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί ἰδιαιτέρως τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ στάση αὐτή τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀναγκαστικά, μποροῦμε νά ποῦμε, ὁδήγησε στήν υἱοθέτηση μιᾶς εὐθύγραμμης πορείας πρός τό μέλλον, ἡ ὁποία στρεφόταν διαρκῶς πρός τά ἔσχατα, χωρίς, ὅμως, νά ἐντοπίζονται στοιχεῖα ἐκπλήρωσης ἤ ὁλοκλήρωσής της.

Ὁ χρόνος γιά τήν Ἐκκλησία λειτουργεῖ ἐντελῶς διαφορετικά. Ὁ Μεσσίας δέν εἶναι προσδοκώμενος, ἀλλά ἔχει πλέον εἰσέλθει στήν ἱστορία, ἡ ὁποία ὑπ᾿ αὐτή τήν ἔννοια γίνεται Ἱστορία τῆς Σωτηρίας. Ὁ Χριστός δέν γεννήθηκε ἁπλῶς κάπου, κάποτε, ἀλλά μέ τήν εἴσοδό του στήν ἱστορία μετατοπίζει τό κέντρο της, τό κέντρο βάρους τῶν γεγονότων, ἀπό τό ἐπαναλαμβανόμενο, ἐν εἴδει βρόγχου, παρελθόν (ἀρχαιοελληνική ἀντίληψη) ἤ τό προσδοκώμενο, ὁλοένα ἀπομακρυνόμενο ὅμως, μέλλον (ἰουδαϊκή ἀντίληψη) στό πρόσωπό του καί γίνεται Αὐτός τό κέντρο τῆς ἱστορίας.

Τά ἔσχατα εἶναι παρόντα πλέον, δέν εἶναι μελλοντική κατάσταση, ἀλλά οὔτε καί ἀπολύτως ἐκπληρωθεῖσα. Στήν παράδοσή μας ὁμιλοῦμε γιά ἀρραβῶνα καί γιά πρόγευση, συνδυάζοντας τό «νῦν» τοῦ παρόντος μέ τό «ἀεί» τοῦ μέλλοντος (καί ὄχι μόνο) αἰῶνος, τά ὁποῖα πλέον λειτουργοῦν ὡς ἕνα διαρκές παρόν, τό ὁποῖο ζοῦμε συμμετέχοντας στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί ζώντας τή θαυμαστή λειτουργική ἑνότητα τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος ἑνιαῖος ἐκτείνεται διαστελλόμενος καί στίς τρεῖς διαστάσεις.

Βέβαια, πολύ συχνά διαπιστώνουμε ὅτι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί θεολόγοι κ.λπ., ἀσχολοῦνται ἐμμονικά μέ τόν χρόνο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, προσπαθοῦν νά τόν προσδιορίσουν, νά μάθουν πότε θά γίνει καί ἐρευνοῦν τό μυστήριο τῶν ἐσχάτων μέ ἄκρως φιλοπερίεργη διάθεση, ἡ ὁποία στρέφει -ὅπως δέν θά ἔπρεπε καί δίχως νά τό συνειδητοποιοῦμε- σέ ἕναν ἰδιότυπο ἰουδαϊκό τρόπο σκέψεως: ἀντί νά ἀπολαμβάνουμε τό γεγονός τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τή θριαμβευτική, ἐν ἀπολύτῳ ταπεινώσει, εἴσοδό Του στήν ἱστορία, μεριμνοῦμε καί ἀναλωνόμαστε γιά τό πότε τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του…

Ἀποδίδοντας στήν Παλαιά Διαθήκη τόν σεβασμό καί τήν προσοχή πού τῆς ὀφείλεται θά ἰσορροπήσουμε τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον μέσα στό πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τόν ζεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν Πεντηκοστή.

Ἡ Παλαιά Διαθήκη προφητεύει, προτυπώνει καί προετοιμάζει ὅλα ὅσα θά συμβοῦν στό μέλλον (γιά τήν ἐποχή πού γράφτηκε), ὅλα ὅσα συνέβησαν μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀναμενόμενου Μεσσία (παρελθόν γιά τήν Ἐκκλησία).

Εἶναι πραγματικά ἐξοργιστικό καί ἀκατανόητο γιά τόν τρόπο σκέψεως καί ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας νά ὑπάρχουν φωνές πού στρέφονται ἐνάντια στήν Παλαιά Διαθήκη, ἤ ἀκόμη πού ζητοῦν τόν ἐξοβελισμό της ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.

Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι κατά τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅταν ἀρχικά δέν ὑπήρχαν καί ἀργότερα, τούς πρώτους αἰῶνες, δέν εἶχαν ἀκόμη συγκροτηθεῖ σέ σῶμα τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε, ἀδιάκοπα, τά κείμενα τῆς Παλαιᾶς. Αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο οὔτε ἀνεξήγητο οὔτε, φυσικά, λάθος. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μιλοῦσε γι᾿ αὐτά πού ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τίς πρῶτες ἤδη ἡμέρες ζοῦσε καί ἀπολάμβανε. Προφήτευε αὐτά πού ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν πραγματοποιηθεῖ, πού τά ἔβλεπαν μέ τά μάτια τους οἱ πιστοί, πού τά ψηλαφοῦσαν μέ τά χέρια τους.

Ὁ Χριστός διδάσκει

Μέ αὐτόν τόν τρόπο κατανοεῖ ἡ Ἐκκλησία τά παλαιοδιαθηκικά κείμενα, καί ὄχι ὡς μία ἠθική διδασκαλία, ἤ ὡς παράδειγμα πρός μίμηση (ἤ πρός ἀποφυγή ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι). Τό παράδειγμα πρός μίμηση ἦταν, εἶναι καί θά παραμείνει πάντοτε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς μεταφέρει αὐτή τήν ἀντίληψη μέ τόν τρόπο καί τή γλῶσσα τῆς ἐποχῆς πού γράφεται κάθε κείμενό της, καί μέσα στίς ἱστορικές συνθῆκες καί τά κοινωνικά καί πολιτικά δεδομένα πού τότε κυριαρχοῦσαν. Ἄν εἴχαμε τή δυνατότητα νά ἀφαιρέσουμε ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα πού συνθέτουν τά βιβλία της θά βλέπαμε ὅτι στήν καρδιά τους, ὡς σταθερό πλέγμα καί ἀσφαλής βάση, ὑπάρχει ἡ προσδοκία τοῦ Μεσσία, τό Σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ Ἀνθρώπου καί τοῦ Κόσμου.

Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ μοναδική ἀναφορά πού ἔχουμε μέ τόν Χριστό νά διδάσκει σέ συναγωγή, καί μάλιστα στόν τόπο του, στό χωριό στό ὁποῖο εἶχε ἀνατραφεῖ, τή Ναζαρέτ, τόν παρουσιάζει, ὅπως καταγράφεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, νά ἀνοίγει τό βιβλίο τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, νά διαβάζει «πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ οὗ εἴνεκεν ἔχρισέν με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς, ἀπέσταλκέν με, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκᾶ κεφ. 4, στίχοι 16-30 χρησιμοποιεῖ τό Ἠσαΐου κεφ. 61, στίχοι 1-2), νά κλείνει τό βιβλίο καί νά τό δίνει στόν ὑπηρέτη τῆς συναγωγῆς, νά κάθεται στή θέση του καί μέ μεγάλη ἁπλότητα, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπό τήν εὐαγγελική ἀναφορά, νά ἀρχίσει νά λέγει «πρός αὐτούς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφή αὕτη ἐν τοῖς ὠσίν ὑμῶν» (Λουκᾶ κεφ. 4, στίχος 21).

Ὁ Χριστός διδάσκει

Αὐτή ἡ ἐντυπωσιακή σκηνή βοηθᾶ νά ἐντοπίσουμε τό κέντρο τοῦ βάρους καί τήν οὐσία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: προαναγγέλει καί μᾶς προετοιμάζει γιά τήν ἐποχή τοῦ Κυρίου κατά τήν ὁποία πολλά θά ἀλλάξουν. Καί μποροῦμε νά σημειώσουμε ὅτι αὐτό τό κείμενο συμπληρώνεται τέλεια μέ τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στό ὁποῖο περιγράφεται τί συνέβη «ὅτε δέ ἦλθεν τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλάτας κεφ. 4, στίχοι 4-7, ἐδῶ ἡ ἀρχή τῆς περικοπῆς).

Αὐτό τό πλήρωμα, τήν ὁλοκλήρωση καί ἐκπλήρωση, τοῦ χρόνου ζοῦμε στήν Ἐκκλησία· καί τά πρῶτα χρόνια καί σήμερα καί στό μέλλον. Γι᾿ αὐτό εἶναι τελείως περιττή κάθε συζήτηση γιά τόν χρόνο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί γι᾿ αὐτό δέν ἀπαντοῦσε ἐπί τῆς οὐσίας ὁ Χριστός σέ κάθε σχετική ἐρώτηση τῶν μαθητῶν, γι᾿ αὐτό οἱ διάφορες προσπάθειες ὑπολογισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας αὐτῆς πού ἔγιναν κατά τό παρελθόν καί συνεχίζουν νά γίνονται δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσή της, ἀλλά κινοῦνται σέ χώρους ἀλλότριους καί ἐπικίνδυνους γιά τήν πνευματική πορεία τῶν πιστῶν.

Τό φιλοπερίεργο πνεῦμα καί ἡ ἄκρατη ἐπιθυμία νά γνωρίζουμε τά μέλλοντα μᾶς στεροῦν τή χαρά νά ζοῦμε ὡς υἱοί τοῦ Θεοῦ («ὅτι δέ ἔστε υἱοί» γράφει στήν πρός Γαλάτας ὁ Ἀπ. Παῦλος, κεφ. 4, στ. 6) πρός χάριν τῶν ὁποίων μέ ἀγάπη μεγάλη καί συγκατάβαση πολλή «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ» (Γαλ. κεφ. 4, στ. 6) γιά νά μᾶς σώσει καί νά μᾶς ὁδηγήσει στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ

Ετικέτες

, ,

Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2018 διοργανώθηκε στό Πολιτιστικό Ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καί στήν ἐνορία Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Πεντέλης πολυήμερο Συνέδριο μέ θέμα «Ὁ Οἰκουμενικός Ἅγιος Σιλουανός».

Ἀφορμή τοῦ Συνεδρίου, τό μεγάλο βάρος τοῦ ὁποίου σήκωσε ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Ἰωάννης Σαββάκης μέ τούς συνεργάτες του, ἦταν ἡ ἔλευση τῆς κάρας τοῦ Ὁσίου Σιλουανοῦ στόν Ναό Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Πεντέλης μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 80 ἐτῶν ἀπό τήν κοίμησή του καί 30 ἀπό τήν ἐγγραφή του στίς Ἁγιολογικές Δέλτους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Στό συνέδριο αὐτό συμμετεῖχα σέ συζήτηση μέ θέμα «Διαβάζοντας τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ σήμερα» μέ συνομιλητές τόν κ. Δημήτρη Μπαλτᾶ, Δρ Φιλοσοφίας, τόν κ. Βασίλειο Ἀργυριάδη, Θεολόγο-Ἐπιμελητή Ἐκδόσεων, καί συντονιστή τόν π. Βασίλειο Χαβάτζα.

Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἔχει ὡς βάση τίς σκέψεις πού παρουσίασα σέ ἐκείνη τή συζήτηση.

Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης (1866-1938)

Ὁ Ἅγιος Σιλουανός εἶναι ἕνας σύγχρονος Ἅγιος τόν ὁποῖο γνωρίζουμε, κυρίως, μέσα ἀπό τό βιβλίο τοῦ πνευματικοῦ του τέκνου Ἁγίου (πλέον) Σωφρονίου Σαχάρωφ, μίας ἐπίσης πολύ μεγάλης μορφῆς τῆς σύγχρονης θεολογίας. Ἐάν δέν εἴχαμε τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου ἴσως νά μή γνωρίζαμε αὐτόν τόν μεγάλο ἀλλά ἀφανῆ καί ἀθόρυβο Ἅγιο, ὅπως, προφανῶς, ἔχει συμβεῖ σέ τόσες ἄλλες περιπτώσεις μεγάλων ἀφανῶν Ἁγίων.

Ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς λίγες περιπτώσεις Ἁγιορειτῶν Ἁγίων πού ἄφησαν σέ ἐμᾶς κείμενά τους ὡς πολύτιμη κληρονομιά. Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ἀνελάβε τό ἔργο τῆς ἐκδόσεως καί τοῦ θεολογικοῦ σχολιασμοῦ τους, στό βιβλίο «Ὁ Γέρων [στίς πρῶτες ἐκδόσεις Ἅγιος (πλέον)] Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης». Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ ἐμπλουτίζει θεολογικά τά κείμενα τοῦ Ἁγίου μέ τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία πού εἶχε ἀποκτήσει καί δημιουργεῖ ἕνα σύνθετο ἔργο τῆς θεολογικῆς καί ἀσκητικῆς γραμματείας.

Στόν τόμο αὐτό, τῶν 630 σελίδων, πού κυκλοφορεῖ ἀπό τήν Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας (τή Μονή πού ἵδρυσε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος) ἐντοπίζουμε πολλές ἀναφορές σέ θέματα καίριας σημασίας γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο ἱκανά νά μεταμορφώσουν τή ζωή του διότι ἔχουν τήν ἀκατάβλητη δύναμη νά προσφέρουν μία ἄλλη προοπτική θεάσεως τοῦ κόσμου, τῶν σχέσεων μέ τόν ἑαυτό του, μέ τόν συνάνθρωπο, μέ τή φύση καί, ἐν τέλει, μέ τόν Θεό.

Τό Βιβλικό ὑπόβαθρο τῶν κειμένων

Τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ εἶναι κατά βάση βιβλικά. Ἀφ᾿ ἑνός διότι, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος μελετώντας τα αἰσθανόμαστε τήν πνοή τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτά καί ἀφ᾿ ἑτέρου διότι εἶναι ὑφασμένα ἐπί τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Παντοῦ ὑπάρχουν διάσπαρτα βιβλικά χωρία, ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Κάποια αὐτούσια, κάποια κρυμμένα, πού θά ἦταν εὐχῆς ἔργο κάποτε νά ἐντοπίσουμε καί νά ταυτίσουμε.

Δέν εἶναι ἄτοπο νά τονίσουμε ὅτι κυριαρχεῖ τό Εὐαγγέλιο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (ἄραγε ἐπειδή εἶναι τό πλέον θεολογικό;) καί ἀκολουθοῦν τό κείμενο τῶν εὐαγγελιστῶν Ματθαίου καί Λουκᾶ. Λίγα χωρία ἀπό τόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο καί τίς Πράξεις Ἀποστόλων, ἐνῶ σέ μεγάλο βαθμό χρησιμοποιεῖ τίς ἐπιστολές τοῦ ἀπ. Παύλου καί, ἀναλογικά σέ σχέση μέ τό μέγεθός τους, τίς δύο ἐπιστολές τοῦ ἀπ. Πέτρου.

Στά κείμενα πού λαμβάνει ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο ἄλλωστε, κυριαρχοῦν οἱ Ψαλμοί, καθώς ὅλοι διαβάζονται στίς ἀκολουθίες τοῦ ἔτους, ἐνῶ κάποιοι ἀπό αὐτούς καθημερινά, καί ἦταν ἰδιαιτέρως οἰκεῖοι στούς ἁγιορεῖτες μοναχούς καί στόν Ἅγιο Σιλουανό ἐν προκειμένῳ. Μάλιστα, ἐπαναλαμβάνοντας γιά μία ἀκόμη φορά τόν Ἅγιο Σωφρόνιο, μποροῦμε νά σημειώσουμε ὅτι σέ πολλά σημεῖα ἡ γλῶσσα του ὁμοιάζει πρός τή γλῶσσα τῶν Ψαλμῶν, γλῶσσα ποιητική, γλαφυρή, ρέουσα.

Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί Ἁγία Γραφή

Ὁ Ἅγιος Σιλουανός γράφει μέ ἐντυπωσιακό τρόπο γιά τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση. Ἄν καί τό σχετικό κείμενο ἀνήκει στό πρῶτο μέρος, πού ἔχει γράψει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, διακρίνουμε σέ αὐτό τή σφραγίδα του. Συσχετίζει στενότατα τήν ἔννοια τῆς ὑπακοῆς μέ τήν Ἱερά Παράδοση, τήν ὁποία χαρακτηρίζει ὡς τήν ἀδιάλειπτη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἱερά Παράδοση ἀποτελεῖ τό πλέον βαθύ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι μία ἀπό τίς πτυχές της. Ἐάν κατανοήσουμε αὐτόν τόν λόγο δέν θά ἀποροῦμε γιατί διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι, παρά τή γνωστή ἔφεσή τους πρός τίς βιβλικές σπουδές, μέ γνώση τοῦ ἀντικειμένου, εὐαισθησία καί σοβαρές πολυετεῖς βιβλικές σπουδές, συχνότατα ἀστοχοῦν καί δέν ἐπιτυγχάνουν στίς ἑρμηνεῖες καί ἀναλύσεις τους.

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος καταθέτει τή σκέψη τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, μέ ὅλο καί μεγαλύτερη τόλμη, τονίζοντας ὅτι κι ἄν ἀκόμη χανόταν ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή καί τά γραπτά τῶν Πατέρων καί ὅλα τά λειτουργικά βιβλία, ἡ Ἐκκλησία δέν θά εἶχε κανένα πρόβλημα νά τά ξαναγράψει, σέ ἄλλη γλωσσική μορφή, μέ ἄλλους συγγραφεῖς, ἀλλά τό ἴδιο θεόπνευστα. Καί αὐτή ἡ γραφή θά ἦταν καί πάλι ἔκφραση τῆς «ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις πίστεως» ὅπως σημειώνεται στήν ἐπιστολή Ἰούδα. (Ἐπ. Ἰούδα 1:30) Δέν παραλείπει, μάλιστα, νά πεῖ ὅτι ἐάν ὁ ἀπ. Παῦλος εἶχε «νοῦν Χριστοῦ» πολύ περισσότερο ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» ἡ Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή ἡ πηγή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ Ἱερά Παράδοσις.

Δάσκαλος καί μαθητής

Κεντρικό χαρακτηριστικό τῶν κειμένων τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, ὅπως διαπιστώνει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος καί μαζί του κι ἐμεῖς, εἶναι ὅτι ἀποτελοῦν διακριτική καί σεμνή, ἀλλά ταυτόχρονα καί ρωμαλέα, καταγραφή καί μεταφορά σ᾿ ἐμᾶς προσωπικῶν βιωμάτων του. Κι ἐδῶ ὀφείλουμε νά ἐντοπίσουμε ἕνα ἀπαραίτητο γιά τή ζωή μας χαρακτηριστικό: δάσκαλοι καί μαθητές, διδάσκοντες καί διδασκόμενοι, χρειαζόμαστε βιώματα ἀνάλογα μέ τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, περισσότερα, ἀλλά κυρίως βαθύτερα, ἐντονώτερα, οὐσιαστικότερα, αὐθεντικότερα ἀπό αὐτά πού διαθέτουμε.

Ὁ ἀναγνώστης γρήγορα διαπιστώνει ὅτι γράφει ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας του, κάτι πού εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικό γιά κάθε δάσκαλο, ὁποιουδήποτε ἐπιπέδου καί ὁποιαδήποτε σχέση κι ἄν ἔχει μέ τόν μαθητή του καί ἀποκτᾶ πολλαπλάσια σημασία καθώς σκοπός κάθε δασκάλου εἶναι νά καταστήσει τόν μαθητή του ἀνεξάρτητο καί ἱκανό νά πορευθεῖ μόνος του στή ζωή, κάνοντας πράξη τόν λόγο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου πρός τούς μαθητές του γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰω. 3:30).

Προσφέρουν στιβαρό θεολογικό λόγο

Τά κείμενα τοῦ Ἁγίου ἔχουν ὡς κύριο στόχο καί πρός τήν ἐπίτευξή του κατευθύνονται σταθερά καί ἀταλάντευτα νά θεραπεύσουν τή διαχρονική ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά γνωρίσει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τόν Κύριο.

Γι᾿ αὐτό εἶναι ἁπλά, ἀλλά παράλληλα βαθύτατα θεολογικά· σύγχρονα καί ταυτόχρονα διαχρονικά. Μέ ὥριμο ἐκκλησιαστικό λόγο καί μεστή θεολογική σκέψη, δίχως ἴχνος ἀνούσιας ἠθικολογίας ἤ ἠθικιστικῆς διαθέσεως, ἀκόμη καί ὅταν θίγουν ἠθικῆς φύσεως ζητήματα. Ἡ σκέψη του τέμνει συνεχῶς τήν ἀνθρωπίνη ψυχή μέ ἀσκητική διάκριση καί παιδική ἁπλότητα προχωρώντας σέ ὅλο καί λεπτότερες διακρίσεις καί βαθύτερους σχολιασμούς.

Κι ἐδῶ ἐντοπίζεται ὡς παράδοξο τό ὅτι ἐνῶ γράφτηκαν ἀπό κάποιον ἀγράμματο μοναχό χαμένο κάπου στίς ἐρημιές τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρίν ἀπό ἑκατό περίπου χρόνια συνεχίζουν νά ἐκδίδονται, νά διαβάζονται, νά γίνονται ἀντικείμενο συζήτησης, νά προκαλοῦν μεγάλο ἐνδιαφέρον καί, τελικά, νά μᾶς προσφέρουν τήν ἄλλη προοπτική πού χρειάζεται ἡ ἐποχή μας, τήν προοπτική τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ: «Μιά μολυβιά χαρᾶς»

Ετικέτες

, , , , , , , ,

Μία ἀπό τίς πλέον βασικές, κυρίαρχες θά ἔλεγα, ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς χαρᾶς. Ἡ ἔννοια αὐτή σέ διάφορες μορφές παρουσιάζεται στήν Καινή Διαθήκη καί δίνει τό πραγματικό στίγμα τί ἀκριβῶς σημαίνει πνευματική ζωή. Παρά ταῦτα, τολμῶ νά πῶ, δέν ἔχει τύχει τῆς προβολῆς πού τῆς ἀξίζει, οὔτε ἔχει ἀξιοποιηθεῖ ποιμαντικά ὅσο πρέπει, ἀναλογικά μέ τή σημαντικότατη θέση της.

Τό μόνο θεολογικό ἔργο πού, ὅσο γνωρίζω, ὑπάρχει γιά τήν ἔννοια τῆς χαρᾶς στήν Καινή (ἔχει εἰδικές ἀναφορές καί στήν Παλαιά) Διαθήκη εἶναι τό πρό τεσσαρακονταετίας περίπου μικρό βιβλίο τοῦ Γιώργου Πατρώνου, Ὁμ. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί Ἄρχοντος Διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Μ.τ.Χ.Ἐ., ἑνός δασκάλου πού ὅπου ἐργάστηκε διδασκαλικά ἤ ποιμαντικά ἤ ἱεραποστολικά τό ἔκανε μέ τή χαρά στήν καρδιά του μέ τίτλο «Η χαρά στήν Καινή Διαθήκη». Μάλιστα, στό διαδίκτυο ἀναπαράγονται κομμάτια ἀπό αὐτό τό βιβλίο, γιά νά ἀναφερθοῦν στό καίριο τοῦτο θέμα.

Ἔμμεση, ἀλλά ἰδιαιτέρως σημαντική, ἀναφορά γιά νά καταλάβουμε τή λειτουργία τοῦ θέματος «χαρά» στόν δυτικό κόσμο, ἔγινε μέ τό ἐντυπωσιακό καί πολυεπίπεδο μυθιστόρημα τοῦ Οὐμπέρτο Ἔκο «Τό ὄνομα τοῦ ρόδου», στό ὁποῖο μέ πολύ τέχνη, εἶναι ἀλήθεια, παρουσιάζεται ἀπό τόν συγγραφέα τό πρόβλημα τῆς χαρᾶς (μέ ἀφετηρία τῆς συζήτησης τό ἄν ἐπιτρέπεται τό γέλιο) στή χριστιανική ζωή, τό ὁποῖο τελικά εἶναι ἡ ἀφορμή γιά μία σειρά δολοφονιῶν ἀπό κάποιον βενεδικτίνο μοναχό, πού τρέμει μήπως, γιά νά τό πῶ ἁπλά, οἱ γύρω του ἀρχίσουν νά γελοῦν καί νά χαίρονται.

Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Ὕμνος τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης εἶναι ἡ πασίγνωστη «Ὠδή στή Χαρά» τοῦ Λούντβιχ βάν Μπετόβεν, γεγονός πού ὑπογραμμίζει τήν ἀνάγκη ὅλων μας γιά τήν παρουσία τῆς χαρᾶς στή ζωή καί στήν κοινωνία μας.

Cover Barlas Porfurios.indd

Μέ αὐτές τίς σκέψεις ξεκίνησα τό νέο βιβλίο τοῦ Γιώργου Μπάρλα, Θεολόγου-Φιλολόγου καί ἐμπειρότατου Παραγωγοῦ στόν Ραδιοφωνικό Σταθμό Πειραϊκή Ἐκκλησία, πού ἐτέθη σέ κυκλοφορία πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἀπό τίς Ἐκδόσεις Γρηγόρη καί φέρει τόν τίτλο «Μιά Μολυβιά Χαρᾶς».

Ὁ συγγραφέας μέ ἀφορμή παλαιότερες ὁμιλίες πού εἶχε κάνει σέ διάφορες ἐνορίες τοῦ Πειραιᾶ μᾶς παρουσιάζει τήν ἔννοια τῆς χαρᾶς μέσα ἀπό μία λιτή καί περιεκτική θεολογική ὀπτική, ἡ ὁποία κατορθώνει νά τήν σκιαγραφήσει μέ τόν καλύτερο τρόπο.

Ἀφετηρία του εἶναι τό ἔργο καί ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, κατά κύριο λόγο, καί δευτερευόντως τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστῆ. Μάλιστα, γιά νά εἴμαστε ἀκριβέστεροι, οἰκοδομεῖ τό κείμενό του βάσει τῶν ἀναφορῶν τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, ὁ ὁποῖος, τολμῶ νά πῶ, κάνει μία πλήρη καί ξεκάθαρα πρακτική θεολογία τῆς χαρᾶς, καί χρησιμοποιεῖ κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος εἶχε μία πιό αὐστηρή προσέγγιση στή χριστιανική ζωή γιά νά μᾶς δείξει ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἁγιότητα, δέν εἶναι δυνατόν νά λείπει ἡ χαρά.

Κι αὐτό εἶναι ἀπολύτως ἀληθές! Ζώντας σέ ἕναν κόσμο πού μιλᾶ γιά τή χριστιανική ζωή καί τόν χριστιανισμό ὡς ἕναν ἀπό τούς πυλῶνες τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ καί ἐνῶ συνεχῶς διαβάζουμε κείμενα καί ἀκοῦμε λόγια πού ὑπερασπίζονται τόν Χριστό (ἤ τουλάχιστον νομίζουν ὅτι τό κάνουν) μέ μία ἔνταση, μία σκληρότητα, μία προσπάθεια ἐπιβολῆς, ἀπό τά ὁποῖα νιώθεις ὅτι λείπει παντελῶς ἡ αἴσθηση τῆς χαρᾶς εὔκολα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ χαρά εἶναι ἡ λυδία λίθος γιά νά ξεχωρίσουμε ποιά εἶναι ὄντως μέσα στό πνεῦμα καί στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ποιά, ἄν καί διατείνονται τό ἀντίθετο, ὄχι.

Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ χαρά εἶναι ὁ πρῶτος καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5:22) καί ἐπάνω σέ αὐτή οἰκοδομεῖται ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ὁ Γιῶργος Μπάρλας στό βιβλίο του κατορθώνει μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, ἀλλά καί μέ μία σειρά ἀπό ἀναφορές σέ κείμενα Πατέρων, συγχρόνων θεολόγων, φιλοσόφων, στοχαστῶν, λογοτεχνῶν, νά δείξει τό ζητούμενο: ὅτι πνευματική ζωή δίχως χαρά δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει.

Ὅπως σημειώνει «δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χωρίς τή χαρά». Ἡ ζωή μας μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ζωή χαρᾶς. Εἶναι κατάντια γιά τόν κόσμο μας πού νομίζει ὅτι τηρώντας κανόνες ἠθικῆς καί ὑπακούοντας σέ συγκεκριμένους κώδικες κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς ζεῖ κατά τό πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου.

Βέβαια, ὀφείλουμε νά ὁμολογήσουμε ὅτι εἶναι εὐκολώτερο νά ἀκολουθεῖς σαφεῖς κανόνες παρά νά ζεῖς στά ὅρια, χωρίς καμμία βεβαιότητα γιά τήν ὀρθότητα τῆς πνευματικῆς σου πορείας. Κι ἐδῶ βρίσκεται ἕνα ἀπό τά παράδοξα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς: προχωρᾶς πνευματικά, μέ ἀγῶνα, κόπους καί προσπάθεια, μέ ἐπιτυχίες καί ἀποτυχίες, μέ συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν μπορεῖς νά γνωρίζεις ὅτι βαδίζεις ὀρθά, παρά μόνο ἐάν νιώθεις στή ζωή σου τήν πολυπόθητη χαρά. Κανένας ἄλλος καρπός τῆς ἄσκησης καί τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα δέν εἶναι ἀσφαλέστερος ὁδοδείκτης.

Δυστυχῶς, καί εἶναι ἀπό τά σημεῖα πού πολύ ὡραία θίγει ὁ συγγραφέας, συχνά, συχνότατα, τό σκυθρωπό πρόσωπο, ἡ θλιμμένη ὄψη, ἡ κατήφεια προβάλλονται καί θεωροῦνται ἐνδείξεις πνευματικότητας καί ἁγιότητας βίου. Οὐδέν ἀναληθέστερο τούτου!

Αὐτή ἡ στάση κυριάρχησε καί, σέ μεγάλο βαθμό, κυριαρχεῖ στόν χριστιανισμό –καί στήν πατρίδα μας– καί δίνει μία ἐντελῶς διεστραμμένη εἰκόνα του. Δέν πρέπει νά εἶναι κάποιος πολύ ἔμπειρος στά κοινωνικά ζητήματα γιά νά καταλάβει ὅτι αὐτή ἡ ψευδής, ἐντελῶς μή χριστιανική, εἰκόνα εὐθύνεται, σέ ἔναν βαθμό, γιά τήν ἀποχριστιανοποίηση τῆς Εὐρώπης καί τῆς πατρίδας μας. Κανόνες καί γκρίνια ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά βρεῖ σέ πολλούς χώρους! Χαρά, πραγματική χαρά, ὅμως;

Ἕνας χριστιανισμός πού δέν προσφέρει χαρά δέν σώζει! Ἡ χαρά εἶναι ὁ πρῶτος καρπός τοῦ Πνεύματος· ἐπιτρέπεται νά τόν βγάλουμε ἀπό τή ζωή μας;

Εἴμαστε εὐτυχεῖς πού ἔχουμε σύγχρονα παραδείγματα ὅπως τοῦ ἁγίου Πορφυρίου καί ὄχι μόνο αὐτοῦ (π.χ. τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τῆς Εὐβοίας, τοῦ π. Εὐμενίου Σαριδάκη) πού ὄχι μόνο ζοῦσαν τήν εὐαγγελική χαρά, ἀλλά, ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα, τό ἔδειχναν: τά πρόσωπά τους ἔλαμπαν, γελοῦσαν ὁλόκληροι. Τό πέρασμά τους ἀπό τόν κόσμο μας μᾶς πείθει (ὅσο αὐτό εἶναι δυνατό) ὅτι ὁ χριστιανός εἶναι χαρούμενος.

Κι ἐδῶ φτάνουμε στό ἑπόμενο σημεῖο πού μᾶς ἄρεσε ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γιώργου Μπάρλα: ἡ σχέση μέ τόν Θεό, δέν εἶναι μία σχέση μεταξύ φίλων, μεταξύ συνεργατῶν, μεταξύ προϊσταμένου καί ὑφισταμένου, ἀφεντικοῦ καί ὑπαλλήλου. Εἶναι σχέση μεταξύ γονέων καί παιδιῶν· μεταξύ ἐρωτευμένων. Μία σχέση πού προσφέρει δυνατές συγκινήσεις, πού προσφέρει χαρά· πολλή χαρά!

Τί ἐννοοῦμε μέ τή λέξη χαρά; Τί ἔρχεται στόν νοῦ μας μόλις τήν ἀκούσουμε;

Ἡ ἀπάντηση σαφῶς εἶναι διαφορετική γιά τόν καθένα, ἀλλά, ὅπως σχολιάζει καί ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου, πόσοι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι στόν νοῦ μας δέν ἦρθε κάτι καί ὄχι κάποιος; Μήπως τό πρότυπό μας δέν εἶναι ὁ Χριστός ἀλλά ὀ ἄφρων πλούσιος;

Μελετώντας τήν ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι πολύ εὔκολο νά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς χαρᾶς δέν συνδέεται μέ εὔκολη ζωή, μέ καλοπέραση, μέ ἀγαθά, μέ ἠδονές (πνευματικές ἤ ὑλικές). Οἱ ἄγιοι ἔφθασαν στή χαρά ἀντιμετωπίζοντας καί πόνο καί προβλήματα καί ἀδικίες καί κακοπάθεια καί ἀρρώστιες καί βάσανα καί ἀπογοητεύσεις. Σέ ὅλο αὐτό τό πλέγμα τῶν σχέσεων καί τῶν καταστάσεων βρῆκαν τή χαρά διότι ἀναζητοῦσαν Κάποιον καί ὄχι κάτι, διότι ἀναζητοῦσαν τόν Χριστό καί ποθοῦσαν τήν ἀγάπη Του!

Μεστό βιβλίο, σύγχρονη ρέουσα γλῶσσα, λιτό καί στιβαρό ὕφος. Ὁ Γιῶργος Μπάρλας ξέρει νά χειρίζεται τόν λόγο μέ ἁπλότητα καί σαφήνεια. Δέν πάσχει ἀπό διλήμματα ἀρχαιοπάθειας στόν λόγο, ὅπως πολλοί «πνευματικοί» καί ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι.

Τό συγκεκριμένο βιβλίο ἀναμφίβολα, καλύπτει ἕνα κενό. Δέν μιλᾶς εὔκολα γιά τή χαρά, τήν πραγματική χαρά, σέ μία ἐποχή πού πιό εὔκολα μιλᾶς γιά πράγματα πού δίνουν –εἶναι ἄραγε ἔτσι;– χαρά. Δέν γράφεις εὔκολα γιά τή χαρά καί τόν πόνο στήν ἐποχή πού θέλουμε νά κλείνουμε τά μάτια καί στά δύο.

Ἡ χαρά, ὅμως, ὅπως ὑπάρχει στήν παράδοσή μας καί στό βιβλίο εἶναι παροῦσα! Δέν μποροῦμε νά τήν παραμερίσουμε! Τήν ἔφερε στόν κόσμο μας ὁ Χριστός μέ τό κήρυγμα καί τή ζωή Του, μέ τό ἀναστάσιμο «Χαίρετε!» στίς Μυροφόρες καί θά μείνει!

Θά μείνει γιατί τή χρειαζόμαστε! Θά μείνει γιατί τήν ἔχουμε ἀνάγκη καί θέλουμε νά μᾶς μιλοῦν καί νά γράφουν γι᾿ αὐτή. Θέλουμε νά τήν βάλουμε στή ζωή μας!

Παλαιά Διαθήκη: θέλει γνώση καί σύνεση ἡ προσέγγισή της!

Ετικέτες

, , ,

Χριστός Ἀνέστη!

Προσφάτως ἔπεσε στήν ἀντίληψή μου ἄρθρο τοῦ κυρίου Παντελῆ Σβουρένου δημοσιευμένο στήν τοπική ἐφημερίδα «Βῆμα τῆς Κῶ», στό ὁποῖο, μέ τή βεβαιότητα καί τή σιγουριά τοῦ μή εἰδικοῦ, καταπιάνεται μέ ἕνα θέμα πού ὅπως ξεκάθαρα διαπιστώνουμε ἀπό τό κείμενό του δέν κατέχει οὔτε στό ἐλάχιστο. Καί βέβαια, δέν θά τόν κατηγοροῦσε κανείς γι᾿ αὐτό, ἐάν δέν ἀποτολμοῦσε νά εἰσχωρήσει σέ δύσκολα πεδία πού γιά νά τά ἀντιμετωπίσει κάποιος συγγραφέας, στοχαστής ἤ ἐρευνητής, τέλος πάντων, πρέπει στοιχειωδῶς τουλάχιστον νά τά κατέχει.

photo_001

Τό πρῶτο λάθος τοῦ κυρίου Σβουρένου σχετίζεται μέ τόν τίτλο πού θέτει στό κείμενό του: «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ «Η Πόρνη»» (Βῆμα τῆς Κῶ, ἀριθμός φύλλου 2621, 21 Ἀπριλίου 2020, σελ. 10). Ἡ ἐπιλογή του νά ἀποδώσει στήν Παλαιά Διαθήκη ἕναν τόσο «βαρύ» χαρακτηρισμό φανερώνει πολύ ἐπιφανειακή ἐπαφή μέ τό ἀντικείμενο τοῦ ἄρθρου καί προδίδει σοβαρό μεθοδολογικό ἀτόπημα, καθώς ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια ἀποδεικνύεται ὅτι δέν τό γνωρίζει. Τό ἀτόπημα αὐτό πού δείχνει ὅτι δέν ἔχει καταλάβει τί εἶναι ἡ Παλαιά Διαθήκη, εἶναι βέβαια ἀναμενόμενο ἀπό κάποιον πού ὡς μοναδική βιβλιογραφική ὑποστήριξη ἀναφέρει τόν Γιάννη Κορδάτο, ὁ ὁποῖος (ἐπίσης μή εἰδικός καί προσανατολισμένος ἰδεολογικά) καταπιάστηκε μέ πολλά θέματα κατά τήν πολυετῆ συγγραφική του δραστηριότητα. Παρακολούθησε νομικές σπουδές στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν (δέν εἶμαι σίγουρος ὅτι τίς ὁλοκλήρωσε) ἀλλά στά πεδία πού ἐργάστηκε συγγραφικά ἦταν μᾶλλον αὐτοδίδακτος. Τό ἔργο του κάλυψε εὐρύτατο φάσμα: ἀπό τήν κοινωνιολογία μέχρι τή μελέτη τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τή Βιβλική Ἱστορία. Οἱ τελευταῖοι χῶροι, πού κάπως τούς γνωρίζω, εἶναι πολύ δύσκολοι μέ τεράστια βιβλιογραφία καί μόνο γιά τή Βιβλική Ἱστορία ἀπαιτεῖται μόχθος μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς. Ὁ Γιάννης Κορδάτος, λοιπόν, μέ φιλότιμη, πολυετῆ προσπάθεια, ἀσχολήθηκε μέ αὐτά τά θέματα δίχως νά προσεγγίσει, νά ἐξετάσει ἔστω γιά λίγο τή θεολογική τους πτυχή. Θεωρώντας ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι περιττή, ἀμελητέα ἤ ἐσφαλμένη, τήν παραβλέπει καί προχωρᾶ σέ βιβλιογραφική ἀξιοποίηση ἔργων παλαιῶν, ἰδεολογικά προσανατολισμένων πρός κάποιο πολιτικό ἤ φιλοσοφικό ρεῦμα, ὅπως π.χ. ἡ γνωστή Σχολή τῆς Τυβίγγης, πού υἱοθετοῦσε τό σχῆμα ἀνελίξεως τῆς ἱστορίας τοῦ Ἐγέλου: θέση-ἀντίθεση-σύνθεση, καί κάποτε, στά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, θεωρήθηκε πρωτοπόρα, ἀλλά σύντομα ξεπεράστηκε ἀπό ὅλους τούς εἰδικούς μελετητές. Στά ἔργα του διακρίνουμε ἐπιρροές καί τῆς Μορφοϊστορικῆς Σχολῆς πού ἀπό τίς ἀρχές μέχρι τά μέσα τοῦ 20οῦ αἰῶνα προσπάθησε νά ἑρμηνεύσει τά βιβλικά θέματα στηριγμένη στήν ἀνάλυση καί μελέτη τῶν φιλολογικῶν μορφῶν τῶν βιβλικῶν κειμένων καί στήν προσπάθεια ἀπομύθευσης τῶν γεγονότων, ἀλλά καί αὐτή σύντομα ξεπεράστηκε.

Σέ ὅσα ἔργα του γνωρίζουμε δέν ἐντοπίσαμε κανένα πατερικό παράθεμα ἤ ἔστω κάποια ἀνάλογη ἀναφορά. Ὑπάρχουν παραπομπές στόν ἱστορικό Ἰώσηπο καί στόν Φίλωνα, τόν ἀλληγοριστή σοφό τοῦ 1ου μ.Χ. αἰῶνα, ὁ ὁποῖος ὅμως οὔτε χριστιανός ἦταν οὔτε τά ἔργα του, πού εἶναι γεμάτα ἀπό ἀλληγορικούς -συχνά ἀκατανόητους- συμβολισμούς, ἐκφράζουν τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἔχουμε τό παράδοξο κάποιος νά μιλᾶ γιά τήν Ἁγία Γραφή, γέννημα καί καρπό τῆς Ἐκκλησίας, μέ πλήρη ἀπουσία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας της, καί φυσικά ἐλλειπῆ καί πλημμελῆ χρήση τῆς ἑλληνικῆς καί διεθνοῦς βιβλιογραφίας. Εἶναι δυνατόν νά τήν κατανοήσει; Εἶναι δυνατόν ἡ ἐνασχόλησή του νά εἶναι ἰδεολογικά ἀνεξάρτητη ὅταν οἱ προϋποθέσεις τῆς μελέτης του εἶναι ἰδεολογικά προσανατολισμένες καί ἀπορρίπτει τήν Ἐκκλησία;

Καί ἐπανερχόμαστε στό κείμενο τοῦ κυρίου Σβουρένου. Ξεκινᾶ μέ ἀναφορᾶ στόν 79ο Ψαλμό, ἔργο τοῦ Ἀσάφ, ὁ ὁποῖος ἔγραψε κάποιους ἀπό τούς 150 Ψαλμούς (οἱ περισσότεροι εἶναι ἔργα τοῦ Βασιλιᾶ Δαβίδ). Σχολιάζει τούς στίχους 15 καί 16 καί τούς ἀποδίδει μαζί μέ ὁλόκληρο τόν Ψαλμό, βέβαια, στόν Βασιλιᾶ Σολομώντα, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ πόρνο. Βέβαια, καί πάλι κάνει λάθος καθώς, ὅπως σημειώσαμε ὁ 79ος Ψαλμός δέν ἔχει γραφεῖ ἀπό τόν Σολομώντα, ἀλλά ἀπό τόν λευίτη Ἀσάφ, ὁ ὁποῖος ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ Δαβίδ.

Πότε ἔζησε, ὅμως, ὁ Δαβίδ;

Στόν ἀρχαῖο Ἰσραήλ τρεῖς βασίλευσαν στό ἑνιαῖο βασίλειο:

  • Σαούλ ἀπό τό 1012 ἕως τό 1004 π.Χ.
  • Δαβίδ ἀπό τό 1004 ἕως τό 965 π.Χ.
  • Σολομών ἀπό τό 965 ἕως τό 926 π.Χ.

Τό βασίλειο διασπάστηκε σέ Βόρειο καί Νότιο μετά τόν Σολομώντα. Ἂν καὶ λόγῳ τῆς παλαιότητας τῆς ἐποχῆς ὑπάρχουν μικρές διαφοροποιήσεις στά χρόνια πού βασίλευσαν οἱ τρεῖς αὐτοί βασιλεῖς, εἶναι σίγουρο ὅτι ἡ περίοδος τοῦ ἑνιαίου Βασιλείου ἐκτείνεται ἀπό τό τέλος τοῦ 11ου μέχρι τό τέλος τοῦ 10ου π.Χ. αἰῶνα. Κι ἐδῶ τό τρίτο σοβαρό σφάλμα τοῦ κυρίου Σβουρένου, καθώς τοποθετεῖ τόν Βασιλιά Σολομώντα στόν 8ο καί ὄχι στόν 10ο αἰῶνα πού ἀναμφισβήτητα ἔζησε.

Basilias_Solomwn_01

Τέταρτο παράδοξο σφάλμα τοῦ κυρίου Σβουρένου εἶναι ὅτι ἀναφέρει πῶς «ὁ Κορδᾶτος γράφει ὅτι ὁ Σολομών εἶχε 700 γυναῖκες νόμιμες καί ἄλλες τόσες παράνομες» διότι προφανῶς δέν γνωρίζει ὅτι αὐτή ἡ ἀναφορά προέρχεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή διαφορετικά ἐπιστημονικά ὀρθό θά ἦταν νά ἀναφέρει πρώτα τήν πηγή καί ἔπειτα τή δευτερογενῆ βιβλιογραφία. Στό βιβλίο Γ΄ Βασιλειῶν (11:1-6) περιγράφεται ἡ ἄστατη ζωή τοῦ Σολομώντα, ἀμέσως μετά ἡ ἀποστασία του ἀπό τόν ἀληθινό Θέο (Γ΄ Βασιλειῶν 11:7-13) καί στή συνέχεια τά προβλήματα πού προκάλεσε ἡ στάση του αὐτή.

Παρά ταῦτα, στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁ Σολομών ἔχει καταγραφεῖ καί παραδίδεται ὡς σοφός καί ὄχι ὡς πόρνος ὅπως χαρακτηρίζεται στό ἄρθρο πού συζητᾶμε. Γιατί συμβαίνει αὐτό ἄραγε; Μέ αὐτό τό ἐρώτημα ἐρχόμαστε στήν καρδιά τοῦ προβλήματος πού ἐμμέσως θίγει ὁ ἀρθρογράφος. Γιατί τιμᾶμε ὡς ἅγιο καί δίκαιο τόν βασιλέα Σολομώντα, ἐνῶ γνωρίζουμε ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή, καί ὄχι ἀπό τόν Γιάννη Κορδᾶτο βέβαια, ὅτι ἦταν ἀνήθικος;

Γιά νά ἀπαντηθεῖ αὐτό τό ἐρώτημα στήν πραγματικότητα πρέπει νά ποῦμε τί εἶναι ἡ Παλαιά Διαθήκη, γιατί μπῆκε στήν Ἁγία Γραφή, γιατί τήν χρησιμοποίησε ὁ Χριστός καί οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιατί τήν διαβάζουμε καί τήν χρησιμοποιοῦμε κατά κόρον στίς Ἀκολουθίες καί στά Μυστήρια, ἐνῶ σέ αὐτή περιέχονται πολλές μή ἠθικές ἀναφορές, πολλά ἀπεχθῆ ἐγκλήματα καί περιστατικά καί δεδομένα πού δέν θεωροῦνται κατάλληλα γιά ἠθική διαπαιδαγώγηση.

Ἡ ἀπάντηση στήν πραγματικότητα εἶναι πολύ ἁπλή: διότι σκοπός τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν γένει, καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἰδικότερα δέν εἶναι νά μᾶς διαπαιδαγωγήσει ἠθικά, ἀλλά νά μᾶς ὁδηγήσει στή σωτηρία. Στοχεύει νά δημιουργήσει ἁγίους καί ὄχι «χρηστούς πολῖτες» ἤ ἠθικούς χαρακτῆρες. Ἐάν στόχευε σέ αὐτό πολλά ἔπρεπε νά εἶναι διαφορετικά σέ αὐτή. Πάντως, καί ὀφείλουμε νά τό σημειώσουμε, ὑπάρχει σέ αὐτή πλῆθος κειμένων πού ἔχουν πολλά ἠθικοπλαστικά καί διδακτικά στοιχεῖα. Τέτοια εἶναι οἱ Ψαλμοί, οἱ Παροιμίες, ὁ Ἐκκλησιαστής, ἡ Σοφία Σολομῶντος, ἡ Σοφία Σειράχ καί ἄλλα. Πολλά ἀπό αὐτά ἀποδίδονται στόν Σολομώντα. Ἀνάμεσα σέ αὐτά ἀνήκει καί τό περίφημο Ἆσμα Ἀσμάτων πού ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν τό κατανόησε ὡς προκλητικό πορνογράφημα ὅπως προσπαθεῖ νά τό παρουσιάσει ὁ κύριος Σβουρένος. Καί δέν νομίζω ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑπέρ τῆς πορνογραφίας ἤ κινεῖται μέ τήν ἀνηθικότητα πού ἀποδίδει σέ αὐτό ὁ ἀρθρογράφος.

Ἡ ἐκκλησιαστική ἐμπειρία πάντοτε τό κατανόησε καί τό προσέγγισε ὡς κορυφαία ἔκφραση ἀγάπης καί ἔρωτα πού ἑνώνει μέ λεπτότητα, ποιητική διάθεση καί ἀπίστευτη τρυφερότητα τούς ἀγαπημένους πού ἐπιθυμοῦν νά ἐνωθοῦν καί σωματικά ὡς καρπό τῆς «κραταιᾶς ὡς θάνατος ἀγάπης» (Ἆσμα Ἄσμάτων 8:6) τους. Φαντάζομαι ὅτι ἀνάλογη κριτική ἐκ μέρους τοῦ κυρίου Σβουρένου θά ἀντιμετωπίσει καί ἡ φράση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου πού ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά ἁρμόσει, δηλαδή νά ἑνώσει μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο, ἐκτός ἀπό τίς ψυχές καί τά σώματα τῶν νυμφευομένων…

Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε ὕμνησε καί ὑμνεῖ τόν ἔρωτα καί τήν ἀγάπη ὡς τήν κορυφαία ἐκδήλωση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν συνάνθρωπο καί κυρίως πρός τόν Θεό. Ἀμέτρητα κείμενα ἁγίων, παλαιῶν καί συγχρόνων, ἐκφράζουν μέ τόν πλέον ἐρωτικό τρόπο τήν ἀγάπη τους γιά τόν Θεό καί τήν ἐκφράζουν μέ αὐτόν τόν τρόπο γιατί ἁπλούστατα εἶναι ἐρωτευμένοι μαζί Του, τούς λείπει, τόν ἀγαποῦν! Δέν μποροῦν νά ζήσουν χωρίς Αὐτόν! Ἀνοίγονται πρός Αὐτόν μέ ὅ,τι σημαίνει αὐτό γιά τή ζωή τους… Αὐτό γιά ἐμᾶς πού συνήθως τηροῦμε ἠθικιστική στάση πρός τή ζωή, πού βλέπουμε τόν Θεό ὡς τιμωρό τῶν ἁμαρτιῶν μας ἤ αὐτόν πού ἐπιβραβεύει τίς καλές μας πράξεις, εἶναι ἀκατανόητο, εἶναι σκάνδαλο.

Τό ἀπροϋπόθετο ἄνοιγμα στόν ἄλλο εἴτε αὐτός εἶναι συνάνθρωπος εἴτε ὁ Θεός ἀπαιτεῖ νά χάσεις τή βολή σου, νά θυσιάσεις τά θέλω σου, νά παραμερίσεις τόν ἐγωισμό σου καί πολλά ἄλλα δύσκολα. Αὐτά διαβάζει, αὐτά διακρίνει ἡ Ἐκκλησία στό Ἄσμα Ἀσμάτων. Γι᾿ αὐτό τό ἔβαλε στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ἐγχειρίδιο ἠθικῆς, ἄν καί θά μᾶς βόλευε νά εἶναι. Ὁ Σαούλ, παραδείγματος χάριν, δέν κατακρίθηκε ἐπειδή ἦταν ἀνήθικος οὔτε ὁ Δαβίδ δοξάσθηκε ἐπειδή ἦταν ὑπόδειγμα ἠθικῆς. Ὁ μέν πρῶτος ἔχασε τόν δρόμο του ὅταν σταμάτησε νά ἐμπιστεύεται τόν Θεό καί ὁ δεύτερος κέρδισε τήν ἁγιότητα, καθώς, παρά τίς ἁμαρτίες καί τά σφάλματά του, στό τέλος στρεφόταν πρός τόν Θεό καί μέ ἐμπιστοσύνη ζητοῦσε τό ἔλεος καί τή βοήθειά Του.

Σκοπός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά καί τῆς Καινῆς εἶναι νά μᾶς δείξει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν πορεία αὐτοῦ τοῦ σχεδίου μέσα στήν ἱστορία, μέχρι τήν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν ζητᾶ ἄμεμπτη ἠθική, ἀλλά ταπείνωση, μετάνοια καί ἀγάπη! Ἂς μήν λησμονοῦμε ὅτι ἄμεμπτη ἠθική εἶχαν οἱ Φαρισαῖοι…

Ὁ Σολομών, μέ τά λάθη καί τή σοφία του, τήν πίστη καί τήν ἀποστασία του, κατόρθωσε, τελικά, νά βρεθεῖ κοντά στόν Θεό καί νά ζητήσει τό ἔλεός Του.

Πολλά θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε ἀκόμη σέ σχέση μέ τό ἄρθρο τοῦ κυρίου Σβουρένου, ἀλλά θά κλείσουμε μέ ἕνα ἀκόμη σφάλμα, πού κατά τή γνώμη μας εἶναι καί τό σοβαρότερο, διότι δείχνει ὄχι ἄγνοια κάποιου θέματος ἀλλά στάση πού δέν προσφέρει κάτι· ἁπλῶς κατηγορεῖ!

Κλείνει, λοιπόν, μέ ἕνα ἀδικαιολόγητο ἀντισημιτικό ξέσπασμα μίσους πού ἐπ᾿ οὐδενί μπορεῖ νά θεμελιωθεῖ ἤ νά ὑποστηριχτεῖ ἐπιστημονικά: γιά ὅλα συλλήβδην τά δεινά τῆς ἀνθρωπότητας παρουσιάζεται νά φταίει ὁ περιούσιος λαός, ὁ ὁποῖος ἔχει τόν κατάλληλο βασιλιά, αὐτόν πού τοῦ ταιριάζει, τόν πλέον ἀνήθικο. Τί νά πεῖ κανείς γιά τέτοια λόγια …

Στήν πραγματικότητα τό ἄρθρο στό ὁποῖο ἀναφερθήκαμε δέν ἔχει ἐπιστημονική, θεολογική ἤ κάποια ἄλλη ἀξία. Δείχνει ὅμως πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει ἡ ἄγνοια, ἡ κακή χρήση τῶν πηγῶν, ἡ λάθος ἀξιοποίηση τῆς βιβλιογραφίας καί ἡ ἀμετροέπεια νά ἀσχολούμαστε μέ δύσκολα θέματα καί νά γράφουμε δημοσίως γι᾿ αὐτά σάν νά ἰδιωτεύουμε.

Ὁ δημόσιος λόγος ὀφείλει νά ἔχει κάποια ἀξιοπρέπεια. Λάθη καί σφάλματα κάνουμε ὅλοι. Δεοντολογικά, ὅμως, ὅσοι ἐκφέρουμε δημόσιο λόγο εἴμαστε «ὑποχρεωμένοι» νά προσπαθοῦμε νά γνωρίζουμε, στοιχειωδῶς ἔστω, τό ἀντικείμενό μας. Μόνο ἔτσι δείχνουμε τόν ἁρμόζοντα σεβασμό στόν ἀναγνώστη ἤ ἀκροατή καί ἡ συμβολή μας, μικρή ἤ μεγάλη, ἔχει νόημα καί λογίζεται ὡς προσφορά.

Μεγάλη Ἑβδομάδα: μιά προκλητική πρόσκληση

Ετικέτες

, , , , , , , , , ,

Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου λήγει ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ἀμέσως, μέ τόν Ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, ξεκινᾶ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα πού καί αὐτή ὁλοκληρώνεται μέ τόν Ὄρθρο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου!

Πραγματικά Μεγάλη, ὄχι φυσικά σέ διάρκεια, ἀλλά σέ σπουδαιότητα γιά τή ζωή κάθε πιστοῦ, καθώς βάζει τή σφραγίδα της στή συμπόρευσή του μαζί μέ τόν Χριστό πρός τό Πάθος μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἀκολουθήσει καί ἡ δική του, τοῦ καθενός μας, ἡ Ἀνάσταση. Οἱ καθημερινές ἀκολουθίες στόν βασικό τους κορμό εἶναι ἴδιες μέ τίς ἄλλες ἡμέρες (δηλαδή ὑπάρχει Ἑσπερινός, Ὄρθρος, Ὥρες, Ἀπόδειπνο καί Προηγιασμένη ἤ κανονική Θεία Λειτουργία) καί χαρακτηρίζονται ἀπό βαθειά κατάνυξη, ὑψηλῆς θεολογικῆς καί ποιητικῆς ἀξίας κείμενα, ἔντονη συμμετοχή τῶν πιστῶν, πολύωρη παραμονή στούς ναούς καί σέ ὅλες κυριαρχεῖ ἡ πορεία πρός τό Πάθος, τόν Θάνατο καί, ἐν τέλει, τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.

Ὁ κορμός τῶν κειμένων προέρχεται ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, ὑπάρχουν πάμπολλες βιβλικές ἀναφορές, καί εὔκολα διαπιστώνουμε ὅτι ἐπιχειρεῖται μία σαφής σύνδεση Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης μεταξύ τους, ὅπως, ἴσως, ποτέ ἄλλοτε μέσα στό λειτουργικό ἔτος, καθώς κυριαρχοῦν οἱ Ψαλμοί, οἱ Προφητεῖες γιά τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση, καί τά κείμενα ἀπό τήν Πεντάτευχο. Ἐξάλλου οἱ βιβλικές ἀναφορές ἀποτελοῦν τήν ἀφορμή καί τήν ἀφετηρία γιά τά περισσότερα τροπάρια πού συνθέτουν τίς κατανυκτικότατες ἀκολουθίες καί μᾶς παρουσιάζουν ὁλόγλυφο, μέ γλαφυρό καί συνάμα λιτό τρόπο, τά πολλά καί ἰδιαιτέρως σημαντικά μηνύματα τῶν ἡμερῶν. Καί ἐξηγοῦμαι, αὐτό πού λέμε «μηνύματα» στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα σέ καμία περίπτωση δέν εἶναι κάποιες ἰδέες, κάποια θεωρία, μερικές σκέψεις διατυπωμένες σέ πεζό ἤ ποιητικό λόγο στό χαρτί. Πάντοτε, εἶναι καρπός τῆς ἐμπειρίας πού εἶχαν οἱ δημιουργοί τους ἀπό τή σχέση τους μέ τόν Σαρκωμένο Λόγο, δηλαδή τόν Χριστό.

Πολύ ἁπλά, μεταφέρουν σέ ἐμᾶς αὐτό πού ἤδη ζοῦσαν ὡς ἐμπειρία. Αὐτόν πού τούς ἄλλαξε τή ζωή. Αὐτόν πού εἶδαν μέ τά μάτια τους καί ἔζησαν πλάι Του. Αὐτόν πού θρήνησαν ἐσταυρωμένο καί ψηλάφισαν ἀναστημένο. Κι ὅλα αὐτά πού μᾶς μεταφέρουν τά ζοῦσαν ἔντονα, ζωντανά, μέ πίστη καί ἁπλότητα, στήν καθημερινότητά τους. Ὄχι σάν μιά ἔξυπνη ἰδέα ἤ ὡς μία θεωρία πού θά ἄλλαζε τόν κόσμο καί τή ζωή τους.

Αὐτό τό καταλαβαίνουμε ἀπό τά γεγονότα καί τά παραδείγματα πού προβάλλονται κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας.

Ἤδη ἀπό τήν Κυριακή τῶν Βαΐων ἔχουμε τή θριαμβευτική Εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στήν Ἰερουσαλήμ, ἕνα γεγονός πού συγκλονίζει ὁλόκληρη τήν πόλη (τότε εἶχε 25.000-30.000 κατοίκους, ἀλλά τίς ἡμέρες τοῦ Πάσχα ὁ πληθυσμός ξεπερνοῦσε τίς 150.000) καί δέν περνᾶ ἀπαρατήρητο. Μάλιστα, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι θριαμβευτική ὄχι, φυσικά, γιατί τό προκαλεῖ ὁ Χριστός, ἀλλά διότι ἡ, ὑπό τύπον θριάμβου, ὑποδοχή ἐκφράζει τήν εἰκόνα πού εἶχε ὁ λαός γι᾿ Αὐτόν. Ἡ ὑποδοχή εἶναι αὐθόρμητη καί στηρίζεται στήν ἐμπειρία τῶν Ἰουδαίων γιά τόν Χριστό! Τό ὡραῖο, πρέπει νά ὁμολογήσουμε, εἶναι ὅτι ὀρθῶς ὑποδέχονται μέ κλάδους φοινίκων καί δοξάζουν τόν Χριστό, καθώς ὅπως θά διαπιστώσουν σέ λίγο εἶναι ὁ νικητής τοῦ θανάτου, ἀλλά ὅταν τό κάνουν δέν τό γνωρίζουν ἀκόμη. Τόν δοξάζουν γιά τούς λάθος λόγους, ἐκτός ἴσως ἀπό κάποιους πού μετά καί τήν ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἀρχίζουν νά ἀντιλαμβάνονται ὅτι κάτι διαφορετικό συμβαίνει …

Ὁ Χριστός συνεχίζει νά τούς «πλουτίζει» μέ ἔντονες ἐμπειρίες καί νά προκαλεῖ τό, ἐφησυχασμένο ὡς συνήθως, κοινό αἴσθημα. Μέ τό εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τρίτης ξεκαθαρίζει τή στάση του ἀπέναντι στούς εὐσεβεῖς τῆς ἐποχῆς, Φαρισαίους (κυρίως) καί Σαδδουκαίους, καί δηλώνει ὅτι ἦρθε ὁ καιρός πού θά παραμεριστεῖ αὐτό πού γίνεται γιά νά φαίνεται, ἤ γιά νά τηρηθοῦν κάποιοι κανόνες, καί θά δώσει τή θέση του στό οὐσιῶδες, αὐτό πού ἀλλάζει τή ζωή μας καί τή στάση μας πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον.

Τό ἴδιο διαπιστώνουμε καί ἐάν μελετήσουμε τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης, ὅπου ὡς πρότυπο γιά τή ζωή μας προβάλεται μία πόρνη, ἡ ὁποία, βεβαίως, δέν ἐπέμεινε στό σφάλμα της, ἀλλά συνειδητοποίησε τή μοναξιά στήν ὁποία τήν ὁδηγοῦσε καί μετανόησε. Ἴσως σήμερα, πού πολλές ἀντιλήψεις ἔχουν ἀλλάξει, δέν κατανοοῦμε τί ἀκριβῶς ἔλεγε στούς συγχρόνους Του ὁ Χριστός καί πόσο κόντρα πήγαινε σέ κάθε παγιωμένη ἀντίληψη γιά τήν ἠθική καί τήν κοινωνική εὐπρέπεια. Ἐμεῖς εἴμαστε ἐξοικειωμένοι, κατά κάποιον τρόπο, μέ τήν ἔννοια τῆς μετάνοιας, καί γι᾿ αὐτό μποροῦμε νά ἀξιολογήσουμε θετικά τή μετάνοια τῆς ἁμαρτωλῆς. Τότε, ὅμως, ἡ μετάνοια δέν ἀρκοῦσε, ἀπαιτοῦνταν καί μία σειρά πράξεις, ἕνα τελετουργικό καθάρσεως, γιά νά μπορέσει νά ἀγγίξει μία πόρνη ἕναν εὐσεβῆ Ἰουδαῖο. Ὁ Χριστός παραμερίζει τά πάντα ἐκτός ἀπό τή μετάνοια! Δέν νοιάζεται γιά τύπους καί κανόνες. Τά σαρώνει ὅλα ἡ διαπίστωσή Του ὅτι ἡ γυναίκα «ἀγάπησε πολύ!»

Ἀνάλογη ἡ στάση Του κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο. Κρατᾶ ὡς βάση τοῦ ἑορτασμοῦ μέ τούς μαθητές Του τό παραδοσιακό ἰουδαϊκό πασχάλιο δεῖπνο, ἀλλά τό μεταμορφώνει μετατρέποντάς το σέ Δεῖπνο μύησης τῶν μαθητῶν στό Μυστήριο τῆς ἐπερχομένης Βασιλείας. Πρῶτα πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν! Ἀπαράδεκτο ἀπό κάθε ἄποψη γιά τήν ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς. Ὁ δάσκαλος ἦταν σεβαστός καί ἤξερε νά κρατᾶ τή θέση του, ὅπως λέμε. Ὁ Χριστός κάνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Στό πασχάλιο δεῖπνο κυριαρχοῦσε ὁ τελετουργικά σφαγμένος και ἑτοιμασμένος ἀμνός. Ἀντιθέτως, καί πάλι, ὁ Χριστός δέν ἀρκεῖται νά προσφέρει στούς μαθητές ἀρνί καί τά ἄλλα πασχαλινά ἐδέσματα, ὅπως θά περίμεναν. Κάνει τό ἀδιανόητο νά δώσει στούς μαθητές Του νά φᾶνε τόν Ἴδιο τόν Ἑαυτό του. Μποροῦμε ἄραγε νά νιώσουμε πόσο περίεργα ἀκούστηκαν τότε τά λόγια πού τούς εἶπε ἐκεῖνο τό βράδυ;


Τό ἴδιο καί στή Σταύρωση. Μόλις ἀνεβαίνει ὁ Χριστός στόν Σταυρό καταλαβαίνουμε πόσο ἀπογοήτευσε τούς ζηλωτές Ἰουδαίους τῆς ἐποχῆς. Αὐτούς πού τόν ὑποδέχθηκαν μετά βαΐων καί κλάδων. Συνέτριψε τά ὄνειρά τους. Ἡ θριαμβευτική εἴσοδος στήν Ἰερουσαλήμ παραπέμπει εὐθέως σέ παλιότερες ἔνδοξες στιγμές τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως π.χ. τήν εἴσοδο στήν πόλη τοῦ βασιλέα Σαούλ μέ τόν νεαρό, ἀλλά ἤδη ἔνδοξο, Δαβίδ καί, φυσικά, ἀργότερα τοῦ Δαβίδ, ὡς δοξασμένου βασιλιᾶ πλέον. Τά πράγματα στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ ἐξελίσσονται ἐντελῶς διαφορετικά. Ἡ ἐξέλιξη μοιάζει νά χλευάζει αὐτούς πού τόν περίμεναν ὡς ἔνδοξο ἀπελευθερωτή. Ἡ κατάληξη, λίγες ἡμέρες μετά, εἶναι διαμετρικά ἀντίθετη μέ τίς προσδοκίες τους. Ἀντί γιά δοξασμένη πορεία ἔρχεται ἡ σύλληψη, ἡ διαπόμπευση, ὁ σταυρός καί ὁ θάνατος.

Καί πάλι ὅμως ἡ συνέχεια εἶναι προκλητική. Καί πάλι εἶναι ἡ ἀντίθετη ἀπό αὐτή πού οἱ πολλοί Ἰουδαῖοι περίμεναν: τόν θάνατο συνήθως τόν ἀκολουθεῖ ἡ σήψη καί ἡ λήθη. Ὄχι ὅμως στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ: τόν θάνατό Του τόν ἀκολούθησε ἡ Ἀνάσταση καί μάλιστα μέ συντριπτική νίκη ἐπάνω στόν Διάβολο, τόν κλειδοκράτορα τοῦ Ἅδη.

Ὅταν λοιπόν ὁ Χριστός προκαλεῖ καί συντρίβει μέ τίς πράξεις του τή λογική μας, στήν πραγματικότητα μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπό τίς δεσμεύσεις καί τούς περιορισμούς πού οἱ ἴδιοι θέτουμε. Διευρύνει τά ὅριά της. Εἶναι σάν νά μᾶς διδάσκει μία ἐξίσωση μέ ἕναν ἄγνωστο καί δύο τιμές πού ταιριάζουν καί οἱ δύο καί τήν ἐπιλύουν σωστά.

Τόν θάνατο τόν ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος, μέχρι πού ὁ Χριστός μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά τόν ἀκολουθήσει καί ἡ Ζωή! Γι᾿ αὐτό ἡ προσέγγισή μας πρός Αὐτόν καί τό Μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως δέν μπορεῖ νά ἔχει ἄλλη βάση στήριξης παρά μόνο τήν πίστη καί ἀφετηρία τήν ἐμπειρία τῆς ζωῆς μαζί Του. Κι αὐτή ἡ ἐμπειρία δέν ἀποκτᾶται παρά μόνο μέ τή συμμετοχή μας στό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος, στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς, στή Θεία Κοινωνία! Τελικά, ὅλα ἔχουν νά κάνουν μέ τήν πρόσληψη –ἤ ὄχι– αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἀποστόλων καί τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο ἐάν καταφέρουμε νά κάνουμε τήν ἐμπειρία τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ κομμάτι τῆς καθημερινότητάς μας θά σωθοῦμε. Αὐτό ἐξάλλου ἔκανε καί κάνει ἡ Ἐκκλησία, παρά τίς ἀδυναμίες τῶν μελῶν της, καί ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια συνεχίζει νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς μεταμορφώνει, νά μᾶς ἀνακαινίζει καί, ἐν τέλει, νά μᾶς ἁγιάζει!

Καλή Ἀνάσταση!

28 Μαρτίου 2009-28 Μαρτίου 2020: με Ελπίδα για το αύριο

Ετικέτες

, , , , ,

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Η ημέρα είναι λαμπερή, φωτεινή και μόνο ο δυνατός αέρας θυμίζει ότι ο Μάρτης δείχνει λίγο την άγρια πλευρά του. Άνοιξη στην Κω! Τι πιο όμορφο! Η φύση πραγματικό δώρο του Θεού! Τα δέντρα είναι καταπράσινα και τα λουλούδια, που βιάζονται εδώ στα Δωδεκάνησα να ανθίσουν, μοσχοβολούν. Οι άνθρωποι χαρούμενοι βρίσκονται από νωρίς στους δρόμους. Τα καταστήματα, τα δημόσια κτήρια είναι στολισμένα. Ο Άγιος Νικόλαος, η Μητρόπολη, το ίδιο! Οι πόρτες ορθάνοικτες· το προαύλιο στρωμένο με μικρά κλαδάκια δάφνης. Στο λιμάνι έξω από το δημαρχείο υπάρχει μια εξέδρα και όλοι είναι σε αναμονή…

Ο κόσμος είναι χαρούμενος. Ενθουσιασμένος! Κι αυτό δεν είναι ιδέα μας· είναι αλήθεια! Πολλοί κατεβαίνουν προς το λιμάνι, όπως κι εμείς, με γελαστά πρόσωπα και εορταστική διάθεση. Φτάνουμε στο κέντρο της πόλης. Τα πεζοδρόμια γύρω είναι γεμάτα κι απ΄ τις δύο πλευρές. Στριμωχνόμαστε κάπου και περιμένουμε.

Σε λίγο, συνοδευόμενος από τον εκπρόσωπο του Πατριάρχη, τους άλλους αρχιερείς, τους επισκέπτες και τους ντόπιους ιερείς, μοναχούς και μοναχές, τον Δήμαρχο, και τις άλλες αρχές, τα παιδιά των Σχολείων, επισκέπτες από την Κάρπαθο και άλλα μέρη της Ελλάδας, τη Φιλαρμονική του Δήμου και πλήθος κόσμου ξεπροβάλλει από την Πλατεία Καζούλη ο νέος Επίσκοπός μας, ο Μητροπολίτης Κώου και Νισύρου Ναθαναήλ, που έφτασε για την ενθρόνισή του στην Κω.

Χαμογελαστός και προσηνής ευλογεί συνεχώς το πλήθος που χειροκροτά. Για τους περισσότερους από εμάς ήταν γνωστός μα και κατά κάποιον τρόπο άγνωστος συνάμα. Η πρόκληση των νέων καθηκόντων μπροστά του. Οι προσδοκίες πολλές…

Τον γνωρίζαμε πολλά χρόνια, αλλά καθώς από το 1985 διακονούσε στην Κάρπαθο, τον βλέπαμε λίγες μόνο φορές κάθε χρόνο. Και τότε, όμως, ο απλός του τρόπος, τα πολλά αστεία του, το γέλιο του, η ευχάριστη διάθεση στη συναναστροφή ήταν αρκετά για να τραβούν και εμάς και τα παιδιά κοντά του· κι αυτό μάς έδινε πολλές ελπίδες για την επισκοπική διακονία του.

Όταν λίγες μέρες πριν, στις 23 Φεβρουαρίου του 2009, μάθαμε ότι θα ερχόταν στο νησί ως Επίσκοπος νιώσαμε μεγάλη χαρά, καθώς ήμασταν βέβαιοι ότι θα προσέφερε πολλά ως ποιμένας σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο, στον οποίο ζούσαμε ήδη 3,5 χρόνια και τον είχαμε αγαπήσει· μαζί με τους ανθρώπους του.

Και πραγματικά δεν διαψευσθήκαμε!

Αμέσως άρχισε να εργάζεται πνευματικά με πρόγραμμα, σοβαρότητα, σύστημα και προοπτική. Από την πρώτη στιγμή στήριξε τους ιερείς, τους γέροντες, τους εμπερίστατους, τους πάσχοντες, τους νέους, τα παιδιά, τα σχολεία, τους εκπαιδευτικούς, υπηρέτησε με συνέπεια το κήρυγμα, την κατήχηση, τον θεολογικό λόγο, προστάτευσε ναούς και μνημεία, ανέδειξε πτυχές του τοπικού αγιολογίου και του λαϊκού μας πολιτισμού και με τις λίγες οικονομικές δυνατότητες της Μητροπόλεως έδωσε την πρώτη –και πιο δύσκολη– ώθηση σε μία νέα πνευματική πορεία για την Κω και τη Νίσυρο.

Θα μου πείτε γιατί θυμόμαστε αυτές ακριβώς τις στιγμές της υποδοχής, της χαράς και της ελπίδας που ζήσαμε σαν σήμερα το 2009, ιδιαίτερα φέτος, στις δύσκολες μέρες που είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας εξαιτίας των κινδύνων του νέου ιού;

Όλες αυτές οι όμορφες και τόσο ζωηρές αναμνήσεις, μοιάζουν ως ένα κακόγουστο και αταίριαστο με την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ολόκληρος ο πλανήτης μας αστείο.

Η αναδρομή αυτή στο πρόσφατο παρελθόν του νησιού μας θα βοηθήσει όλους μας να πάρουμε δυνάμεις και να δούμε την πραγματικότητα μέσα από μια άλλη, πιο αισιόδοξη και πιο ρεαλιστική οπτική, πέρα από αδικαιολόγητη κατήφεια και υπερβολική απαισιοδοξία.

Δεν είναι τυχαίο το χαμόγελο όσων περίμεναν να υποδεχθούν τον νέο Επίσκοπο. Περίμεναν κάτι· ζητούσαν ελπίδα, προσδοκούσαν στήριξη, έναν λόγο παρακλήσεως, μια καλή κουβέντα. Κι η στήριξη, ξέρετε, που χρειαζόμαστε δεν είναι απαραιτήτως μόνο υλική. Τις περισσότερες φορές ένας ζεστός λόγος, ένα έξυπνο αστείο, μια φιλική κίνηση προς εμάς αξίζει τόσο που ακόμη κι αν δεν καλύπτει τις υλικές ανάγκες, που εξάλλου δεν τελειώνουν ποτέ, μάς βοηθά να αντικρύσουμε το μέλλον με άλλο μάτι, με άλλη διάθεση, με όρεξη.

Σήμερα, έντεκα χρόνια μετά, «κλεισμένοι» στα σπίτια μας, με έντονη αβεβαιότητα για το μέλλον να πλανάται στον ορίζοντα, με τον ιό να έχει αλλάξει τη ζωή μας, με την καθημερινότητά μας να στρέφεται γύρω από θέματα που ποτέ δεν μας είχαν απασχολήσει στο παρελθόν, είναι στιγμές που νιώθουμε να χάνουμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας…

Ευτυχώς, όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης και τις συνεχείς ανατροπές στον «κεκτημένο» τρόπο ζωής μας και στο –ανθρώπινο· δε λέω– «βόλεμά» μας.

Τα χαμόγελα της υποδοχής του νέου Επισκόπου το 2009 αποδείχθηκαν προφητικά για το μέλλον! Πράγματι, πολλά άλλαξαν, πολλά έγιναν, πολλά σχεδιάστηκαν και σχεδιάζονται. Τα προβλήματα που έπρεπε και πρέπει να αντιμετωπιστούν και να επιλυθούν πολλά· αλλά και η αισιοδοξία του επισκόπου μας, το χαμόγελό του, η αστείρευτη ενεργητικότητά του, η ικανότητά του να προσφέρει αισιοδοξία με το κήρυγμα και τις πράξεις του, αποδείχθηκαν αναγκαία και ουσιώδη τη δύσκολη δεκαετία που περάσαμε.

Το ίδιο θα γίνει και τώρα! Με σοβαρότητα, υπευθυνότητα, πίστη και αγάπη προς τον πλησίον μπορούμε να ξεπεράσουμε κι αυτή τη δύσκολη κατάσταση.

Η Εκκλησία, και δεν είναι τυχαίο ότι το κάνει και ο Επίσκοπός μας Ναθαναήλ, μας προτρέπει και μας μαθαίνει πάντοτε να είμαστε αισιόδοξοι. Η εμπιστοσύνη στον Θεό, εξάλλου, δεν αφήνει περιθώρια για γκρίνια, φόβο και μιζέρια. Ο άνθρωπος που κάνει προσπάθεια να ζήσει πνευματική ζωή, ακόμη και αν δεν το πετύχει πλήρως, σιγά σιγά, καθώς έχει εναποθέσει την ελπίδα του στον Θεό μαθαίνει να είναι αισιόδοξος! Να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο!

Κι είναι πραγματικά άξιο απορίας ότι οι θεωρούμενοι πιστοί και «καλοί» χριστιανοί είναι κάποιες φορές γκρινιάρηδες, αρέσκονται στους καυγάδες, άριστοι γνώστες θεωριών συνομωσίας, αμφισβητούν το γέλιο και τη χαρά, φοβούνται την ευτυχία και το χαμόγελο, δεν τα θέλουν στη ζωή τους· ίσως γιατί είναι μεταδοτικά…

Ας μη χάνουμε, λοιπόν, την αισιοδοξία και το χαμόγελό μας!

Η αισιοδοξία όλων μας, των Κώων και των επισκεπτών του νησιού, και η ελπίδα που νιώσαμε τις στιγμές της υποδοχής του νέου μας Επισκόπου ας λειτουργήσουν ως οδοδείκτης για τις περίεργες ημέρες που ζούμε σήμερα. Ας στρέψουμε την ελπίδα μας στον Θεό, αντιμετωπίζοντάς Τον όχι ως τον «μάγο της φυλής» που θα μας λυτρώσει ξαφνικά από την απειλή της αρρώστιας, αλλά ως τον Κύριο της Ιστορίας και τον Σωτήρα του Ανθρώπου· ως αυτόν που με την αγάπη Του προσπαθεί να μας δείξει έναν άλλο δρόμο: τον δρόμο της πίστεως, της αγάπης και της ελπίδας!

28 Μαρτίου 2020

Ελένη Ζαρίφη καί Αθανάσιος Μουστάκης

 

Παρουσίαση τοῦ βιβλίου τῆς Μαργαρίτας Χαντζιάρα «Ἡ μάσκα τῆς Ψευδαίσθησης»

Ετικέτες

, , ,

Τό Σάββατο 1η Φεβρουαρίου 2020 πραγματοποιήθηκε στήν Αἴθουσα τῆς πρώην Ἑβραϊκῆς Συναγωγῆς στήν πόλη τῆς Κῶ παρουσίαση τοῦ ἀστυνομικοῦ μυθιστορήματος τῆς Μαργαρίτας Χαντζιάρα μέ τίτλο «Ἡ Μάσκα τῆς Ψευδαίσθησης» (δεῖτε καί ἐδῶ).

Ἡ ἐκδήλωση διοργανώθηκε ἀπό τήν Ἱ. Μητρόπολη Κώου καί Νισύρου καί τήν Ἀστική Ἑταιρεία «Ἱπποκράτης», Κέντρο πρόληψης τῶν ἐξαρτήσεων καί προαγωγῆς τῆς ψυχοκοινωνικῆς ὑγείας.

Τήν παρουσίαση ἔκανε ὁ Ἐπιστημονικός Ὑπεύθυνος τῆς Ἀστικῆς Ἑταιρείας κ. Δημήτριος Γερούκαλης, ἡ συγγραφέας καί ἐγώ.

Ἀκολουθεῖ τό κείμενο τῆς παρουσιάσεώς μου:

Κυρίες καί κύριοι καλησπέρα σας!

Ὀφείλω νά ὁμολογήσω ὅτι παρά τό ἐνδιαφέρον μου γιά τήν ἀστυνομική λογοτεχνία δέν γνώριζα τό βιβλίο πού παρουσιάζουμε σήμερα μέχρι πού μοῦ τό ἔδωσε ὁ ἀγαπητός φίλος καί συνοδοιπόρος Δημήτριος Γερούκαλης.

Ἀνοίγοντας ἕνα νέο βιβλίο ἔχεις τήν αἴσθηση ὅτι ἀνοίγεις ἕνα παράθυρο γιά νά ἀντικρίσεις ἕνα ἄγνωστο τοπίο, τό ὁποῖο μπορεῖ νά εἶναι ἀδιάφορο, ἐνδιαφέρον, νά κρύβει θετικές ἤ ἀρνητικές ἐκπλήξεις, νά σοῦ ἀρέσει ἤ ὄχι…

Ὅταν μάλιστα ἀντιληφθείς ἀπό τόν τίτλο καί τήν περίληψη ὅτι ἡ ὑπόθεση περιλαμβάνει κάποιο ἀστυνομικό μυστήριο τότε ἐλπίζεις νά μήν εἶναι συνηθισμένο, ἀπολύτως βατό καί ἐπίπεδο, ἀλλά, ἔχοντας βέβαια τήν προσδοκία νά ἀνακαλύψεις τή λύση τοῦ μυστηρίου, περιμένεις νά δυσκολευτείς, νά ἀναμετρηθείς μέ τό βιβλίο, νά φανερώσεις τά μυστικά του, προτοῦ στά ἀποκαλύψει τό ἴδιο.

Μέ αὐτά τά αἰσθήματα περίπου, ἔπιασα στά χέρια μου τό βιβλίο τῆς Μαργαρίτας Χαντζιάρα μέ τίτλο «Ἡ μάσκα τῆς ψευδαίσθησης». Ἡ πρώτη θετική ἐντύπωση, πού ἐντάθηκε ὅσο προχωροῦσε ἡ πλοκή, ἦταν ὅτι τοποθετεῖ τούς ἥρωες καί τήν πλοκή της ἔξω ἀπό τήν ἑλλαδική πραγματικότητα, στή Μεγάλη Βρετανία, τό περιβάλλον τῆς ὁποίας νιώθω ὅτι τό ἀποδίδει μέ ἀπόλυτη ἐπιτυχία, ἀλλά χωρίς νά διαγράφει τίς ἑλληνικές ρίζες τῆς οἰκογένειας πού ἔχει τόν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ἡ δεύτερη ἔκπληξη ἦταν ὅτι μέ ἄνεση καί τέχνη ἔπλαθε μπροστά στά μάτια μου τήν ἱστορία της καί τήν προχωροῦσε βῆμα βῆμα, δουλεύοντας μεθοδικά τούς χαρακτῆρες τῶν πρωταγωνιστῶν καί ἐπεξεργαζόμενη τά στοιχεῖα της δημιουργώντας κλίμα μυστηρίου καί συγκρατημένης ἀγωνίας.

Καί οἱ ἐκπλήξεις δέν σταμάτησαν ἐδῶ!

Γρήγορα διεπίστωσα ὅτι σέ ἀντίθεση μέ τήν ἔνταση τῆς ὑπόθεσης ἡ συγγραφέας δημιουργοῦσε ἕνα παράλληλο περιβάλλον, ἐντελῶς διαφορετικό γιά τήν οἰκογένεια τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ἀρχιεπιθεωρήτριας Ἔμιλυ Χατζηπέτρου. Ἤρεμο, χαλαρό, δεμένο, παρά τό πρόβλημα ὑγείας –ἀμνησία– πού βασάνιζε τόν πατέρα της. Μαζί μέ τήν ἀδελφή της Ἄννα, πού ἐργάζεται ὡς καθηγήτρια στή μέση ἐκπαίδευση, τό ἀντιμετώπιζε μέ ἀγάπη, μέ πραότητα καί ὑπευθυνότητα, δείχνοντας πρός τόν πρώην δικαστή πατέρα τους ἀπέραντη τρυφερότητα.

Ἡ ὑπόθεση τοποθετεῖται στόν χῶρο ἑνός σχολείου, ὅπου ἔχει διαπραχθεῖ τό ἔγκλημα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ συγγραφέας μᾶς εἰσάγει σέ ἕναν μικρόκοσμο μέ τίς ἰδιαιτερότητες, τά προβλήματα, τίς συμπάθειες, τίς ἀντιπάθειες καί τίς συγκρούσεις του. Ἡ δολοφονία ἑνός μαθητή τοῦ σχολείου, καί μάλιστα σέ μία ἀριστοκρατική συνοικία πού τό τελευταῖο πού σκέφτονται οἱ κάτοικοί της εἶναι τό ἔγκλημα, ἀπελευθερώνει πολλά προβλήματα πού συνήθως σπρώχνουμε κάτω ἀπό τό χαλί:

Πρῶτα, τήν ἀβεβαιότητα πού νιώθουν τήν ἐποχή μας, θά ἔλεγα ὄχι τόσο στήν Ἑλλάδα, οἱ γονεῖς πού στέλνουν τά παιδιά τους στό σχολεῖο, καθώς συχνά πυκνά ἀκοῦμε καί διαβάζουμε γιά ἔνοπλη καί ὄχι μόνο, βία στά σχολικά περιβάλλοντα.

Ἡ καθηγήτρια Ἄννα Χατζηπέτρου, πού διδάσκει φυσικές ἐπιστήμες καί εἶναι προσηνής καί ἀγαπητή, ξαφνικά βρίσκεται ἀντιμέτωπη μέ τήν εἰκόνα ἑνός μαθητῆ πού ἀποπειρᾶται νά ἀπαγχονιστεῖ. Τό παιδί σώζεται, ἀλλά ἔτσι ἀποκαλύπτονται αὐτά πού τόν βαραίνουν καί τόν βασανίζουν: ἀπόρριψη ἀπό τήν ὁμάδα, ἔντονες συγκρούσεις ἀνάμεσα στούς ἐφήβους, ἄσκηση βίας, συγκεκαλυμμένης ἤ ὄχι, ἀπό τούς συμμαθητές του, ὑπερβολικό αἴσθημα εὐθύνης γιά τόν θάνατο τοῦ συμμαθητῆ του, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀποδεικνύεται ἦταν καί ὁ μόνος πού διατηροῦσε ἐπικοινωνία μαζί μέ τόν ὑποψήφιο αὐτόχειρα.

Στή συνέχεια ἀντικρύζουμε τόν ψηφιακό κόσμο, ὁ ὁποῖος εἶναι παρών σέ κάθε βῆμα μας, ἤ μᾶλλον, ζοῦμε μέσα του, καί ἔχουμε τήν ψευδαίσθηση ὅτι μποροῦμε νά τόν χειριστοῦμε, νά τόν δαμάσουμε καί νά τόν ὑποτάξουμε στίς ἐπιθυμίες μας…

Οὐδέν ἀναληθέστερον τούτου!

Καί ἄς μή γελιόμαστε, δέν ἀναφέρομαι μόνο στά μικρά παιδιά ἤ στούς ἐφήβους. Ἀναφέρομαι καί σέ ὠρίμους ἀνθρώπους, μέ σπουδές, γνώση, ἀποκρυσταλλωμένες ἀπόψεις καί συνειδητή στάση στή ζωή, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν πολύ γιά νά χάσουν τόν «μπούσουλα», ὅπως λέμε, καί νά κυνηγοῦν τό περίφημο «like», τή διαδικτυακή ἀποδοχή καί ἀναγνώριση τήν ὁποία ἔχουν μάθει νά ταυτίζουν μέ τήν κοινωνική ἀποδοχή καί ἀναγνώριση καί, ἐν τέλει, μέ τήν πολυπόθητη εὐτυχία.

Σέ αὐτό τό ἐκρηκτικό μείγμα προβλημάτων, πού ἀποκαλύπτονται ἀπό τίς γραμμές τοῦ μυθιστορήματος καί μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα, διότι ἀγγίζουν τήν καθημερινότητά μας, τήν καθημερινότητα τῶν παιδιῶν μας, τῶν μαθητῶν μας, τῶν φοιτητῶν καί εἰσχωροῦν μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο σέ κάθε σπίτι, ἡ συγγραφέας προσθέτει μία ἀκόμη διάσταση.

Ἡ διάσταση αὐτή εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη, ἄν καί ἴσως ὄχι πολύ συνηθισμένη στόν τόπο μας:

πρόκειται γιά τό φαινόμενο τῶν καταστροφικῶν λατρειῶν, τῶν διαφόρων ὁλοκληρωτικῆς ἐμπνεύσεως καί λειτουργίας ὁμάδων πού στόχο ἔχουν νά δοξάσουν τόν ἱδρυτή καί ἀρχηγό καί νά ἐξαρτήσουν μέσῳ τῆς ἀπόλυτης τυφλῆς ὑπακοῆς τά μέλη τους πού ταυτόχρονα εἶναι καί θύματα.

Καί αὐτή ἡ παράμετρος, πού ἀποτελεῖ μία τρομακτική μορφή ἐξαρτήσεως, ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνη, καθότι καλά συγκεκαλυμμένη συχνότατα κάτω ἀπό τήν ἠθική, τήν ἀλληλοβοήθεια, τήν αὐτοβελτίωση, τή γνωριμία μέ τόν ἄλλο, τήν καλλιέργεια κάποιας θρησκείας ἤ κάποιας φιλοσοφικῆς θεωρίας, ἐμπίπτει στούς σκοπούς τῆς Ἀστικῆς Ἑταιρείας «Ἱπποκράτης», καί πρέπει νά προσεχθεῖ καί νά ἀντιμετωπιστεῖ μέ σοβαρότητα: ὅποιος μπεῖ σέ μία τέτοια ὁμάδα, καί δέν εἶναι λίγοι αὐτοί πού παρασύρονται, δέν θά ξαναβγεῖ εὔκολα!

Βέβαια, γιά λόγους φιλαναγνωστικῆς δεοντολογίας καί γιά νά διατηρηθεῖ τό ἐνδιαφέρον σας ὡς ὑποψηφίων ἀναγνωστῶν θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά μήν ἐπεκταθῶ περαιτέρω. Θά μέ θυμηθεῖτε καθώς θά διαβάζετε…

Καί μέ αὐτές τίς παρατηρήσεις φτάνουμε στό σημεῖο πού περισσότερο ξεχώρισα στό βιβλίο τῆς Μαργαρίτας Χαντζιάρα: τίς διακριτικές ἀναφορές της στήν ὀρθόδοξη παράδοση καί πνευματικότητα.

Οἱ ἀναφορές αὐτές γίνονται μέσα ἀπό τή μορφή τοῦ π. Μακαρίου, πνευματικοῦ καί φίλου τῆς οἰκογένειας Χατζηπέτρου. Ὁ π. Μακάριος, κληρικός πού διακονεῖ στήν Ἀρχιεπισκοπή Θυατείρων τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, ἔχει ἕνα εὐρύ ἀνοικτό πνεῦμα, ἀλλά ταυτόχρονα δέν προδίδει τίς ἀρχές καί τήν πίστη του. Ἁπλός, φιλικός, πάντα κοντά ὅταν τόν χρειάζεσαι. Χωρίς ποτέ νά ἀποκτήσει κηρυκτικό ἠθικολογικό ὕφος ἡ συγγραφέας μέσα ἀπό τή μορφή του μᾶς φέρνει σέ ἐπαφή μέ αὐθεντικές πτυχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεώς μας καί μᾶς κάνει νά τίς νιώσουμε δικές μας, νά αἰσθανθοῦμε ὅτι ἀμβλύνουν τά προβλήματά μας, ὅτι ἔχουμε κάπου νά ἀκουμπήσουμε, ἕναν ἄνθρωπο νά μιλήσουμε, μία ἐναλλακτική, πέρα ἀπό τό «like», οὐσιαστική δυνατότητα ἀποδοχῆς καί κοινωνίας. Λειτουργεῖ ὡς ὁ «ἕτερος», ὁ ἄλλος, ἀλλά ὄχι ὡς ὁ ἄγνωστος, ὡς ὁ ἀδιάφορος ξένος. Ὑπάρχει ὡς ὁ πλησίον, ἐνσαρκώνει τή σχέση μέ τόν συνάνθρωπο, ὅπως τήν παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ὅπως τήν δίδαξε ὁ Χριστός.

Ὅπως ἀναφέραμε τό βιβλίο θέτει πολλά θέματα!

Μᾶς ἔχουν ἀπασχολήσει καί κατά τό παρεθλόν καί θά μᾶς ἀπασχολήσουν περισσότερο στό μέλλον. Στό βιβλίο «Μετάνθρωπος» πού ἀποτελεῖ ἔκδοση τῆς Ἁστικῆς Ἑταιρείας, ἀλλά καί σέ κατ᾿ ἰδίαν συζητήσεις μέ τόν Δημήτρη, ἔχουμε προσεγγίσει τό πρόβλημα τῆς τεχνολογίας καί τῆς χρήσης της.

Εἶναι φάρμακο ἤ φαρμάκι; Εὐλογία ἤ κατάρα;

Συνήθως σέ αὐτό τό ἐρώτημα ἀπαντᾶμε ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπό τό πῶς θά τήν χρησιμοποιήσουμε ἐμεῖς. Καί βέβαια, αὐτή ἡ προσέγγιση, ὡς σκέψη εἶναι σωστή, ἀλλά δέν λύνει τό πρόβλημα διότι ἀναπόφευκτα θά ἀκολουθήσει ἡ ἑπόμενη ἐρώτηση: «ποιά εἶναι ἡ καλή καί ποιά ἡ κακή χρήση τῆς τεχνολογίας;»

Γιά νά ἀπαντήσουμε σέ αὐτό τό ἐρώτημα πρέπει νά θέσουμε τό πρόβλημα τῶν κριτηρίων κάθε ἐπιλογῆς μας, ἀπό τήν πλέον καθημερινή καί τετριμμένη, μέχρι τήν πλέον σημαντική, καί τῆς ἀξιοποιήσεως τοῦ αὐτεξουσίου, αὐτῆς τῆς μοναδικῆς δυνατότητας πού, ἀπό ὁλόκληρη τήν κτίση, ὁ Δημιουργός μας ἔδωσε μόνο σέ ἐμᾶς: στόν Ἀδάμ, στόν ἄνθρωπο.

Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι τά κριτήρια πού θέτουμε σέ κάθε ἐπιλογή μας πρέπει νά διαφυλάσσουν τήν ἐλευθερία μέ τήν ὁποία μᾶς προίκισε ὁ Θεός. Πρέπει νά εὐθυγραμμίζονται μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ νά ζοῦμε ἐλεύθεροι, ὅπως μᾶς ἔπλασε. Πρέπει νά συντείνουν στό νά εἶναι ἠ ζωή μας μία ζωή δοξολογίας πρός τόν Θέο, ὄχι βέβαια ἐπειδή Ἐκεῖνος τό ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά ἐπειδή θέλει καί θέλουμε, νομίζω, νά ἀπολαμβάνουμε τήν ἐπικοινωνία μαζί Του.

Μέ αὐτές τίς λίγες σκέψεις, κλείνω τήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου, σημειώνοντας ὅτι κάθε τι πού κάνουμε στή ζωή μας δέν μπορεῖ παρά νά ἔχει ἕναν σκοπό: νά καλλιεργοῦμε καί νά βαθαίνουμε ὅλο καί περισσότερο τή σχέση μας μαζί Του, ὅπως τό ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι! Δέν χρειάζεται νά ζοῦμε ἔξω ἀπό τήν κοινωνία, δέν χρειάζεται νά πᾶμε σέ ἕνα ἀπομονωμένο κάστρο γιά νά μάθουμε τήν πίστη μας, δέν χρειάζεται νά κάνουμε σπουδαῖα κατορθώματα. Χρειάζεται νά μάθουμε νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό, τούς συνανθρώπους μας, τήν Κτίση καί, τέλος, νά σεβόμαστε τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό.

Ζώντας μέσα σέ αὐτό τό κλίμα θά βροῦμε τή λύτρωση καί τή γαλήνη, ὅπως νομίζω τή βρίσκουν, στό τέλος, οἱ ἥρωες τοῦ βιβλίου!

Σᾶς εὐχαριστῶ!

Μητροπολίτης Ναθαναήλ: δέκα χρόνια ὑπηρετώντας τήν κατήχηση στήν Κῶ καί στή Νίσυρο

Ετικέτες

, ,

Συμπληρώθηκαν ἤδη δέκα χρόνια ἀπό τήν ἐνθρόνιση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Ναθαναήλ στήν Καθέδρα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κώου καί Νισύρου.

Πολλά εἶναι τά χαρακτηριστικά τοῦ ἔργου καί τῆς παρουσίας του πού θά μποροῦσαν νά γίνουν ἀντικείμενο σχολιασμοῦ καί παρουσίασης μέ αὐτή τήν εὐκαιρία καί, ὁμολογουμένως, πολλά πέρασαν ἀπό τή σκέψη μας: ἀνακαινίσεις Ναῶν καί πολλῶν κτηρίων, δημιουργία καί λειτουργία τοῦ συσσιτίου, ριζική ἀναμόρφωση τοῦ Οἴκου εὐγηρίας «Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος», ἀνασύσταση τῆς Ἀγαθοεργοῦ Ἀδελφότητος, ἐνίσχυση μέ κάθε μέσο τῆς φιλανθρωπίας, σύσταση τοῦ Μουσείου, ποικίλες ἐκδόσεις, ἀναζωογόνηση τῆς λατρείας, ξαναζωντάνεμα τῶν πανηγυριῶν καί πολλά ἄλλα.

Ἀπ᾿ ὅλα αὐτά θά θέλαμε νά ἑστιάσουμε τήν προσοχή μας σέ ἕνα μόνο πού θεωροῦμε ἰδιαιτέρως σημαντικό καί καθοριστικό γιά τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας: τήν κατήχηση.

Ὅταν λέμε κατήχηση ἀναφερόμαστε σέ μία καίρια καί πρωταρχικῆς σημασίας λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπό τίς πρῶτες στιγμές της. Γιά νά καταλάβουμε τή σημασία της ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε ὅτι στίς Πράξεις Ἀποστόλων τονίζεται ὅτι τήν κατήχηση ἀσκοῦσαν κυρίως οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι. Συνεργάτες τους σέ αὐτό τό ἔργο ἦταν οἱ «προφῆτες καί διδάσκαλοι» τῆς Ἐκκλησίας, εἰδική τάξη χαρισματούχων, οἱ ὁποῖοι διακονοῦσαν τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τήν ἱεραποστολή. Κορυφαῖες μορφές αὐτῆς τῆς ὁμάδας ἦταν ὁ ἀπ. Παῦλος καί ὁ ἀπ. Βαρνάβας (Πρ. 13:1).

Ἡ κατήχηση συνεχίστηκε σέ ὅλη τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι καί σήμερα, καί εἶναι ἀπαραίτητη γιά κάθε μέλος της. Μέ τήν κατήχηση μαθαίνουμε τήν πίστη μας, τά ὁποῖα μέσῳ τῆς λατρείας, τῆς μελέτης τοῦ εὐαγγελίου καί τῆς ἐπαφῆς μας μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διαμορφώνουν τή σχέση μας μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο καί, τελικά, μᾶς ὁδηγοῦν στή σωτηρία.

Ἡ προσπάθεια κατήχησης στήν Κῶ καί στή Νίσυρο ἀπό τόν Μητροπολίτη Ναθαναήλ ξεκίνησε ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα πού ἔφτασε στό νησί: τό Σάββατο 28 Μαρτίου 2009. Τό βράδυ ἐκείνου τοῦ Σαββάτου ἑορταζόταν ἡ «Ὥρα τῆς Γῆς» κατά τήν ὁποία ἔσβησαν τά φῶτα καί πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση στήν Πλατεία Ἐλευθερίας μέ κεριά γιά νά σταλεῖ μήνυμα σεβασμοῦ πρός τόν πλανήτη μας καί τόν Κόσμο πού μᾶς προσέφερε ὁ Θεός γιά νά ζοῦμε σέ αὐτόν καί νά τόν προστατεύουμε.

Ὁ νεοαφιχθείς Μητροπολίτης ἦταν παρών!

Μέ τήν κίνησή του αὐτή ὁ νέος Ἐπίσκοπος ἔδωσε τό πρῶτο καί πολύ σημαντικό μάθημα κατήχησης: ὀφείλουμε νά προστατεύουμε τόν κόσμο μας. Ἡ οἰκολογική στάση ζωῆς καί ὁ σεβασμός πρός τή Δημιουργία εἶναι σαφής διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καίριος στόχος τοῦ Οἱκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου καί ἀποτελεῖ ὑποχρέωσή μας νά τήν ἐφαρμόζουμε.

Εὔκολα ἀντιλαμβανόμαστε τήν ὑψηλή σημειολογικά σημασία αὐτοῦ τοῦ πρώτου «κατηχητικοῦ μαθήματος» καί τήν αὐξημένη παιδαγωγική του διεισδυτικότητα καθώς γιά νά γίνει δέν χρειάστηκε νά εἰπωθεῖ οὔτε ἕνας λόγος.

Ἡ συνέχεια ἦταν ἀνάλογη. Ὁ νέος ποιμένας τῆς Κῶ καί τῆς Νισύρου ἀπό τότε διδάσκει καί κατηχεῖ μέ κάθε τρόπο στέλνοντας μέ τήν παρουσία του, τόν τρόπο τῆς βιοτῆς του, τίς διάφορες ἐπιλογές του κ.λπ. συνεχῶς κατηχητικά μηνύματα πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις.

Βέβαια, δέν ἀρκέστηκε μόνο σέ αὐτούς τούς ἔμμεσους τρόπους, ἀλλά προχώρησε καί σέ ἄμεση κατήχηση. Μέ σύντομο –καί τό τονίζω αὐτό– ἀλλά οὐσιαστικό, δίχως ἐπαναλήψεις καί ἀνούσια ἠθικολογία, κήρυγμα στή Θεία Λειτουργία, καί μάλιστα, ἀμέσως μετά τό Εὐαγγέλιο ὅπως ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖ νά γίνεται, ἑρμήνευε καί ἑρμηνεύει τά βιβλικά ἀναγνώσματα, παρουσιάζει τό νόημα τῆς ἑορτῆς καί μᾶς προσφέρει διδακτικές ἱστορίες, διαλεγμένες μέ τέχνη, ἀπό τά γεροντικά, τά συναξάρια καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε σιγά σιγά, βῆμα βῆμα νά οἰκοδομεῖται μέσα μας ἡ συνείδηση ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι εἶναι ζωτική ἀνάγκη νά γνωρίζουμε τή διδασκαλία της.

Τό ἴδιο πράττει καί σέ κάθε ἀκολουθία πού τελεῖ, καί δέν εἶναι λίγες, διδάσκοντας μέ τόν λόγο του δίχως νά ἀπωθεῖ. Ποτέ δέν ξεπέρασε τά πέντε λεπτά. Ὁμιλεῖ μέ ἁπλότητα καί ἀμεσότητα. Δέν ἐπαναλαμβάνει τά ἴδια καί τά ἴδια. Σέβεται τόν ἀκροατή του, τόν ἀντιμετωπίζει στοργικά, ὡς πατέρας.

Ἀπό τόν Σεπτέμβριο τῆς πρώτης χρονιᾶς ξεκίνησε καί τήν, ἐάν ἐπιτρέπεται νά τήν ποῦμε ἔτσι, κύρια δράση τῆς κατήχησης: δύο κατηχητικές συναντήσεις γιά ἐνήλικες καί πολλά κατηχητικά γιά παιδιά κάθε ἡλικίας.

Στήν κατήχηση ἐνηλίκων, πού σταθερά πραγματοποιεῖται κάθε Τετάρτη ἀπόγευμα (5.00-6.00 καί 6.00-7.00) στήν Αἴθουσα τῆς Πνευματικῆς Ἑστίας, ἀναλύονται κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ μεθοδικό τρόπο, στίχο στίχο. Ἐπειδή ὅμως ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι δυνατό νά περιοριστεῖ στά πλαίσια ἑνός κειμένου, ἡ συζήτηση πάντοτε ἐπεκτείνεται καί σέ ἄλλα θέματα, καθώς τό κείμενο ἤ ἡ καθημερινότητα λειτουργοῦν ὡς ἀφετηρία καί ἔναυσμα. Οἱ συναντήσεις αὐτές πού δίνουν σέ πολλούς ἀπό μᾶς τή δυνατότητα νά ἐκφράσουμε τίς ἀπορίες καί τίς ἀπόψεις μας, νά σχολιάσουμε τήν ἐπικαιρότητα, νά πληροφορηθοῦμε τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό ἕνα ἤ τό ἄλλο θέμα ἀποτελοῦν μία συστηματική προσπάθεια κατηχήσεως καί ὠφελοῦν ὅλους μας, κληρικούς καί λαϊκούς, ἐγγράμματους ἤ ὄχι, εὐσεβεῖς ἤ μή.

Ἡ κατήχηση ἐξελίσσεται σέ ἕνα στίβο γνώσης, ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων καί κυριαρχεῖ ἡ ἔγκυρη προσφορά τῆς πίστεώς μας μέ ὑπευθυνότητα καί σοβαρότητα, κάτι πού εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικό στήν ἐποχή μας, καθώς κατηχητικό ὑλικό ὑπάρχει σέ πολλές καί ποικίλες πηγές ἄφθονο, ἀλλά, δυστυχῶς, ὄχι πάντοτε ἀξιόπιστο καί ὀρθό.

Οἱ συναντήσεις ξεκινοῦν μέσα Ὀκτωβρίου (μέ τήν παραβολή τοῦ Σπορέως) καί ὁλοκληρώνονται πρίν ἀπό τήν Πεντηκοστή. Πραγματοποιοῦνται περίπου 35 διπλές συναντήσεις, στίς ὁποῖες ἔχουν ἤδη ἀναλυθεῖ πολλές ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου (μεταξύ ἄλλων ἡ πρός Γαλάτας, ἡ πρός Ρωμαίους, οἱ πρός Κορινθίους).

Βέβαια, ἡ κατήχηση δέν περιορίζεται σέ αὐτές τίς δράσεις μόνο. Σημαντικό εἶναι τό κήρυγμα πού ἐδῶ καί χρόνια ἀποστέλλεται ἀπό τόν Σεβασμιώτατο κάθε Κυριακή σέ ὅλες τίς ἐνορίες ὥστε κάθε πιστός νά μπορεῖ νά καταλάβει τά βιβλικά ἀναγνώσματα καί νά ἀποκομίσει χρήσιμα διδάγματα γιά τήν καθημερινότητά του.

Ταυτόχρονα διανέμονται ἔντυπα πού παρουσιάζουν κομμάτια τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί διδάσκουν τούς πιστούς μέ ἁπλό, κατανοητό καί σύντομο τρόπο.

Τό κήρυγμα ἔχει ἐπαναπροσδιοριστεῖ στή ζωή τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας καί λειτουργεῖ εὐεργετικά ὀργανικά συνδεδεμένο μέ τή λατρεία, ἀλλά καί τόν σύγχρονο κόσμο στόν ὁποῖο ζοῦμε. Δέν εἶναι μία θεωρητική ἀνάλυση, ἀλλά προσφέρεται ἔτσι ὥστε ὁ καθένας νά κάνει τίς κατάλληλες προεκτάσεις καί τίς ἀναγωγές στή ζωή καί τήν καθημερινότητά του.

Ἡ κατήχηση εἶναι ἕνα συναρπαστικό, μά ταυτόχρονα δύσκολο ἔργο. Ἀπαιτεῖ ἑτοιμότητα, εὐελιξία, ἐνημέρωση. Ὁ κατηχητής πρέπει νά γνωρίζει τό ἀντικείμενό του, ἀλλά καί τόν κατηχούμενο (εἴτε αὐτός δέν ἔχει βαπτιστεῖ ἀκόμη εἴτε εἶναι ἤδη χριστιανός). Πρέπει νά μπορεῖ νά μεταφέρει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ σύγχρονο τρόπο, χωρίς νά τόν ἀλλοιώνει. Νά νιώθει τό ἀκροατήριό του καί τίς ἀνάγκες του, ἀλλά νά τοῦ προσφέρει μέ εἰλικρίνεια τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου.

Ἡ κατήχηση δέν δίνει σύντομα καρπούς. Ὁ Ἐπίσκοπος πού ἐπενδύει σέ αὐτή θά δυσκολευτεῖ νά ἀξιολογήσει τά ἀποτελέσματα τοῦ ἔργου του, καθώς αὐτά δέν εἶναι εὔκολα μετρήσιμα. Μπορεῖ νά ἀγωνίζεται δεκαετίες καί νά μήν δεῖ τούς πιστούς του νά ἀλλάζουν ἀπόψεις καί συνήθειες στή ζωή τους. Εἶναι βέβαιο, ὅμως, ὅτι ὁ σπόρος πού μέ ἀγάπη φυτεύεται στίς δεκτικές καρδιές ἀργά ἤ γρήγορα θά ἀποδώσει καρπό ἑκατονταπλασίονα.

Γι᾿ αὐτό εὐχαριστώντας τόν Μητροπολίτη μας γιά ὅσα μᾶς προσφέρει, τοῦ εὐχόμαστε νά μπορέσει γιά πολλά πολλά χρόνια νά συνεχίσει νά μᾶς προσφέρει τά ἀγαθά τῆς κατηχήσεως καί νά μᾶς εὐλογεῖ καί νά μᾶς ἁγιάζει μέ τήν παρουσία του.

Ἄξιος!

                                                                                      Ἑλένη Ζαρίφη καί Ἀθανάσιος Μουστάκης

Νηστεία: τί ἀκριβῶς ἐπιδιώκουμε μέ αὐτή;

Ετικέτες

, ,

Προσφάτως διαβάσαμε στό διαδίκτυο κείμενο τοῦ κ. Νικολάου Παπαχαρτοφύλη, φιλολόγου καθηγητοῦ, μέ τίτλο «Ἐκ τοῦ στόματος τῶν νηστευόντων εἰς τόν ἀφεδρῶνα», στό ὁποῖο ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς νηστείας. Παρά τήν θετική, πιθανολογῶ, πρόθεσή του, δυστυχῶς προχωρᾶ σέ ἀπευκταῖες γενικεύσεις καί συνδέσεις καί ἐν τέλει, φρονῶ ὅτι, καταλήγει σέ ἀσαφές συμπέρασμα πού δέν βοηθᾶ τόν ἀναγνώστη νά σχηματίσει ἄποψη σχετικά μέ τό νόημα τῆς νηστείας.

Τό κείμενο ξεκινᾶ μέ τήν ὀρθή παραδοχή ὅτι ἡ νηστεία ὡς πρακτική ὑπάρχει ἀπό τήν ἀρχαιότητα καί συναντᾶται σέ πολλές θρησκεῖες. Πράγματι, σέ πολλές θρησκεῖες ἦταν πρόσφορο μέσο καθαρμοῦ καί ἐξαγνισμοῦ. Γιά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση, ὅμως, δέν ἰσχύει κάτι τέτοιο. Ἡ νηστεία δέν εἶναι μία ἀφηρημένη, θεωρητική, πρακτική. Δέν σχετίζεται μέ τήν κάθαρση, τόν ἐξαγνισμό, τήν ἀποτοξίνωση ἤ ὅ,τι ἄλλο συναφές μπορεῖ ἀκούσουμε ἤ νά διαβάσουμε. Εἶναι ἕνας τρόπος νά νιώσουμε τόν πλησίον πού στερεῖται, νά παλέψουμε μέ τόν ἑαυτό μας, νά ἀντιπαρατεθοῦμε μέ τίς ἀδυναμίες μας καί, ἐν τέλει, νά μετανοήσουμε. Μόνο ἐάν πεινάσουμε θά καταλάβουμε αὐτόν πού πεινᾶ. Μόνο ἐάν στερηθοῦμε θά ἀντιληφθοῦμε τί σημαίνει ἡ στέρηση.

Τό πλαίσιο τῆς νηστείας διαγράφει πολύ ὄμορφα ἡ εὐαγγελική περικοπή πού διαβάζεται στούς ναούς μας τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς (Ματθαίου 6:14-21). Σέ αὐτή, ἡ νηστεία δέν προσεγγίζεται ὡς ἕνα ἀτομικό κατόρθωμα πού μπορεῖ νά πετύχει ὁ πιό ἱκανός, ὁ πιό εὐφυής ἤ ὁ πιό ἰσχυρός, ἀλλά εἶναι ἕνας ἀγῶνας πού γιά νά πετύχει πρέπει νά προσεγγίζεται σέ σχέση μέ τόν ἕτερο. Γιά νά ἔχει νόημα ἡ νηστεία, ὅπως διδάσκει ὁ Χριστός στήν περικοπή αὐτή, πρέπει νά γίνεται μέ ταπείνωση, προσοχή καί διάκριση, ὥστε νά μήν προκαλεῖ τόν διπλανό μας, νά μήν λειτουργεῖ ὡς μία πράξη αὐτοεπιβεβαίωσης καί αὐτοθαυμασμοῦ. Δέν ἔχει ὡς σκοπό νά πετύχουμε τόν ἔπαινο τῶν ἄλλων, ἀλλά εἶναι μία ἄριστη εὐκαιρία νά ἐξετάσουμε τόν ἐαυτό μας καί νά δοῦμε ποῦ βρισκόμαστε. Ἡ νηστεία δέν γίνεται γιά νά μᾶς τιμήσουν οἱ ἄλλοι, ἀλλά γιά νά ἐπιτελέσουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο εἶναι νά μετανοήσουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας, οἱ ὁποῖες σταθερά μᾶς ἀπομονώνουν ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν συνάνθρωπο καί μᾶς στεροῦν τή χαρά τῆς ἐπικοινωνίας καί τῆς προσφορᾶς ἀγάπης.

Στό ἴδιο μῆκος κύματος κινεῖται καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, στό ὁποῖο ἡ νηστεία συσχετίζεται μέ τήν πίστη (πρός Ρωμαίους ἐπιστολή 13:11-14:4). Ὁ ἀπ. Παῦλος δηλώνει ξεκάθαρα ὅτι ὅποιος ἔχει σταθερή πίστη μπορεῖ νά παρακάμπτει τούς περιορισμούς τῆς νηστείας. Κι ἀμέσως, γιά νά μή θεωρηθεῖ ἡ νηστεία μιά τυπική θρησκευτική ὑποχρέωση, συμπληρώνει ὅτι αὐτός πού ἔχει προοδεύσει πνευματικά, δέν πρέπει νά ἐξαντλεῖ μέ τή στάση του αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀδύναμη πίστη καί ὀφείλει –ἀπέναντι στόν ἑαυτό του– νά νηστεύει. Καί ἀμέσως προτρέπει αὐτούς πού νηστεύουν νά μήν ἀσχολοῦνται μέ τί πράττουν ὅσοι δέν νηστεύουν, ἀλλά μέ τίς ἁμαρτίες τους. Δέν εἶναι δουλειά τῶν μέν νά ἀσχολοῦνται μέ τούς δέ, λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος. Ὁ καθένας ἄς κοιτᾶ τίς ἀδυναμίες του καί ἄς μήν παρεκλίνει ἀπό τόν στόχο του, πού εἶναι, πάντοτε, ἕνας καί μοναδικός: νά ξαναγυρίσει στόν Παράδεισο. Συνεχίζοντας, στρέφει τήν προσοχή μας στήν κατάκριση καί μετ᾿ ἐπιτάσεως μᾶς προτρέπει νά τήν ἀποφεύγουμε.

Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στή χριστιανική νηστεία καί στή νηστεία ὅπως τήν παρουσιάζουν τά ἀρχαιοελληνικά ἀποσπάσματα πού παραθέτει ὁ κ. Παπαχαρτοφύλης εἶναι σαφής καί εὐδιάκριτη. Στό πρῶτο ἐπί παραδείγματι ἀναφέρεται στή συνήθεια τῶν μάντεων τῆς Δωδώνης νά ἀσκοῦνται μέ χαμαικοιτία καί ἀποφυγή πλυσίματος τῶν ποδῶν. Ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ κειμένου εἶναι ὅτι αὐτό τό κάνουν, ὄχι ὡς ἄσκηση, ὡς ἀγῶνα ἐνάντια στά πάθη τους, ἀλλά γιά νά λατρεύσουν καί νά ἐξευμενίσουν τόν Δία. Στό σημεῖο αὐτό βρίσκεται ἡ διαφορά μέ τή χριστιανική παράδοση: ὁ Τριαδικός Θεός δέ ζητᾶ τέτοιου εἴδους λατρεία.

Τό ἑπόμενο ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπό τό ἔργο Ἱππόλυτος τοῦ Εὐριπίδη. Παραθέτω τή μετάφραση τῶν στίχων 952-956 ὅπως τήν ἔκανε ὁ Κ. Βάρναλης:

«Κόμπαζε τώρα καί περίπαιζέ μας,
πώς τάχα τρῶς ἀναίματη θροφή
καί μέ μπροστάρη τόν Ὀρφέα βακχεύεις,
πιστεύοντας τά φούμαρα, ὅσα γράφουν
παλιοφυλλάδες.»

(http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?page=23&text_id=124).

Τό κείμενο αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ σέ παρόμοια συμπεράσματα μέ τό προηγούμενο: ἡ ἀποχή τῆς τροφῆς ἔχει ἐντελῶς διαφορετική ἀφετηρία ἀπό αὐτή τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἡ ἀποχή ἀπό κρέατα γίνεται γιά νά ξεγελάσει τούς θεούς, γιά νά «φανεῖ τοῖς θεοῖς καί τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων» καί ὄχι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, ὅπως διδάσκει ὁ Χριστός.

Στό ἀπόσπασμα ἀπό τά Χρυσά Ἔπη τῶν Πυθαγορείων ὑποθέτω ὅτι θέλει νά σχολιάσει ὅτι τονίζουν ὅτι συνεχῶς πρέπει νά ἐλέγχουν τόν ἑαυτό τους καί νά μήν ἐπαναπαύονται στήν ἐπιφανειακή προσήλωση στόν τύπο, ὄπως πιθανολογῶ, θεωρεῖ ὁ κ. Παπαχαρτοφύλης. Στήν πραγματικότητα, ἐάν συμβαίνει κάτι τέτοιο σέ κάποιον πιστό πού νηστεύει, δηλαδή, ἐάν ἐπαναπαύεται μόνο στήν ἄσκηση τῆς νηστείας, εἶναι ὁλοκάθαρα σέ λάθος δρόμο. Κι αὐτό διαπιστώνεται ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Πατέρων καί, ἐν γένει, τῆς Ἐκκλησίας. Καί νομίζω ὄτι δέν εὐθύνεται ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του γιά τίς δικές μας παραχαράξεις τοῦ λόγου Του καί τίς ἐκτροπές στό θέμα τῆς νηστείας, ἐν προκειμένῳ.

Ἐνδιαφέρον ἔχει τό ἀπόσπασμα ἀπό τόν πρ. Ἠσαΐα πού παραθέτει, καθώς καί σέ αὐτό σαφέστατα ἡ νηστεία συνδέεται μέ τόν πλησίον, τήν καταπολέμηση τῆς ἀδικίας, τή στήριξη τῶν καταρρακωμένων ἀνθρώπων, τήν ἐνίσχυση τῶν πασχόντων καί τή φροντίδα πρός τόν ἐμπερίστατο. Μάλιστα, αὐτό τό ἀπόσπασμα μᾶς θυμίζει τήν παραβολή τῆς Κρίσεως (Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω) στήν ὁποία ὁ Χριστός δηλώνει ξεκάθαρα ὅτι θά σωθεῖ αὐτός πού ἐνισχύει, ταΐζει, ποτίζει, βοηθᾶ καί ἐπισκέπτεται ὅποιον ἔχει ἀνάγκη σάν νά ἦταν αὐτός ὁ Ἴδιος.

Ἡ νηστεία, ὅπως σημειώνεται στό ἀπόσπασμα ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα, δέν γίνεται γιά τόν Θεό, γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ ματαιοδοξία Του, ὅπως συχνά πίστευαν στήν ἀρχαιότητα ὅτι ἀπαιτοῦνταν. Σέ παρόμοια συμπεράσματα μᾶς ὁδηγοῦν καί τά ἄλλα παραδείγματα ἀπό τή χριστιανική παράδοση πού παραθέτει ὁ κ. Παπαχαρτοφύλης: ἡ νηστεία εἶναι μία πνευματική δυνατότητα πού ἔχουμε γιά νά πολεμήσουμε τήν ἁμαρτία ὄχι τῶν ἄλλων (κάτι πού εἶναι εὔκολο), ἀλλά τή δική μας.

Γι᾿ αυτό οἱ Πατέρες καί οἱ ἐκκλησιαστικοί συγραφεῖς πού ἀναφέρονται στή νηστεία τήν προβάλλουν ὡς ἕνα γενικότερο ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ γιά νά ἀντιμετωπίσει τίς ἀδυναμίες του. Ἡ νηστεία ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀποχή κάποιων ἐδεσμάτων καί κάποιων τροφῶν καί ἐπεκτείνεται ὥστε νά περιλάβει κάθε ἐκδήλωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου πού ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου πού ἀποδίδεται στόν ἅγιο Ἐφραίμ τόν Σῦρο καί στήν ὁποία ὁ πιστός ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά μήν τοῦ δώσει «πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας», καθώς ὅλες αὐτές οἱ καταστάσεις τόν ἐμποδίζουν νά ἀγαπήσει δίχως προϋποθέσεις τόν ἀδελφό του. Ἀντιθέτως ζητᾶ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα νά λάβει «πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονής καί ἀγάπης» διότι αὐτές οἱ ἀρετές θά ἀλλάξουν τή σχέση του μέ τό πλησίον καί θά τήν θέσουν σέ νέα, πνευματική, ἐκκλησιαστική, ὀρθότερα, βάση.

Βέβαια, καί μέ αὐτό θά κλείσουμε, θά ἦταν οὐτοπικό νά εὐελπιστεῖ κάποιος ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί θά νηστεύσουν ἤ ὅτι ὅλοι ὅσοι νηστεύουν θά τό κάνουν μέ αὐτές τίς παραμέτρους. Αὐτό ἐντάσσεται στήν προσπάθεια πού κάνει καθένας. Τό ὅτι ὑπάρχει ὑποκρισία ἤ ἀστοχίες ἐκ μέρους τῶν πιστῶν δέν πρέπει νά μᾶς ὁδηγήσει στό συμπέρασμα ὅτι οἱ πιστοί εἶναι ὑποκριτές ἤ, πολύ περισσότερο, ὅτι ἡ θρησκευτικότητα, γενικῶς, εἶναι ἐπίπλαστη καί ὑποκριτική. Ὁ ἀγῶνας μέ τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη δέν εἶναι εὔκολος. Εἶναι σκληρός, πολυμέτωπος, συνεχής καί ἀπαιτεῖ ὅλες τίς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό, κατά τή διάρκειά του ἔχουμε σαφέστατη συνείδηση ὅτι δέν πορευόμαστε σέ αὐτόν μόνοι μας, ἀλλά μέ συμπαραστάτη καί βοηθό μας τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδειξε αὐτόν τόν δρόμο. Γι᾿ αὐτό τόν ἐπικαλούμαστε συνεχῶς, ἐλπίζουμε σέ αὐτόν καί δέν ἀπογοητευόμαστε ἀπό τίς ἀποτυχίες καί τίς ἀστοχίες μας. Ὅταν μᾶς στηρίζει ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καί ζητᾶμε τή βοήθειά Του, εἶναι σίγουρο ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα θά βροῦμε τόν δρόμο πρός τή σωτηρία καί τήν αἰώνια ζωή!

Καλή Σαρακοστή!

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: Ἡ ἑορτὴ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο

Ετικέτες

, , , , ,

Τὸ κείμενο αὐτὸ φιλοξενήθηκε στὸ τεῦχος 47 τοῦ ἠλεκτρονικοῦ περιοδικοῦ e-Νῆσος Κῶς τοῦ ἀγαπητοῦ φίλου Ζαχαρία Κουζούκα ποὺ δημοσιεύθηκε τὸ 2017 λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων.

«Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2:1-2).

«Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ ἡγεμόνας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος ἐξέδωσε διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο διέταζε νὰ ἀπογραφοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι. Ἡ ἀπογραφὴ αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ποὺ ἔγινε ὅταν διοικητὴς τῆς Συρίας ἦταν ὁ Κυρήνιος».

Statue-Augustus

Χαρακτηριστικό ἄγαλμα τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου ποὺ ἦταν αὐτοκράτορας ἀπὸ τὶς 16 Ἰανουαρίου 27 π.Χ. μέχρι τὶς 19 Αὐγούστου 14 μ.Χ. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του γεννήθηκε ὁ Χριστός.

Μὲ αὐτὴ τὴ φράση ξεκινᾶ τὸ δεύτερο κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος, ὅπως διαπιστώνουμε καὶ ἀπὸ τὶς Πράξεις, τὸ ἄλλο βιβλίο ποὺ συνέγραψε, εἶχε πολὺ καλὴ σχέση μὲ τὴν ἱστορία καὶ φρόντιζε νὰ παραθέτει στὰ κείμενά του ἀρκετὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ νὰ θεμελιώνει τὰ γεγονότα ποὺ κατέγραφε καὶ νὰ ἐξασφαλίζει, πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, τὴν ἀξιοπιστία τους.

Ἡ τακτική του αὐτή, ποὺ εἶναι πολὺ χρήσιμη στὸν ἀναγνώστη κάθε ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ στὸν ἐπιστήμονα ἱστορικὸ ποὺ σκύβει ἐπάνω στὰ βιβλικὰ κείμενα μὲ σοβαρότητα καὶ ὑπευθυνότητα, μᾶς προσφέρει πλῆθος ἀπὸ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα καὶ σημαντικὲς πληροφορίες ποὺ ἀλλάζουν τὴ στάση μας ἀπέναντι στὰ ἱερὰ κείμενα καὶ μᾶς βοηθοῦν νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὴν Ἀλήθεια ποὺ κηρύσσουν καὶ μεταφέρουν στὸν κόσμο μας.

Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε ἦταν πολὺ προσεκτικὴ καὶ διακριτικὴ ἀπέναντι στὴν τάση ἀκαδημαϊκῆς ὑπερανάλυσης καὶ «στεγνῆς» ἐπιστημονικῆς προσέγγισης τῶν ἱερῶν κειμένων, καθὼς βασικὸ στοιχεῖο τῆς παραδόσεώς της εἶναι ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ διαβάζονται καὶ κατανοοῦνται μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, ἐφ᾿ ὅσον ἀπὸ αὐτὴ γράφτηκαν καὶ σὲ αὐτή, πρώτα ἀπὸ ὅλα, ἀπευθύνονται. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ προσπάθεια νὰ ἀναλυθοῦν, νὰ ἑρμηνευθοῦν καὶ νὰ προσεγγιστοῦν ἐκτὸς τῶν πνευματικῶν πλαισίων της κρύβει κινδύνους παρανοήσεων καὶ παρερμηνειῶν. Πράγματι, αὐτὸ συνέβη μὲ τὶς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες τὶς περισσότερες φορὲς ξεπήδησαν ἀπὸ ἐσφαλμένες προσεγγίσεις τῶν ἱερῶν κειμένων, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες προῆλθαν ἀπὸ πιστούς, λαϊκοὺς καὶ κληρικούς, οἱ ὁποῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ καταλάβουν ποιὰ εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἐπιδόθηκαν σὲ ἀνεπιτυχεῖς προσπάθειες ἀναζήτησής της.

Διαβάζοντας, λοιπόν, τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στὰ γεγονότα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου διαπιστώνουμε ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸν καμβὰ τοῦ ἔργου εἶναι ὁ χρονικὸς προσδιορισμὸς τοῦ γεγονότος σὲ σχέση μὲ τὴν ἱστορία τοῦ κυρίαρχου κράτους τῆς ἐποχῆς του: τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

Οἱ ἀπογραφὲς ἦταν συνηθισμένη πρακτικὴ τῆς ρωμαϊκῆς διοίκησης γιὰ νὰ γνωρίζει τὰ δημογραφικὰ καὶ οἰκονομικὰ δεδομένα τῶν ἐπαρχιῶν της. Γι᾿ αὐτὸ ἀπογραφὲς διενεργοῦνταν σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν κατάκτηση κάθε νέας περιοχῆς καὶ τὴν ἔνταξή της στὴν Αὐτοκρατορία.

Ἡ Συρία ἐνσωματώθηκε στὴν Αὐτοκρατορία τὸ 64 π.Χ. ἀπὸ τὸν Πομπήιο, ὁ ὁποῖος ἐνεπλάκη δυναμικὰ στὶς ὑποθέσεις τῆς Ἀνατολῆς, κυρίευσε πολλὲς νέες περιοχὲς καὶ δημιούργησε πολλὰ μικρὰ βασίλεια ὑποτελῆ στὴ Ρώμη. Ἡ ἐπαρχία τῆς Συρίας ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀνῆκε στὸν Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἰσέπρατε τὰ ἔσοδα ποὺ προέρχονταν ἀπὸ αὐτὴ καὶ διόριζε λεγάτους, δηλαδὴ ἀντιπροσώπους του, ὡς διοικητές της (legatus Augusti pro praetore).

Pompey_the_Great,_Augustean_copy_of_a_70-60_BC_original,_Venice_Museo_Archeologico_Nazionale_(22205132751)

Ὁ Γάιος Πομπήιος Μάγνος ἦταν μία μεγάλη μορφὴ τῆς Ρώμης. Καθοριστικῆς σημασίας ἦταν τὸ ἔργο του στὴν Ἀνατολή, μὲ τὸ ὁποῖο ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Γεννήθηκε τὸ 106 στὴν Ἰταλία καὶ πέθανε τὸ 48 π.Χ. στὴν Αἴγυπτο, ὅπου κατέφυγε μετὰ τὴν ἥττα του στὰ Φάρσαλα ἀπὸ τὸν Ἰούλιο Καίσαρα, δολοφονημένος ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ Πτολεμαίου τοῦ Γ΄.

Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη ὁ Κυρήνιος ἀρχικὰ ὑπηρέτησε στὴ Συρία ὑπὸ τὶς διαταγὲς ἄλλου διοικητοῦ καὶ τότε πραγματοποίησε, ὡς ὑπεύθυνος, τὴν ἀπογραφὴ ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (γύρω στὸ 6 π.Χ.). Ἀπογραφή, ὡς διοικητὴς καὶ legatus τοῦ Αὐγούστου πλέον, ἔκανε στὴν Ἰουδαία τὸ 6 μ.Χ., μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἀρχέλαου (4 π.Χ.-6 μ.Χ.) ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Ἡρώδη τοῦ Μεγάλου. Ἡ ἀπογραφὴ αὐτή, μάλιστα, προκάλεσε σοβαρότατες ἀντιδράσεις ἐκ μέρους τῶν Ἰουδαίων.

Ἀναμφίβολα, σκοπὸς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ δὲν εἶναι νὰ συγγράψει μία ἱστορία τῆς Συρίας ἢ τῆς Ἰουδαίας. Ἡ ἐνδιαφέρουσα, σημαντικὴ καὶ συχνὴ παράθεση ἱστορικῶν στοιχείων ἐξυπηρετεῖ θεολογικοὺς σκοπούς. Μὲ αὐτὴ θέλει νὰ ὑπογραμμίσει τὴν εἴσοδο τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία καὶ νὰ τονίσει τὴν παρουσία Του μέσα σὲ αὐτή. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν στὸ εὐαγγέλιο καί, πολὺ περισσότερο, στὶς Πράξεις φροντίζει νὰ σκιαγραφεῖ τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ἐντὸς τοῦ ὁποίου κινήθηκε ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε αὐτὸ τὸ σχῆμα, ποὺ ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἱστορία καὶ κατάληξη τὰ ἔσχατα, ἀρκεῖ νὰ παρατηρήσουμε τὸν τρόπο ποὺ δομεῖται ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ καταγράφεται στὸ βιβλίο Πράξεις Ἀποστόλων, τὸ ὁποῖο ἂν καὶ ἔχει αὐστηρὴ ἱστορικὴ δομὴ καὶ κινεῖται σὲ πολὺ συγκεκριμένο ἱστορικὸ πλαίσιο δὲν ἐξαντλεῖται σὲ αὐτό. Ἀντιθέτως, τὸ πλαίσιο αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τὴν ἀσυγκράτητη πορεία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ἰερουσαλὴμ μέχρι τὸ κέντρο τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου τὴν πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας, τὴν ἴδια τὴ Ρώμη. Σὲ κάθε βῆμα αὐτῆς τῆς δυναμικῆς πορείας ψηλαφοῦμε τὴν παρουσία τῆς πρόνοιας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μεταμορφώνει τὰ προβλήματα καὶ τὰ ἐμπόδια, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὸν θάνατο σὲ εὐκαιρίες γιὰ ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἐνίσχυση τῆς νεόφυτης Ἐκκλησίας.

Εἶναι ἀπολύτως κατανοητό, λοιπόν, τὸ ὅτι ἀρχικὰ ἡ ἑορτὴ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἑορταζόταν μόνη της, ἀλλὰ στὶς 6 Ἰανουαρίου μαζὶ μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως. Ἡ διπλὴ αὐτὴ ἑορτὴ τῆς Ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς φανέρωσής Του στὸν κόσμο, δίνει τὸ στίγμα τοῦ μηνύματος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ: ἦρθε γιὰ νὰ μεταμορφώσει, νὰ ἀνακαινίσει τὸν κόσμο μας. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔλαβε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἐξαγιάσει, καθὼς μετὰ τὴν πτώση εἶχε διαλύσει τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ καὶ εἶχε χάσει τὴ θέση του στὸν Παράδεισο.

Αὐτὴ ἡ ζωογόνος παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία δηλώνεται ἤδη ἀπὸ τὸν 8ο π.Χ. αἰῶνα μὲ τὴν πολὺ γνωστὴ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ» (Ἠσαΐα 7:14, τὴν παραθέτει καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος 1:23), μὲ τὴν ὁποία δηλώνεται ἡ σαφὴς πρόθεση τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσχωρήσει στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ δουλεία τοῦ θανάτου. Ἡ ἐκπεφρασμένη αὐτὴ πρόθεση τοῦ Θεοῦ δηλώνεται ἐναργῶς μὲ τὸν θεολογικὸ προσδιορισμὸ τοῦ ὀνόματος τοῦ τέκνου τῆς Παρθένου: «ἰμμάνου (= μεθ᾿ ἡμῶν) ἐλ (= ὁ Θεός)», δηλαδὴ «μαζί μας ὁ Θεός», καὶ σὲ ἐξελληνισμένη μορφή, ὅπως μᾶς παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα, «Ἐμμανουήλ».

Ἀκριβῶς αὐτὸ ἦρθε νὰ μᾶς προσφέρει ὁ Χριστὸς μὲ τὴ Σάρκωσή Του: νὰ εἶναι δίπλα μας, νὰ μᾶς στηρίξει καὶ νὰ δημιουργήσει τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ κερδίσουμε καὶ πάλι τὸν Παράδεισο ποὺ χάσαμε κατὰ τὸ παρελθόν.

Μάλιστα, τὸ ὄνομα Ἐμμανουὴλ ἔχει ἐγγραφεῖ στὶς συνειδήσεις μας σὲ πλήρη ἀντιστοιχία μὲ τὸν προσδιορισμὸ «Σωτὴρ» καὶ τὸν προσδιορισμὸ «Χριστὸς» ποὺ μεταφέρουν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο μήνυμα: Ὁ Θεὸς Χριστὸς εἶναι μαζί μας γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

gennisis

Τὸ λεπτὸ σημεῖο σὲ αὐτὴν τὴν κενωτικὴ κίνηση ἀπροϋπόθετης ἀγάπης εἶναι ὅτι γιὰ νὰ λειτουργήσει στὴ ζωή μας καὶ νὰ μᾶς προσφέρει τὴ σωτηρία εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ δική μας συνδρομή. Ὁ Χριστὸς μᾶς προσφέρει μία δυνατότητα, χωρὶς νὰ μᾶς ἐκβιάζει, ἀλλὰ μᾶς βοηθᾶ νὰ ἐνεργοποιήσουμε τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ὁποία μᾶς προίκισε ἤδη ἀπὸ τὴ δημιουργία μας.

Γι᾿ αὐτὸ στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας δὲν χωρᾶ πουθενὰ καὶ δὲν ταιριάζει ποτὲ ἡ ἀπαισιοδοξία, ἡ ὁποία μακριὰ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ τσακίζει τὴ ζωή μας. Ὁ κόσμος μας, ὅπως ἐξαγιάζεται μὲ τὰ Μυστήρια, πορεύεται πρὸς τὴ σωτηρία.

Γι᾿ αὐτὸ στὸν πνευματικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἁρμόζουν σχόλια τοῦ τύπου «ἄδειασαν οἱ Ἐκκλησίες …», «στὴν ἐποχή μας οἱ νέοι δὲν πᾶνε στὴν Ἐκκλησία…» καὶ τὰ συναφῆ. Ἡ Ἐκκλησία διαρκῶς σώζει τὸν κόσμο μας. Ὅποιος συνδέεται μέ αὐτὴ σώζεται, οἱ ὑπόλοιποι κάνοντας χρήση τῆς ἐλευθερίας, τοῦ μεγαλύτερου δώρου ποὺ μᾶς προσέφερε ὁ Θεός, στεροῦν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους αὐτὴ τὴ σπουδαία δυνατότητα καὶ πορεύονται τὴ ζωή τους κατὰ τὶς ἐπιλογές τους. Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅμως, ἔχει δημιουργήσει ἕνα προηγούμενο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει οὔτε ἀπὸ τὴ δική μας ἀπιστία, οὔτε ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία μας.

August_Labicana_Massimo_Inv56230

Ὁ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος μὲ τὰ ἔνδύματα τοῦ Pontifex Maximus τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ρωμαϊκῆς κρατικῆς λατρείας.

Ζώντας στήν ἀποστολική ἐποχή (4ο μέρος) Ἀποστολική Ἐκκλησία: ἦταν ὅλα ἰδανικά;

Ετικέτες

, , , , , , , , , ,

Ἡ σημερινή ἀνάρτηση εἶναι τό τέταρτο καί τελευταῖο μέρος τοῦ εὐρύτερου θέματος «Ἡ ζωή στήν ἀποστολική ἐποχή», μέ τό ὁποῖο εὐελπιστοῦμε νά συμβάλουμε στήν κατανόηση τῆς τότε ζωῆς καί καθημερινότητας, ἄλλα καί πτυχῶν τῶν πρώτων χρόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πρώτη ἀνάρτηση ἦταν εἰσαγωγική, ἡ δεύτερη ἀναφέρθηκε σέ διαφορές στήν καθημερινότητα, τότε καί τώρα, καί ἡ τρίτη σέ διαφορές στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί λατρεία.

Μέ τό σημερινό κείμενο θά δοῦμε ἐπιλεκτικά καί πολύ σύντομα κάποια σημεῖα ἐντάσεων, μικρά προβλήματα καί δυσκολίες πού ὑπῆρχαν καί ἀποδίδουν μέ ἀκρίβεια τήν πραγματική, καί ὄχι ὡραιοποιημένη, εἰκόνα ἑνός ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ πού ἔκανε τά πρῶτα του βήματα στόν σκληρό ἐλληνιστικό-ἑλληνορωμαϊκό κόσμο.

Ἤδη ἀπό τήν ἐποχή πού ὁ Χριστός ἦταν μαζί μέ τούς δώδεκα Ἀποστόλους ὑπῆρχαν προβλήματα καί ἀστοχίες τῶν μαθητῶν πού οἱ εὐαγγελιστές, δίχως δισταγμό, παρουσιάζουν στά κείμενά τους.

Δειγματοληπτικά μποροῦμε νά ἀναφέρουμε τήν τριπλή ἄρνηση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ὅταν ὁ Διδάσκαλος ἦταν μόνος, ἀπροστάτευτος, ἐξουθενωμένος καί βάδιζε πρός τό μαρτύριο (Ματθ. 26:69-75 καί τά παράλληλα χωρία), τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ἑνός ἐκ τῶν Δώδεκα (Λουκᾶ κεφάλαιο 22), ὁ ὁποῖος εἶχε ζήσει τόν Κύριο ἀπό κοντά, εἶχε δεῖ καί ἀκούσει πολλά καί σημαντικά, χωρίς ὅμως νά τόν ἀποτρέψουν ἀπό τήν προδοσία… Αὐτά ἴσως εἶναι τά πιό σημαντικά, ἀλλά τά συνοδεύουν καί μιά σειρά ἄλλα ὅπως ἡ ἀδυναμία τοῦ Πέτρου καί τῶν ἄλλων μαθητῶν νά μείνουν ξάγρυπνοι κατά τήν ἀγωνιώδη προσευχή τοῦ Κυρίου στή Γεθσημανή, λίγες στιγμές πρίν ἀπό τή σύλληψή του (Μαρκ. 14:32-42), τήν ἀδυναμία τους νά θεραπεύσουν ἀσθενεῖς (Μαρκ. 9:14-29), τίς διαφωνίες ἀνάμεσα στούς μαθητές γιά τό πρωτεῖο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τήν ἐμπλοκή τῆς μητέρας τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου (Ματθ. 20:20-23), τήν ἀγανάκτηση τῶν ἄλλων μαθητῶν μπροστά σέ αὐτές τίς ἀπαιτήσεις (Ματθ. 20:24-28, Λουκ. 22:24-27) κ.λπ.

Μυστικός_Δείπνος_του_Duccio

Αὐτά τά περιστατικά, καί ὅποια ἄλλα συναφῆ ὑπάρχουν, δέν ἀπαλείφθηκαν ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, ἀκόμη καί ἄν κάποιος μποροῦσε νά θεωρήσει ὅτι ἐκφράζουν ἀποτυχίες στό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τήν πρώτη στιγμή, ἀντελήφθη ὅτι τό ἔργο αὐτό δέν παραμερίζει τά προσωπικά χαρακτηριστικά κάθε ἀνθρώπου, δέν διαγράφει τίς ἀδυναμίες του, δέν ἀκυρώνει τά λάθη του. Ἀντιθέτως! Ὁ καθένας μας πορεύεται μέ αὐτά προσπαθώντας νά τά ὑπερβεῖ!

Τήν ἴδια ἀκριβῶς στάση ἀκολούθησε ἡ Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τήν Ἀποστολική Ἐποχή.

Τό σημαντικότερο ἀπό τά κάπως ἄβολα, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, περιστατικά εἶναι ἡ ἀντιπαράθεση τοῦ ἀπ. Παύλου μέ τόν ἀπ. Πέτρο στήν Ἀντιόχεια πού συνέβη λίγο μετά τήν Ἀποστολική Σύνοδο (Γαλ. 2:11-14). Σύμφωνα μέ τήν περιγραφή ὁ ἀπ. Πέτρος παρασύρθηκε καί, ἀκολουθώντας τίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ζήτησε οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοί νά τρῶνε σέ χωριστά τραπέζια ἀπό τούς ἐξ Ἰουδαίων πιστούς. Ὁ ἀπ. Παῦλος, μόλις τό ἀντελήφθη, ἀντέδρασε πολύ δυναμικά τονίζοντας ὅτι ἡ στάση τοῦ ἀπ. Πέτρου ὁδηγεῖ σέ ἀλλοίωση τῆς «ἀλήθειας τοῦ εὐαγγελίου». Ἡ ἱστορία δικαίωσε τόν ἀπ. Παῦλο, καθώς ἡ πρακτική τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν πιστῶν δέν υἱοθετήθηκε, ἀλλά καί τόν ἀπ. Πέτρο, ὁ ὁποῖος, ἀντιλαμβανόμενος τήν ὀρθότητα τοῦ ἐλέγχου τοῦ ἀπ. Παύλου, ἄλλαξε στάση, μέ διάκριση καί πλήρη ἀπουσία ἐγωισμοῦ, καί διέσωσε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀνεξαρτησία της ἀπό τόν ἰουδαϊσμό.

Τό δεύτερο γνωστό «ἐνοχλητικό» περιστατικό εἶναι ὁ «παροξυσμός» ἀνάμεσα στόν ἀπ. Παῦλο καί στόν ἀπ. Βαρνάβα σχετικά μέ τό ἄν θά ἔπαιρναν μαζί τους στή δεύτερη ἀποστολική τους περιοδεία τόν Ἰωάννη Μᾶρκο (Πρ. 15:37-41). Ὁ ἀπ. Παῦλος προέβαλε ἐνστάσεις καί, τελικά, οἱ δύο ἀπόστολοι ἀκολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους: ὁ μέν Βαρνάβας μαζί μέ τόν Ἰωάννη Μᾶρκο, ὁ δέ Παῦλος μέ τόν Σίλα.

Προβλήματα ὑπῆρξαν καί πρό τῆς μεταστροφῆς τοῦ ἀπ. Παύλου στήν Ἐκκλησία τῆς Ἰερουσαλήμ, ὅταν οἱ ἑλληνιστές Ἰουδαῖοι χριστιανοί διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα ὅτι οἱ χῆρες τους δέν ἐλάμβαναν τήν προσοχή καί τή φροντίδα πού τούς ἄξιζε (Πρ. 6:1-7). Τό ζήτημα αὐτό πού ἦταν καθαρά πρακτικό, ἀλλά ταυτόχρονα ἔκρυβε καί μία ὑποβόσκουσα ἀντιπαλότητα, ἤ ἔστω ἀδυναμίες στήν ὀργάνωση, ἀντιμετωπίστηκε ἄμεσα μέ τήν ἐκλογή τῶν ἑπτά διακόνων. Ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι οἱ διάκονοι ἀνῆκαν στίς τάξεις τῶν ἑλληνιστῶν γεγονός πού δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία, καί ἰδιαιτέρως οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι, προτίμησαν νά ἀποφύγουν νά ἀναμείξουν τούς πρώην ἑλληνιστές καί τούς ἐξ Ἰουδαίων χριστιανούς, καθώς φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε μία ἤπια ἔνταση καί ἴσως ἀμοιβαία δυσπιστία.

Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἔνιωθαν ἔντονο φόβο γιά τόν πρώην διώκτη Σαῦλο μέ ἀποτέλεσμα νά μήν τολμοῦν νά ἐπικοινωνήσουν μαζί του, ἀλλά νά χρειαστεῖ νά τόν ὁδηγήσει πρός αὐτούς ὁ ἀπ. Βαρνάβας, ὥστε νά τόν γνωρίσουν, νά διαπιστώσουν μέ τά μάτια τους τήν αὐθεντικότητα τῆς μεταστροφῆς του καί νά μπορέσουν, ἐν τέλει, νά τόν ἐμπιστευθοῦν (Πρ. 9:26-28).

Τά δύο τελευταῖα περιστατικά παρουσιάζουν μία πολύ εἰλικρινῆ καί ἀληθινή εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας: οἱ χριστιανοί ἦταν βαπτισμένοι, ἀναγεννημένοι ἐν Χριστῷ, ἀλλά ταυτόχρονα οἱ ἀνθρώπινες συμπάθειες καί ἀντιπάθειες ἤ ὁ φόβος γιά τόν ἐχθρό, τόν πρό ὀλίγου διώκτη, δέν ἦταν δυνατό νά «κοποῦν μέ τό μαχαίρι».

Οἱ ἀπόστολοι στήν περίπτωση τοῦ γογγυσμοῦ τῶν ἑλληνιστῶν ἀπέφυγαν μέ τή στάση τους τή σύγκρουση, τοποθέτησαν τούς διακόνους καί ἄφησαν τόν χρόνο νά λειτουργήσει εὐεργετικά πρός ὄφελος τῆς ἀμοιβαίας γνωριμίας καί ἑνότητας. Εὔκολα φαντάζεται κανείς πόσο σημαντικές ἦταν αὐτές οἱ ἀποφάσεις, στό περιβάλλον τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν, ὅπως ἤδη ἔχουμε ἀναφέρει, δέν εἶχαν διαμορφωθεῖ πλήρως οὔτε τά θεσμικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας οὔτε τό σῶμα τοῦ κλήρου οὔτε ἡ λατρεία. Τό γεῦμα ἀποτελοῦσε τόν κύριο τόπο συνάντησης καί ἐπικοινωνίας τῶν πιστῶν. Γι᾿ αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι καί στήν Ἀντιόχεια κατά τή διαφωνία Πέτρου καί Παύλου τό πρόβλημα προέκυψε καί πάλι γύρω ἀπό τή διαδικασία τῶν γευμάτων. Μάλιστα, εἶναι σαφές ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος, ἐξ ἀρχῆς, τό ἀντιμετώπισε ὡς θέμα οὐσίας καί ὄχι ὡς μία συνήθεια κατά τήν ὁποία ἀλλοῦ (π.χ. στήν Ἰερουσαλήμ ἤ σέ περιοχές μέ αὐξημένο ἰουδαϊκό πληθυσμό) μποροῦσαν νά τηροῦν τόν Μωσαϊκό Νόμο καί ἀλλοῦ (π.χ. στήν Ἀντιόχεια ἤ στίς περιοχές μέ ἐθνικό πληθυσμό) νά τόν παρακάμπτουν. Αὐτή ἦταν καί ἡ διαφορά του μέ τόν ἀπ. Πέτρο, ὁ ὁποῖος ὑποχώρησε γιά νά ἀποφευχθεῖ τό πρόβλημα, ἀλλά μέ αὐτή του τή στάση παρ᾿ ὀλίγον νά δημιουργηθεῖ προηγούμενο καί τελικά νά συρθεῖ ἡ Ἐκκλησία στήν τήρηση τοῦ Νόμου παρά τή σαφέστατη διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά ὑπέρβασή του.

Τά προβλήματα αὐτά, πού μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἔγιναν λιγότερο ἔντονα, ἀπαιτοῦσαν χρόνο καί καλή διάθεση ἐκ μέρους τῶν χριστιανῶν γιά νά ξεπεραστοῦν. Πολλά ἀπό αὐτά δέ ἐπιβιώνουν, παραλλαγμένα ἤ ὄχι, μέχρι τίς μέρες μας.

Ἡ γνωριμία τῶν διαφορετικῆς προελεύσεως πιστῶν, ἡ ζύμωση μέσα στόν πνευματικό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ἡ ὑπακοή στό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καί ἡ προσήλωση στήν «ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου» δημιούργησαν τίς κατάλληλες συνθῆκες γιά νά παραμεριστοῦν οἱ ἀντιθέσεις καί νά προχωρήσει ἡ Ἐκκλησία.

Εἶναι πολύ σημαντικό ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση, ὅπως καί ἐάν ἐκφράζεται, ἐπέλεξε συνειδητά νά περιλάβει αὐτά τά θέματα στό ὑλικό πού ἔφτασε σέ μας. Ἡ ἐπιλογή αὐτή, πού δέν εἶναι ἀπόφαση κάποιου συγγραφέα ἤ μιᾶς ὁμάδας ἀνθρώπων, ἀλλά ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας δείχνει ὅτι τελικά, καί αὐτά, συμβάλουν στή διαμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας. Ἡ Ἐκκλησία δέν φοβᾶται μήπως «κακοχαρακτηριστεῖ» ἀπό τέτοιου εἴδους περιστατικά πού φανερώνουν τή ζωντάνια της καί τήν προσπάθειά της νά προχωρήσει μέσα στό ἱστορικό γίγνεσθαι.

Στήν Καινή Διαθήκη ἐντοπίζονται καί ἄλλα «δύσκολα» περιστατικά, ὅπως ἡ ἀπόφαση τοῦ συνεργάτη τοῦ ἀπ. Παύλου, Δημᾶ (Κολ. 4:14, Φιλήμ. 1:24), νά τόν ἐγκαταλείψει «ἀγαπήσας τόν νῦν αἰῶνα» καί νά πορευτεῖ στή Θεσσαλονίκη (Β΄ Τιμ. 4:10). Ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἀπ. Παῦλος, πού ὅταν γράφει τήν Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή του εἶναι λίγο πρίν τό τέλος, ζητᾶ ἀπό τόν ἀπ. Τιμόθεο νά τόν ἐπισκεφθεῖ μαζί μέ τόν «εὔχρηστο εἰς διακονίαν» ἀπ. Μᾶρκο (προφανῶς ὁ Ἰωάννης Μᾶρκος τῶν Πράξεων), ὁ ὁποῖος ἐν τέλει, σχεδόν εἴκοσι χρόνια μετά τόν «παροξυσμό» Βαρνάβα καί Παύλου γιά χάρη του, κέρδισε τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν.

Ἄλλα θλιβερά, ἀλλά ἀναπόφευκτα, περιστατικά εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ ἐκ συγγενείας αἱμομείκτη τῆς Κορίνθου, ὁ ὁποῖος εἶχε συνάψει σχέσεις μέ τή γυναῖκα τοῦ πατέρα του (Α΄ Κορ. 5:1 κ.ἕ.). Χαρακτηρίζω τό περιστατικό «ἀναπόφευκτο» ὑπό τήν ἔννοια ὅτι στήν ἑλληνιστική καί στή ρωμαϊκή κοινωνική ἠθική τέτοιες περιπτώσεις, ἤ ἀκόμη καί κανονικῆς αἱμομειξίας, δέν ἦταν σπάνιες (ὅπως οἱ περιπτώσεις βασιλέων τοῦ οἴκου τῶν Πτολεμαίων, πού κατά τήν αἰγυπτιακή πρακτική ἀνέβαζαν στόν θρόνο, ὡς συζύγους τους καί βασίλισσες τίς ἀδελφές τους). Βέβαια, ὁ ἀπόστολος τονίζει ὅτι τέτοια διαφθορά «οὐδέ ἐν τοῖς ἔθνεσιν», ἀλλά ἴσως ὁ αἱμομείκτης, ζώντας στήν Κόρινθο πού ἦταν διαβόητη γιά τή χαλαρότητα τῶν ἠθῶν, θεώρησε ὅτι ἐπιτρεπόταν νά τό κάνει. Ἴσως, μάλιστα, εἶχε προχωρήσει σέ αὐτή τήν ἀνάρμοστη σχέση πρό τῆς εἰσόδου του στήν Ἐκκλησία, ἴσως μετενόησε καί τήν ἐγκατέλειψε πρός στιγμήν, ἀλλά τελικά ἐπανῆλθε. Εἶναι πιθανό νά ἔπαιξε ρόλο τό ὅτι, καθώς τό βάπτισμα γινόταν σέ μεγάλη ἡλικία, γιά ἕναν ἐνήλικα πού εἶχε ἀποκτήσει κάποιες συνήθειες, καί εἶχε ζήσει μέ αὐτές, ἦταν πολύ δύσκολο νά τίς ἐγκαταλείψει καί νά συμμορφωθεῖ μέ τήν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου.

Χαρακτηριστικό τῶν προβλημάτων τῆς νεόφυτης Ἐκκλησίας εἶναι τό περιστατικό μέ τό ψεῦδος τοῦ Ἀνανία καί τῆς Σαπφείρας, πού, χωρίς κανείς νά τούς ὑποχρεώσει νά παραδώσουν τά χρήματα στούς ἀποστόλους, εἶπαν ψέματα γιά τό ποσό πού ἔλαβαν ἀπό τήν πώληση κτήματός τους καί τίς φοβερές συνέπεις πού αὐτό τό ψέμα ἐπέσυρε, καθώς ἀμέσως πέθαναν (Πρ. 5:1-11). Ὁ εὐαγγ. Λουκᾶς κατέγραψε καί αὐτό τό συμβάν ἄν καί θά μποροῦσε νά δημιουργήσει φόβο ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία παρουσιάζει στόν κόσμο πάντοτε τήν ἀλήθεια, ἀκόμη καί ἄν αὐτή ἐνοχλεῖ.

Μία ἄλλη «ἐνοχλητική» περίπτωση εἶναι αὐτή πού ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν τρίτη ἐπιστολή του: «ὁ φιλοπρωτεύων Διοτρεφής οὐκ ἐπιδέχεται ἡμᾶς» (Γ΄ Ἰω. 1:9). Ἀπό αὐτά πού γράφει στή συνέχεια εὔκολα διαπιστώνουμε ὅτι μέ τή διδασκαλία του ἔκανε μεγάλη ζημιά στίς τάξεις τῶν πιστῶν. Ἀνάλογη ζημιά ἔκαναν καί αὐτοί πού προκαλοῦσαν σχίσματα στήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου (Α΄ Κορ. 1:10-17) καί τήν διασποῦσαν σέ ὁμάδες μέ διάφορους ἀρχηγούς, ὅπως καί αὐτοί πού κατηγοροῦσαν τούς κορυφαίους ἀποστόλους Πέτρο καί Παῦλο νά μήν ἔχουν μαζί τους χριστιανή γυναῖκα ὡς σύζυγο ἤ ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος καί ὁ ἀπ. Βαρνάβας ἦταν οἱ μόνοι πού κατά τήν ἱεραποστολική δράση δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά ζοῦν δίχως νά ἐργάζονται συνεχῶς (Α΄ Κορ. 9:4-12).

Ὅλα αὐτά τά περιστατικά κρύβουν δυσάρεστες ἀλλά ἀναμενόμενες καταστάσεις καί ἔχουν τήν ἀξία τους. Ἡ Καινή Διαθήκη μᾶς βοηθᾶ νά πατᾶμε στά πόδια μας καί νά μήν ἔχουμε αὐτό πού καμμιά φορά λέμε «ἀγγελικό σύνδρομο»: ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς κεφαλή τόν Χριστό ἀλλά συγκροτεῖται ἀπό ἀνθρώπους καί ἡ πνευματική ζωή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀνέπαφη καί ἀνεπηρέαστη ἀπό τά στοιχεῖα πού ταλαιπωροῦν τόν ἄνθρωπο μετά τήν Πτώση.

Οἱ Δώδεκα φοβοῦνται ἕναν ἄλλο ἀπόστολο, δύο Ἀπόστολοι διαφωνοῦν γιά ἕνα σημαντικό ζήτημα, δύο πιστοί πού ξεκινοῦν μέ τήν πρόθεση νά βοηθήσουν τόν συνάνθρωπο καταλήγουν νεκροί ἐπειδή ἐκπειράζουν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καυγάδες γιά τό ποιός θά ἐπικρατήσει, ἔντονες διαφωνίες γιά τούς συνεργάτες, ἀπομακρύνσεις στελεχῶν, παραθεώρηση χηρῶν ἐπειδή δέν ἀνῆκαν στήν ἴδια ὁμάδα κ.ἄ.

Κι ὅμως ὅλα αὐτά δέν μειώνουν τήν σπουδαιότητα τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἀκυρώνουν τήν προσφορά της στόν κόσμο μας! Ἀντιθέτως, μᾶς πείθουν μέ τόν πλέον εἰλικρινῆ καί σαφῆ τρόπο ὅτι μποροῦμε νά ἐμπιστευθοῦμε τή ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία, παρά τά προβλήματα καί τίς, δικές μας καί τῶν ἄλλων, ἀδυναμίες! Τελικά, φαίνεται ὅτι μέσα ἀπό τίς ἀδυναμίες αὐτές θά μπορέσουμε νά ξεπεράσουμε τά λάθη καί τά σφάλματά μας καί νά σωθοῦμε.

Πολλές φορές ἀναρωτιέμαι πῶς θά νιώθαμε ἐάν ἡ Ἁγία Γραφή διέσωζε μία ἰδανική, εἰδυλλιακή, ἀψεγάδιαστη καί ἰδεώδη εἰκόνα γιά τήν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων. Θά τολμούσαμε ἄραγε νά ἀρχίσουμε τόν ἀγῶνα μας γιά τή σωτηρία ἤ θά καταθέταμε τά ὅπλα πρίν ἀκόμη ξεκινήσουμε; Θά εἴχαμε τό κουράγιο νά προσπαθήσουμε; Μία ἀλάνθαστη ἐκκλησιαστική κοινότητα θά ἔδειχνε ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη τή Χάρι τοῦ Κυρίου καί τήν ἀνακαινιστική δράση τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας! Ἀντιθέτως, ἀπορρίπτοντας κάθε βοήθεια, θά προχωροῦσε τραγικά ἔρημη, μόνη, ἐγωιστικά ἀπομονωμένη στήν τελειότητά της καί οὐσιαστικά ἀνίκανη νά σώσει τόν ἄνθρωπο.

Υπάρχει εκκλησιαστική ενότητα δίχως οικουμενική συνείδηση;

Ετικέτες

, , , , , , , , ,

Το κείμενο που ακολουθεί για να γίνει κατανοητό προϋποθέτει την ανάγνωση του παλαιοτέρου κειμένου μας με τίτλο «Η οικουμενικότητα του κηρύγματος του αποστόλου Παύλου». Το σημερινό κείμενο που ουσιαστικά αποτελεί την, μετά από τρία και μισό χρόνια, συνέχειά του γεννήθηκε από σχόλια και συζητήσεις που διαβάσαμε τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το Ουκρανικό ζήτημα και άλλα συναφή που, αμέσως ή εμμέσως, συνδέονται με αυτό.

Α ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Η Α᾿ Οικουμενική Σύνοδος που συνεκλήθη το 325 μ.Χ. στη Νίκαια

 

Ξεκινώντας, λοιπόν, από την βαθιά πεποίθηση και την ακλόνητη βεβαιότητα για την οικουμενικότητα τού κηρύγματος τού Χριστού ο απόστολος Παύλος, παρά την συγκεκριμένη εθνική καταγωγή του, για την οποία ήταν άκρως υπερήφανος, παρά την επί σειρά ετών εκπαίδευσή του στον Νόμο και παρά την πεποίθησή του ότι ο Νόμος αποτελούσε τη σωτηρία των Ιουδαίων στις ιεραποστολικές του εξορμήσεις και στο κήρυγμά του περιέλαβε όλους τους λαούς της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έθεσε τον εαυτό του, χωρίς δισταγμό στην υπηρεσία Ελλήνων και Ιουδαίων, εθνικών και περιούσιου λαού στοχεύοντας σε μία οικουμενικότητα, η οποία δεν άφησε κανέναν εκτός και γι’ αυτό μεταμόρφωσε τον κόσμο.

Απλοποιώντας τα πράγματα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο απ. Παύλος από πιστός «εθνικιστής» Ιουδαίος (ως όφειλε και ως εθεωρείτο ορθό στους ιουδαϊκούς κύκλους) με την κλήση του από τον Χριστό μετεστράφη και σε αυτόν τον τομέα —πώς θα ήταν δυνατό να μην συμβεί κάτι τέτοιο άλλωστε— και απετέλεσε τον ιδανικό και ανυποχώρητο κήρυκα της οικουμενικότητας του ευαγγελικού λόγου.

Σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια μετά, η οικουμενικότητα αυτή, την οποία κήρυξε και για την οποία εργάστηκε εντατικά για τριάντα πέντε περίπου χρόνια ο απ. Παύλος, όπως και οι άλλοι απόστολοι, οργώνοντας με κάθε μέσον και κάθε κόστος, απ᾿ άκρου εις άκρον, την Οικουμένη και θεμελιώνοντας μία πραγματικά Οικουμενική Εκκλησία,  παραμένει ζητούμενο.

Το ερώτημα που μας απασχολεί σε αυτή την ανάρτηση είναι εάν η οικουμενικότητα του Ευαγγελίου έχει πάρει τη θέση που απαιτείται στη συνείδηση των κατά τόπους Εκκλησιών ή εάν, ακόμη και σήμερα, παραμένει ζητούμενο και πάγιο αίτημα κάθε πιστού που αντιλαμβάνεται τη μοναδικότητα της θέσεώς του μέσα στο σώμα της Εκκλησίας και τη δυνατότητα της Οικουμενικής Εκκλησίας να μεταμορφώσει τον κόσμο.

Δυστυχώς, παρακολουθώντας κείμενα και δηλώσεις ποιμένων και στελεχών των κατά τόπους Εκκλησιών, με έκπληξη και λύπη διαπιστώνουμε ότι σε μεγάλο βαθμό, προφανώς μεγαλύτερο από όσο έπραττε ο απ. Παύλος και οι άλλοι απόστολοι, σκέφτονται και λειτουργούν περισσότερο εθνικά, όντες φορείς ενός ιδιότυπου καταστροφικού επαρχιωτισμού, που θέτει τα όρια του ενδιαφέροντος και του κόσμου τους «όσο φτάνει η αυλή τους», με μία τάση έντονης εσωστρέφειας ώστε να προστατεύσουν και να περιχαρακώσουν, όσα εγωιστικά και μικρονοϊκά θεωρούν κεκτημένα και δεδομένα.

Κι όσο διαβάζει κανείς σκέψεις, δηλώσεις, σχόλια, παρατηρήσεις και προτάσεις τους τόσο σαφέστερα διαπιστώνει ότι δεν θέλουν να διαφυλάξουν την οικουμενικότητα που παρέλαβαν από τον Απόστολο των Εθνών. Δεν μπορούν να βαστάξουν το βάρος της και δεν επιθυμούν να υποστούν όσα ο απ. Παύλος υπέστη από τους συμπατριώτες του στο όνομα της αταλάντευτης πορείας του προς τη διδασκαλία, από όπου κι αν πέρασε, αυτού του αστείρευτου ευαγγελικού οικουμενικού πνεύματος.

Διαπιστώνει ότι δεν έχουν το σθένος του απ. Παύλου, ο οποίος, όπως διαβάζουμε στο Γαλάτας 2:11-14, δεν δίστασε να ελέγξει ενώπιον όλων τον απ. Πέτρο όταν αντελήφθη ότι παραγκώνιζε την αλήθεια του ευαγγελίου και μαζί με αυτή την οικουμενικότητα του κηρύγματος του Κυρίου.

 

DSC0041

Η εικόνα των δύο αποστόλων Πέτρου και Παύλου εκφράζει άριστα την ενότητα και το οικουμενικό πνεύμα της Εκκλησίας

 

Διαπιστώνει ότι δεν έχουν την ταπείνωση και το μεγαλείο του απ. Πέτρου, ο οποίος, μόλις διαπίστωσε ότι έσφαλλε στην περίπτωση που αναφέρεται στο Γαλάτας 2:11-14, υιοθετώντας, κακώς, τις νομικές δεσμεύσεις που ήδη είχε παραμερίσει η Αποστολική Σύνοδος, μη θέτοντας στους ώμους τους Χριστιανών περιττά βάρη, άλλαξε στάση, συντάχθηκε με τον απ. Παύλο, ως εμμέσως συμπεραίνουμε από την ίδια την Καινή Διαθήκη και την παράδοση της Εκκλησίας, διασώζοντας την ενότητα της Εκκλησίας.

Με τη στάση των δύο κορυφαίων απόστολων αντιλαμβανόμαστε ότι βάση και κριτήριο της ενότητας της Εκκλησίας αποδεικνύεται η οικουμενική συνείδησή της, η οποία αποτελεί μία ιδιαιτέρως σημαντική παράμετρο της ευαγγελικής αλήθειας.

Και στο σημείο αυτό, για να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας, οφείλουμε να θέσουμε το ερώτημα: από όσες δηλώσεις, προτάσεις, απειλές και σκέψεις διαβάσαμε αυτές τις ημέρες (και όχι μόνο) από όλους τους, αμέσως ή εμμέσως, εμπλεκομένους στο ουκρανικό ζήτημα ποιες στρέφονται προς την κατεύθυνση της αποδοχής και της ενισχύσεως τού αναμφιβόλως οικουμενικού χαρακτήρα της Εκκλησίας και ποιες κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση;

Στην πραγματικότητα το ερώτημα είναι ρητορικό και δεν θα έπρεπε καν να τεθεί. Εύκολα μπορεί να το απαντήσει κάποιος που έχει περιηγηθεί στο διαδίκτυο και έχει διαβάσει λίγα από αυτά που έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.

1024px-Byzantine_Constantinople-el.svg

Χάρτης της Βυζαντινής Κωνσταντινουπόλεως (By Byzantine Constantinople-en.svg: Cplakidasderivative work: Furfurtranslation to el and small changes Gts-tg – This file was derived from: Byzantine Constantinople-de.svg:, CC BY 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48527269)

 

Αυτά χωρίζονται σε δύο ομάδες: όσα στρέφονται κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατά της Οικουμενικότητας τής Εκκλησίας και σε όσα συντάσσονται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο και στην εποχή μας, στη δύσκολη εποχή της παγκοσμιοποιήσεως, κομίζει και διαφυλάσσει την έννοια της Οικουμενικότητας, η οποία είναι σύμφυτη με τη διδασκαλία της Εκκλησίας και το κήρυγμα του Χριστού.

Δεν είναι τυχαίο νομίζω ότι ο τίτλος Οικουμενικός εδόθη από πολύ νωρίς στον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης, όχι γιατί έχει υπό την πνευματική του ευθύνη ολόκληρη την υπό τον ήλιον γη, καθώς από τους πρώτους αιώνες καθιερώθηκε ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών (Ρώμης, Νέας Ρώμης/Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων), οι οποίοι είχαν και έχουν υπό την πνευματική τους ευθύνη τμήματα του τότε γνωστού κόσμου, αλλά διότι με την έντονη ιεραποστολική δράση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την ευρύτητα πνεύματος που το διακατείχε κατόρθωσε να γνωρίσει την Εκκλησία στα πέρατα της Οικουμένης και να κάνει Χριστιανούς τους πρώην εχθρούς και διώκτες χωρίς να τους κρίνει βάσει της εθνικής καταγωγής τους.

Αυτό το οικουμενικό ιεραποστολικό πνεύμα, φορείς του οποίου ήταν οι απόστολοι, διασώζεται στην Εκκλησία, στο σύνολό της, και εκφράζεται, με όποιες ανθρώπινες αδυναμίες κι αν υπάρχουν, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και σήμερα και θα συνεχίσει να εκφράζεται και στο μέλλον.

Δεν είναι τυχαίο ότι το ίδιο το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας παρεχώρησε στον Επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικό Πατριάρχη το μοναδικό σε ολόκληρη την Ορθοδοξία δικαίωμα να εκχωρεί το Αυτοκέφαλο και, βέβαια, την υποχρέωση του «εκκλήτου», δηλαδή να δέχεται και να κρίνει προσφυγές που απευθύνονται προς αυτόν. Κι αυτά έγιναν όχι γιατί οι Οικουμενικοί Πατριάρχες ήταν ικανότεροι ή πιο μορφωμένοι από τους άλλους Πατριάρχες ή γνώριζαν καλύτερα τους κανόνες. Η Εκκλησία που τους ανέθεσε αυτή την υποχρέωση είχε συνείδηση ότι ήταν φορείς του οικουμενικού της πνεύματος που θεμελιώθηκε από τον Κύριο και τους αποστόλους.

Σε αυτό το οικουμενικό πνεύμα προσβλέπει ο κόσμος μας για να προστατευθεί από τους κάθε λογής διασπαστικούς εθνικισμούς και να αντιμετωπίσει την παγκοσμιοποίηση που μεταβάλλει την καθημερινότητά μας προς το χειρότερο. Και, μάλιστα, κι εδώ εντοπίζεται μία από τις πλέον τραγικές παραμέτρους του ζητήματος, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να διαφυλάξει την οικουμενικότητα και την κανονικότητα και να προστατεύσει έναν λαό από έξωθεν παρεμβάσεις αναγκάζεται να παραχωρήσει Αυτοκέφαλο κόβοντας ένα μέρος από το ίδιο του το σώμα.

Με αυτόν τον τρόπο Οικουμενικότητα και Ενότητα συμπορεύονται και οδηγούν την Εκκλησία στο μέλλον.

Ζώντας στήν ἀποστολική ἐποχή (3ο μέρος) Ἡ Ἐκκλησία τότε (… καί ὄχι σήμερα)

Ετικέτες

, , , , , , ,

Ἡ σημερινή ἀνάρτηση ἀποτελεῖ τήν τρίτη συνέχεια τοῦ γενικότερου θέματος ἡ ζωή στήν ἀποστολική ἐποχή, μέ τό ὁποῖο εὐελπιστοῦμε νά συμβάλουμε στήν κατανόηση τῆς ζωῆς καί τῆς καθημερινότητας τότε. Ἡ πρώτη ἀνάρτηση λειτούργησε ὡς μία εἰσαγωγή καί ἡ δεύτερη ἀναφέρεται σέ διαφορές στήν καθημερινότητα, τότε καί τώρα, οἱ ὁποῖες, ἄν καί εἶναι πολύ σημαντικές συνήθως περνοῦν ἀπαρατήρητες.

Μέ τό σημερινό κείμενο θά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας σέ κάποια δεδομένα μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας πού σήμερα ἔχουν μεταβληθεῖ, χωρίς βέβαια αὐτή ἡ μεταβολή νά σημαίνει ὅτι ἄλλαξε ἡ Ἐκκλησία ἤ ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἤ ἡ πίστη μας.

Ἄς δοῦμε, λοιπόν, μερικά ἀπό αὐτά τά δεδομένα πού έχουν διαφοροποιηθεῖ:

1) Κατά τήν ἀποστολική ἐποχή δέν εἶχαν καταγραφεῖ ἀκόμη τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί πολύ περισσότερο δέν εἶχαν συγκεντρωθεῖ σέ ἕνα σύνολο, σέ ἕνα σῶμα (corpus), τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἡ καταγραφή τῶν κειμένων αὐτῶν ξεκίνησε δέκα μέ δεκαπέντε χρόνια μετά τήν Ἀνάσταση καί ὁλοκληρώθηκε γύρω στό 95 μ.Χ., ἐνῶ ἡ συγκρότησή τους σέ μία ἑνιαία συλλογή, τά 27 βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπαίτησε πολύ περισσότερο χρόνο. Ἡ διαδικασία αὐτή διήρκεσε σχεδόν μέχρι τά τέλη τοῦ 4ου αἰῶνα. Ὅπου γίνεται ἀναφορά σέ Γραφές (π.χ. «κατά τάς Γραφάς», «γέγραπται» κ.λπ.) στήν Καινή Διαθήκη καί στά κείμενα τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων πρόκειται γιά τήν Παλαιά Διαθήκη (κατ᾿ ἀκρίβεια γιά τίς ἑβραϊκές γραφές, καθώς ὁ Κανόνας καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης παγιώθηκε πολύ ἀργότερα), ἡ ὁποία ἦταν ἡ βασική συλλογή κειμένων τοῦ ἰουδαϊσμοῦ. Τά περισσότερα ἀπό τά κείμενα πού τήν συγκροτοῦσαν εἶχαν γραφεῖ στήν ἑβραϊκή γλῶσσα καί ἐπειδή ἡ γλῶσσα αὐτή εἶχε λησμονηθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους κυκλοφοροῦσαν διαφόρες μεταφράσεις (π.χ. Συμμάχου, Ἀκύλλα, Θεοδοτίωνος) μέ ἐπικρατοῦσα αὐτή τῶν Ἑβδομήκοντα, ἡ ὁποία ἔγινε κατά τά μέσα τοῦ 3ου π.Χ. αἰῶνα στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου γιά χρήση ἀπό τήν ἐκεῖ πολυπληθῆ ἰουδαϊκή κοινότητα. Τή μετάφραση αὐτή στήριξε καί προώθησε ὁ Πτολεμαῖος Β΄ Φιλάδελφος, πού εἶχε γεννηθεῖ στήν Κῶ, καί τήν κατέθεσε, μαζί μέ πλῆθος ἄλλων ἔργων, στήν περιώνυμη Βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Αὐτό πού ἐδῶ χαρακτηρίζουμε Ἑβραϊκές Γραφές σέ μεγάλο βαθμό ταυτίζεται μέ τήν χριστιανική Παλαιά Διαθήκη. Ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ συγγραφεῖς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, κυρίως, ἀλλά ὄχι ἀποκλειστικά, χρησιμοποιοῦσαν κατά τή λατρεία, τή μελέτη καί τήν ἀτομική προσευχή τή μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα.

codsin

Ἀπόσπασμα ἀπό τόν Σιναϊτικό Κώδικα

Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἡ Παλαιά Διαθήκη, στήν μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, συγκροτήθηκε σέ ἕνα σῶμα καί ἐπεκράτησε σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ὁ ἰουδαϊσμός στράφηκε στή χρήση παραφράσεων, ραββινικῶν ἑρμηνειῶν τῶν Γραφῶν καί μέ τούς μασωρίτες (τούς παραδοσιακούς διδασκάλους) στή μελέτη καί καλλιέργεια τῶν βιβλικῶν ἑβραϊκῶν μέ φωνήεντα πού ἦταν πολύ εὐκολότερο νά διδαχθοῦν στούς νέους Ἑβραίους τῆς Διασπορᾶς, καθώς ἡ Παλαιστίνη ἦταν ἀπαγορευμένος τόπος γι᾿ αὐτούς. Ἔτσι, σιγά σιγά τό χάσμα μεγάλωσε καί ἡ μέν Παλαιά Διαθήκη, στή μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα σοφῶν, ἦταν σέ χρήση ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία βασισμένη σέ αὐτό τό κείμενο ἔκανε μεταφράσεις καί σέ ἀλλές γλῶσσες (λατινικά, ἀρμενικά, συριακά κ.λπ.), οἱ δέ Ἑβραϊκές Γραφές, στή μορφή τοῦ μασωριτικοῦ κειμένου, καθιερώθηκαν ὡς τό κείμενο τοῦ παγκόσμιου ἰουδαϊσμοῦ.

65829020f6ea67f48aa759d3dd32c68a_XL

Ὁ παλαιότερος πάπυρος πού περιέχει ἀπόσπασμα ἀπό τήν Καινή Διαθήκη (ἀπό τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο) άρχές τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνα

2) Τότε δέν ὑπῆρχαν χριστιανικοί ναοί ὅπως τούς γνωρίζουμε καί τούς χρησιμοποιοῦμε σήμερα, τουλάχιστον στήν πατρίδα μας πού ὑπάρχει σέ κάθε γειτονιά σέ πόλεις καί χωριά ἕνας ἐνοριακός ναός καί ἑκατοντάδες παρεκκλήσια καί ἐξωκκλήσια. Οἱ πρῶτες συγκεντρώσεις τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας γίνονταν σέ μεγάλα σπίτια πιστῶν. Ξεχωριστή περίπτωση ἦταν ἡ Ἰερουσαλήμ, στήν ὁποία ὑπῆρχε ὁ Ναός πού εἶχε φτιάξει ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας καί οἱ χριστιανοί προσεύχονταν «ὁμοθυμαδόν», δηλαδή ὅλοι μαζί σέ αὐτόν. Ὁ Ναός αὐτός ἀποτελοῦσε τό κέντρο τῆς ἰουδαϊκῆς λατρείας καί οἱ Ἰουδαῖοι τόν δέχονταν ὡς τόπο κατοικίας τοῦ Θεοῦ. Βέβαια κατά καιρούς εἶχαν ἱδρυθεῖ στά ὅρια τῆς νομιμότητας τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καί ἄλλοι ναοί (π.χ. στήν Αἴγυπτο στήν ἰουδαϊκή κοινότητα τῆς Ἐλεφαντίνης) ἀλλά αὐτό ἦταν ἡ ἐξαίρεση.

1280px-Jerusalem_Modell_BW_2

Μακέτα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἡρώδη

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί δέν εἶχαν πολλούς ναούς, ἀλλά ξεκίνησαν ἀπό τόν Ναό τῆς Ἰερουσαλήμ καί σιγά σιγά οἰκοδόμησαν τή δική τους, ἰδιαίτερη ναοδομία μέ ὅλα τά χαρακτηριστικά πού ἐμεῖς σήμερα γνωρίζουμε καί ἀπολαμβάνουμε.

3) Τά μυστήρια καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, γενικότερα, εἶχαν διαφορετική δομή ἀπό αὐτή πού γνωρίζουμε σήμερα. Τά βασικά στοιχεῖα τῆς Θείας Εὐχαριστίας (π.χ. ἡ Ἁγία Ἀναφορά) ἦταν τά ἴδια ὡς πρός τήν οὐσία τους, ἀλλά δέν ὑπῆρχε ἡ ἴδια δομή μέ αὐτή πού γνωρίζουμε καί χρησιμοποιοῦμε σήμερα.

Ἡ κοινή σύναξη περιελάμβανε τήν προσφορά τοῦ Ἄρτου καί τοῦ Οἴνου, κήρυγμα ἀπό κάποιον ἀπόστολο ἤ μαθητή ἀποστόλου, ἀνάγνωση κάποιου ἀποστολικοῦ κειμένου (κρατοῦσαν τίς ἐπιστολές πού ἔστελναν οἱ Ἀπόστολοι γιά νά ἀντιμετωπίσουν διάφορα θέματα ἤ νά διδάξουν καί ἡ μία Ἐκκλησία τίς ἔστελνε στίς γύρω της ἤ ὅταν κάποιος πιστός ἐπρόκειτο νά ἐπισκεφθεῖ κάποια ἄλλη πόλη ἔπαιρνε ἀντίγραφά τους μαζί του καί τά παρέδιδε σέ αὐτή) καί εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἐμπλουτισμένα μέ προσευχές (πού ἀνέπεμπαν μέ μία σχετική ἐλευθερία κατά τήν κρίση τοῦ προεστῶτος τῆς συνάξεως) καί βιβλικά κείμενα (ὅπως εἴπαμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη) πού διάβαζαν καί ἔψαλλαν (ὅπως κάνουμε σήμερα μέ τούς Ψαλμούς).

KATAKOVBES-ROME

Διάδρομος κατακόμβης

Τό πρόγραμμα τῶν ἡμερησίων καί ἐτησίων ἀκολουθιῶν διαμορφώθηκε μέ τό πέρασμα τῶν αἰώνων. Οἱ αἰτίες γιά τήν προσθήκη καί καθιέρωση μίας ἀκολουθίας ἦταν πολλές: θεολογικές, δογματικές, ἱστορικές κ.λπ. Παραδείγματος χάριν, ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ξεκίνησε ἀπό τόν 7ο αἰῶνα καί εἶχε ὡς ἀφορμή ἐπίθεση καί πολιορκία βαρβάρων λαῶν στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν κάποτε διεπίστωσε, ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἦταν πολύ μεγάλη γιά καθημερινή χρήση μίκρυνε τίς εὐχές της. Μέχρι τόν 10ο αἰῶνα τό μυστήριο τοῦ γάμου ἦταν ἡ εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου πρός κάποιους πού ἀποφάσιζαν νά ζήσουν μαζί καί ζητοῦσαν τήν εὐχή του γι᾿ αὐτό. Ἐκεῖνος τούς τήν ἔδινε, κοινωνοῦσαν μαζί καί ξεκινοῦσαν μέ τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας τή νέα τους ζωή. Τό κοσμικό τυπικό ὑποχώρησε πρός χάριν τοῦ μοναστικοῦ, τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα. Μετά ἀπό σύγκλιση κάθε Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἰσαγόταν ἡ σχετική ἑορτή κ.λπ.

Σήμερα, ὀρθῶς, ἀνησυχοῦμε μήπως κάνουμε λάθος στό τυπικό κατά τήν τέλεση μυστηρίων καί ἀκολουθιῶν. Μποροῦμε ἄραγε νά καταλάβουμε τήν προτροπή τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν «τοῖς δὲ προφήταις ἐπιτρέπετε εὐχαριστεῖν ὅσα θέλουσιν»; Φαντάζεστε ἐάν γινόταν κάτι τέτοιο σήμερα; Θά ἦταν λάθος διότι πλέον ἔχει παγιωθεῖ ἡ τάξη καί τό κείμενο τῶν μυστηρίων, ἀλλά νομίζω εἶναι ἀρκετό νά μᾶς δείξει τή διαφορά τοῦ τότε ἀπό τό σήμερα στή θεία λατρεία.

4) Σχεδόν τό σύνολο τῶν πιστῶν εἶχε βαπτιστεῖ σέ μεγάλη ἡλικία. Ἀνάλογα μέ τό πότε κατηχήθηκε καί ἐπίστευσε. Αὐτό σήμαινε ὅτι, παρά τήν προσεκτική κατήχηση, οἱ νεόφυτοι ἦταν ἀναμενόμενο νά διατηροῦν σέ ἕναν βαθμό συνήθειες καί ἀντιλήψεις τῆς πρόχριστιανικῆς ζωῆς τους, καθώς δέν ἦταν πάντοτε εὔκολη ἡ γρήγορη ἀλλαγή καί ἡ πλήρης ἀπαλλαγή ἀπό αὐτές. Αὐτή ἡ πρακτική συνεχίστηκε γιά πολλά χρόνια ἀκόμη, μέχρι τήν καθιέρωση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ.

5) Τό σῶμα τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶχε, ἀκόμη, λάβει τή δομή πού ἔχει σήμερα. Πολύτιμες πληροφορίες γι᾿ αὐτή τήν πορεία ἀντλοῦμε ἀπό τίς Πράξεις. Παραδείγματος χάριν, στό 6ο κεφάλαιο μαθαίνουμε ὅτι οἱ ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοί διαμαρτυρήθηκαν διότι δέν φρόντιζαν τίς χῆρες καί τά ὀρφανά τους ὅπως ἔπρεπε. Τότε οἱ Ἀπόστολοι ξεκαθάρισαν ὅτι τό ἔργο πού τούς εἶχε παραδώσει ὁ Χριστός δέν ἦταν νά φροντίζουν νά τακτοποιοῦν τραπέζια καί νά μοιράζουν μερίδες φαγητοῦ κατά τά γεύματα. Γι᾿ αὐτό μέ προσευχή καί ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ ἐπέλεξαν ἑπτά ἱκανούς ἄνδρες, τούς Διακόνους, γιά νά ἀναλάβουν μέ δικαιοσύνη νά φροντίζουν γιά τίς ἐπισιτιστικές ἀνάγκες τῶν μελῶν τῆς κοινότητας. Διαπιστώνουμε δηλαδή, ὅτι ἀρχικά, οἱ διάκονοι, ἦταν ἕνα εἶδος φροντιστῶν/ἐπιμελητῶν γευμάτων. Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν αὐτά τά πρακτικά καθήκοντα ἔλαβαν καί τελετουργικό-λειτουργικό χαρακτῆρα ὅπως τόν γνωρίζουμε σήμερα.

6) Οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἐπιφορτισμένοι μέ ἱεραποστολικό ἔργο. Γιά νά πετύχουν αὐτόν τόν στόχο τους ἔπρεπε νά μετακινοῦνται συνεχῶς. Ὁ ἀπ. Παῦλος γιά παράδειγμα, πού γνωρίζουμε τίς ἱεραποστολικές ἐξορμήσεις του λίγο καλύτερα, σέ σπάνιες περιπτώσεις ἔμεινε μεγάλο χρονικό διάστημα σέ μία πόλη (π.χ. στήν Κόρινθο παρέμεινε γιά δεκαοκτώ μῆνες περίπου καί στή Ρώμη ὑπό ἐπιτήρηση γιά δύο περίπου ἔτη) γιά νά διδάξει καί νά κατηχήσει. Γι’ αὐτό φρόντιζε νά ἐπισκέπτεται καί πάλι τίς Ἐκκλησίες πού εἶχε ἱδρύσει γιά νά στερεώνει τούς πιστούς καί νά ἀντιμετωπίζει τά διάφορα προβλήματα. Σιγά σιγά οἱ Ἀπόστολοι τοποθέτησαν κάποιους ἀπό τούς μαθητές τους στίς διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες, ὡς ποιμένες καί διδασκάλους καί αὐτοί μέ τή σειρά τους χειροτόνησαν ἄλλους κληρικούς γιά νά διακονοῦν μόνιμα σέ αὐτές. Ἔτσι, μετά ἀπό τό 70 μ.Χ. ἄρχισε νά διαμορφώνεται μία παρόμοια μέ τήν ἐποχή μας δομή τοῦ κλήρου στίς πόλεις καί τά χωριά τῆς Αὐτοκρατορίας καί σύντομα κάποιες ἐπισκοπές ξεχώρισαν καί ἔγιναν τά πέντε (μέ τῆς Ρώμης) Πατριαρχεῖα.

imgB10_3

Μνημεῖο σέ κατακόμβη

7) Ὑπῆρχαν ἐκκλησιαστικά διακονήματα, τά ὁποῖα πλέον ἔχουν χαθεῖ: π.χ. τοῦ «προφήτη». Τό ἀξίωμα αὐτό δέν εἶχε σχέση μέ τούς «ναβί» (ὅπως ὀνομάζονταν στά ἑβραϊκά), τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐπρόκειτο γιά ἕνα σύνθετο διακόνημα, τό ὁποῖο εἶχε διδακτικά καί ἱεραποστολικά καθήκοντα. Προφῆτες χαρακτηρίζονται καί οἱ κορυφαῖοι ἀπόστολοι Βαρνάβας καί Σαῦλος (Παῦλος) στήν Ἀντιόχεια μαζί μέ ἄλλους τρεῖς: τόν Συμεών, πού τόν ἔλεγαν καί Νίγηρα, τόν Λούκιο ἀπό τήν Κυρήνη καί τόν Μαναήν, πού εἶχε μεγαλώσει μαζί μέ τόν Ἡρῴδη τόν τετράρχη (Πρ.13:1). Μάλιστα, αὐτό τό διακόνημα συνοδεύεται καί ἀπό τόν προσδιορισμό «διδάσκαλος». Φαίνεται ὅτι ἡ ὁμάδα τῶν «προφητῶν» ἦταν ὁ κρίκος ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους καί στούς μονίμως ἐγκατεστημένους ποιμένες σέ κάθε πόλη. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπ. Παῦλος, πού γνώριζε καλά αὐτό τό σύστημα, καθώς καί ὁ ἴδιος ἦταν μέλος του, τό περιγράφει ἐμμέσως στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του ὡς ἑξῆς «Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, ἔπειτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήμψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες δυνάμεις; μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσιν; μὴ πάντες διερμηνεύουσιν;» (Α΄ Κορ. 12:28-30). Δυστυχῶς, δέν μποροῦμε μέ ἀκρίβεια νά προσδιορίσουμε τό ἔργο καί τήν ἀποστολή ὅλων αὐτῶν τῶν ἀξιωμάτων, καθώς τά περισσότερα ἀπό αὐτά ἔχουν ἐκλείψει, ἀφοῦ ἀπό κάποια στιγμή καί ἔπειτα δέν εἶχαν λόγο ὑπάρξεως.

8) Οἱ πιστοί, στίς περισσότερες πόλεις, ἰδιαίτερα στίς ἀνατολικές περιοχές τῆς Αὐτοκρατορίας, ζοῦσαν μεταξύ «σφύρας καί ἄκμονος»: ἀπό τήν μία πλευρά εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν τήν ἐχθρότητα, τό μῖσος καί τό διαρκές κυνηγητό ἐκ μέρους τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καί ἀπό τήν ἄλλη τήν δυσπιστία, τήν ἀδιαφορία ἤ συνηθέστερα τόν ἀπροκάλυπτο διωγμό ἐκ μέρους τῆς ρωμαϊκῆς διοίκησης. Σέ αὐτό τό ἐχθρικό περιβάλλον ἔπρεπε νά ἀναπτυχθοῦν, νά ἐργασθοῦν, νά μορφωθοῦν καί νά ζήσουν ἰσορροπώντας βάσει τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου : «Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ» (Ματθ. 22:21).

Αὐτά καί πολλά ἄλλα πρέπει νά ἔχουμε στό μυαλό μας, ὅταν ἀναφερόμαστε στήν Ἀποστολική ἐποχή. Ἦταν μία ἐποχή σκληρή, δύσκολη, μέ προβλήματα (γιά τά ὁποῖα θά μιλήσουμε σέ κατοπινή ἀνάρτησή μας) ἀλλά καί τή Χάρι τοῦ Κυρίου νά στηρίζει τόν Λαό Του καί νά τόν ὁδηγεῖ μέσα ἀπό τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα τοῦ αἰῶνος τούτου πρός νέα κατάπαυση, ὅπως τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του (Ἑβρ. 3:1-4:13).

Ἡ Χάρι τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε παροῦσα καί δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Μᾶς στηρίζει, μᾶς ἀνακαινίζει, μᾶς ἁγιάζει, μᾶς ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Κι ὅλα αὐτά μέσα ἀπό καθημερινά προβλήματα, ἀνθρώπινες διαφωνίες καί, μικρότερες ἤ μεγαλύτερες, ἀναπόφευκτες ἀντιπαραθέσεις πού ὄχι μόνο δέν μειώνουν τήν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά τήν κάνουν πιό οἰκεία, πιό ἀνθρώπινη, πιό ζεστή, πιό δική μας.

Παρουσίαση από τον Αλέκο Μαρκόγλου του βιβλίου τού Μιχαήλ Ν. Τριανταφύλλου «ΠΑΛΑΙΑ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΣ»

Ετικέτες

, , , , ,

Σε μία όμορφη, ζεστή και συγκινητική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Μητροπόλεως στις 3 Οκτωβρίου 2018 στην κατάμεστη Αίθουσα της Πνευματικής Εστίας της Ιεράς Μητροπόλεως Κώου και Νισύρου τιμήθηκαν από τον Σύλλογο Μικρασιατών Κω «Ο Ηρόδοτος» κάποιοι από αυτούς που συνέβαλαν στην ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Νέας Αλικαρνασσού και παρουσιάστηκε το βιβλίο του Μιχαήλ Ν. Τριανταφύλλου με τίτλο «Παλαιά Αλικαρνασσός» από τον κ. Αλέκο Μαρκόγλου, καθηγητή Μαθηματικών και επί πολλά έτη Διευθυντή του Ιπποκρατείου Λυκείου Κω.

DSC_3443DSC_3368DSC_3385DSC_3363

Η εξαιρετική, από κάθε άποψη, παρουσίαση του βιβλίου με παρακίνησε να  ζητήσω από τον κ. Αλέκο Μαρκόγλου, ο οποίος είναι ακούραστος μελετητής και βαθύς γνώστης της ιστορίας, εμβριθής ιστοριοδίφης και μεθοδικός συλλέκτης, να μου αποστείλει το κείμενό του για να το δημοσιεύσω.

Παραθέτοντας το κείμενο τον ευχαριστώ θερμώς για την ευγενική και άμεση ανταπόκριση στο αίτημά μου!

DSC_3422

Καθώς προσπαθούσα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά, αναζητώντας τον τρόπο για την παρουσίαση του βιβλίου του Μιχάλη Τριανταφύλλου με τίτλο «ΠΑΛΑΙΑ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΣ», σκεφτόμουν τα λόγια του Σεφέρη που κάπου είχε γράψει, πως: «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον». Αυτά τα λόγια πιστεύω στοίχειωναν και πείσμωναν το συγγραφέα σε όλη τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής του βιβλίου του· γιατί οι τόποι της παλιάς πατρίδας μπορεί να έγιναν φρύγανα υλικά με το ξεριζωμό, αλλά για τους απογόνους είναι υπαρκτοί νοητικά, αφού οι πατρίδες είναι οι άνθρωποι·  και αν η καθ΄ ημάς Ανατολή δε χάθηκε με τον ξεριζωμό, κινδυνεύει όμως να χαθεί όταν οι απόγονοι των παιδιών της χάνουν τη συνείδηση και την ταυτότητά τους. Χάνεται, όταν εμείς δεν έχουμε πια την αίσθηση της ταυτότητας και της ρίζας μας.

SCAN_20180925_203553786

Ίσως σε καμιά άλλη εποχή οι Έλληνες του Ελλαδικού χώρου και όσοι συνθέτουν τον ευρύτερο Ελληνισμό, δεν ήταν τόσο ευαισθητοποιημένοι στα θέματα των «Χαμένων Πατρίδων». Σε καμιά άλλη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας μας το Μικρασιατικό βιβλίο, δεν είχε την πληθωρική παρουσία που σημειώνει ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η αφηγηματική αυτή διάθεση και άσκηση, ο αφηγηματικός αυτός δυναμισμός που ξεκινά την επομένη του δράματος και συνεχίζει ως τις μέρες μας, οριοθετεί και υιοθετεί μια νέα μορφή λογοτεχνίας, την ανθρωπογεωγραφική. Από τότε, οι χιλιάδες προφορικές μαρτυρίες, οι υπάρχουσες εκ μεταφοράς μνήμες στους απογόνους των προσφύγων, οι σελίδες που γράφτηκαν και γράφονται από ιστορικούς, ερευνητές, πεζογράφους και ποιητές για τις πατρίδες της Μικρασίας, αποτυπώνουν αφενός έστω και από διαφορετικές σκοπιές τα δεινά του Ελληνισμού της Ανατολής, αφετέρου συμβάλλουν στην ανάγκη αυτογνωσίας του λαού μας.

Μετά από ένα σχεδόν αιώνα η Μικρασιατική τραγωδία εξακολουθεί να κυριαρχεί στη συνείδηση του νεοέλληνα, ως το θεμελιώδες γεγονός που μετέβαλε το χαρακτήρα και τη ροή της ιστορίας του έθνους στη σύγχρονη εποχή. Μα είναι δυνατόν, ύστερα από ένα σχεδόν αιώνα να συντηρούμε ένα ατυχές γεγονός και να καλλιεργούμε στους νέους μας μηνύματα μισαλλοδοξίας και διχασμού, για ένα λαό με τον οποίο θα πρέπει να συμβιώνουμε ειρηνικά; Ενίσταται ο καλόπιστος ακροατής. Ο λόγος προφανής: Η γραφή πρέπει να υπηρετεί την εκ μεταφοράς μνήμη και την ιστορική αλήθεια. Γιατί το κάθε θέμα πρέπει να τίθεται κατ΄ αναλογία των μεγεθών του, που ακυρώνουν εν πολλοίς χρονικές αποστάσεις και ηλικιακές διακρίσεις. Τότε η αφήγηση-γραφή γίνεται μια πράξη, που όχι απλώς ανακαλεί με τη θύμηση κάποιες έντονες στιγμές πικρής δοκιμασίας, αλλά προσπαθεί να βάλει στη θέση του το χαμένο χωροχρόνο. Η παλιά πατρίδα πρέπει να είναι παρούσα, στο παρόν της νέας. Εκεί αφήσαμε εστίες, βιώματα και μνήμες. Εδώ «ήρθαμε» κατατρεγμένοι και γυμνοί. Ό,τι μας έμεινε, το «κρατάμε» βαθιά μέσα μας. Όμως κοιτάμε μπροστά στο μέλλον. Γιατί ο πόθος της ειρήνης και της συνύπαρξης, προέρχεται μόνο από την πικρή πείρα των δύο λαών.

Όμως ας επικεντρωθούμε στη σημερινή παρουσίαση, κατά την οποία θα αποτολμήσω να αναδείξω την αξία, τη βαθύτερη σημασία, την αναγκαιότητα αλλά και την προσφορά του βιβλίου στη σύγχρονη ιστοριογραφία. Παράλληλα θα μου επιτρέψετε να δώσω τη δική μου συναισθηματική προσέγγιση και περιδιάβαση του βιβλίου, θαυμάζοντας την πολυεπίπεδη διευθέτηση, διαρρύθμιση και τακτοποίηση του υλικού από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Βέβαια θα πρέπει να διευκρινιστεί, πως τούτη η λογοτεχνική παραγωγή του συγγραφέα, με φόντο πάντα τις χαμένες πατρίδες της Ανατολής, όπου η μνήμη του δράματος της Μικρασιατικής τραγωδίας συντηρήθηκε ανεξίτηλη ως προς το μέγεθος και τον απόηχο στις συνειδήσεις των απογόνων, ήταν το αποτέλεσμα και ο καρπός μακρόχρονης σπουδής, έρευνας, μελέτης και προσπάθειας. Ήταν όρος και σκοπός ζωής για  το συγγραφέα, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Γάλλου διανοητή Ζαν-Πωλ Σάρτρ, που κάπου-κάποτε σημείωνε: «Κάθε άνθρωπος είναι πάντα ένας αφηγητής ιστοριών των άλλων, ζει περιτριγυρισμένος απ΄ αυτές και τις διηγείται ωσάν να ήταν δικές του».

Ο Μιχάλης Τριανταφύλλου γεννήθηκε στη Ρόδο το 1971, σπούδασε γραφικές τέχνες, κινούμενο σχέδιο και είναι απόφοιτος της σχολής Ξεναγών. Διαμένει και εργάζεται στη γενέτειρά του, ενώ παράλληλα με τη ξενάγηση, τα τελευταία χρόνια, δραστηριοποιείται στον τομέα της ζωγραφικής και της γλυπτικής διακόσμησης. Η πρώτη επαφή και γνωριμία με το Μιχάλη ήταν μέσω μιας τηλεφωνικής κλήσης που δέχτηκα από τον ίδιο, πριν δύο σχεδόν χρόνια,  όπου με πληροφορούσε για το αντικείμενο και το σκοπό της έρευνάς του, που αφορούσε βέβαια την Αλικαρνασσό της Μ. Ασίας, γνωρίζοντας και το δικό μου ενδιαφέρον και ενασχόληση με το συγκεκριμένο θέμα. Έκτοτε τόσο οι τηλεφωνικές όσο και οι κατ΄ ιδίαν επαφές μας πύκνωσαν ανταλλάσσοντας σκέψεις και υλικό, αλλά κυρίως φέρνοντάς τον σε επαφή  με απογόνους Πετρουμιανών της Κω, τις μαρτυρίες των οποίων κατέγραφε για τις ανάγκες της έρευνάς του. Δε σας κρύβω ότι προσωπικά εντυπωσιάστηκα από την πρώτη στιγμή με τη ζέση, το μεράκι, τον ενθουσιασμό, την υπομονή και επιμονή του συγγραφέα να συλλέξει το ογκώδες αυτό υλικό, να το διασταυρώσει, να το ταξινομήσει και να το καταγράψει. Και πρέπει να ειπωθεί πως για τον εντοπισμό και τη συγκέντρωση  του υλικού του βιβλίου του, χρειάστηκε να ταξιδέψει επανειλημμένα στην Κρήτη, στην Κω, στην Αθήνα, στην απέναντι Αλικαρνασσό, ακόμη και στην Ιταλία. Ειλικρινά τον συγχαίρω και τον θαυμάζω γιατί κατάφερε μη φειδόμενος χρόνου, κόπων και χρημάτων, να ανταπεξέλθει σε όλα αυτά με συνέπεια και η προσπάθειά του να έχει την ευτυχή κατάληξη που είχε.

Κυρίες και Κύριοι, δικαίως θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος ποια ήταν τα ερεθίσματα, ποιο γεγονός δηλαδή κέντρισε την περιέργειά του Μιχάλη Τριανταφύλλου για το ταξίδι του στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας 225 χρόνια πριν, αναζητώντας τους προγόνους του, την ιστορία της οικογένειάς του, το γενεαλογικό του δέντρο; Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει στον επίλογο του βιβλίου, όλα ξεκίνησαν πριν τρία περίπου χρόνια από μια εύλογη απορία της μικρής του κόρης, η οποία ρώτησε τον πατέρα της με ποιον ακριβώς τρόπο συγγενεύουν με τους Τριανταφύλλου της γνωστής οινοποιίας Έμερυ της Ρόδου. Και έτσι άρχισε να ιχνηλατεί το παρελθόν του, να ανιχνεύει τη γενεαλογία της οικογένειας Τριανταφύλλου, να ψάχνει, να σκαλίζει να σκαλίζει… και όπως ο ίδιος παραδέχεται, εθίστηκε σ’ αυτό το ψάξιμο.  Έκτοτε η περιέργεια και το σκάλισμα μετουσιώθηκαν σε ενδελεχή έρευνα και μελέτη εκείνων των χρόνων για τη ζωή, την κοινωνική οργάνωση, τις δραστηριότητες, τα έθιμα και τις συνήθειες, τα γεγονότα και τα παθήματα των Αλικαρνασσιωτών. Πρόκειται δηλαδή για μία προσωπική έρευνα του δημιουργού, που στοχεύει στο να «διασώσει», έστω και αποτυπωμένα στο χαρτί, όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για την ακμάζουσα ελληνική κοινότητα της παλιάς πατρίδας.

Θα μου επιτραπεί στο σημείο αυτό να αναφερθώ στην πολύ αγαπητή μου λέξη «περιέργεια», που επιλέγει εύστοχα ο συγγραφέας προκειμένου να ορίσει όχι μόνο την απαρχή της εμπλοκής του με το θέμα αλλά και να ρυθμίσει, κατά τη γνώμη μου, την περπατησιά και τις ισορροπίες του. Ο Μιχάλης Τριανταφύλλου ανήκει στην τρίτη γενιά Μικρασιατών προσφύγων, το τραύμα του επομένως, δεν είναι προσωπικό, η ενασχόλησή του, όμως, με το συγκεκριμένο θέμα ούτε τυχαία, ούτε αναίτια θα μπορούσε να θεωρηθεί. Πίσω από αυτή την ενασχόληση υπάρχει το επίκτητο βίωμα, ο οικογενειακός μύθος, που καλείται να διαχειριστεί ο ίδιος ως ερευνητής πλέον, κατακτώντας για λογαριασμό της ιστορικής αλήθειας τη νηφάλια αφήγηση, και θέτοντας στην υπηρεσία της σύγχρονης ιστοριογραφίας για τις πατρίδες της Μικράς Ασίας, εκείνη την αντικειμενικότητα που θα τον βοηθούσε να υποστηρίξει, να συντηρήσει, αλλά και να ελέγξει ταυτόχρονα, το διάλογο και τον αναστοχασμό της συλλογικής μνήμης με την ατομικότητα.

Εδώ εγείρονται δύο καίρια και κρίσιμα κατά την άποψή μας ερωτήματα, που πιστεύω οφείλουν απαντήσεων:

1ον) Νομιμοποιείται ο συγγραφέας, ως μη ειδικός στο επάγγελμα, να ασχοληθεί με θέματα που αφορούν ιστορικά γεγονότα; Η απάντηση εκ του αποτελέσματος είναι σαφώς καταφατική. Αφού η αναδίφηση και μελέτη του Μιχάλη σε πηγές και αρχεία, είχε ως αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις να αποτολμήσει να συναναστραφεί, αν θα μπορούσε να ειπωθεί αυτό, την Ιστορία, να συνομιλήσει μαζί της, να τη σεβαστεί αλλά και να την προκαλέσει, επιμένοντας στις ξεχασμένες και αποσιωπημένες περιοχές της, πάντα ως εραστής της, που φιλοδοξεί να φωτίσει και να εξανθρωπίσει γεγονότα, τα οποία ποτέ δεν εντάχθηκαν στο επίσημο εθνικό αφήγημα.

2ον) Ποιες οι πηγές και ποιο το υλικό τεκμηρίωσης του ευανάγνωστου και συναρπαστικού βιβλίου του Μιχάλη Τριανταφύλλου, διερωτάται κάθε καλόπιστος αναγνώστης; Ο συγγραφέας στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αξιοποιεί τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες Πετρουμιανών πρώτης γενιάς, οι αφηγήσεις των οποίων εμπεριέχονται στο μεγαλύτερο αρχείο προφορικής παράδοσης της χώρας, του αρχείου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών,  την «Κιβωτό» θα λέγαμε της ιστορικής μνήμης του ελληνισμού της Μ. Ασίας. Φέρνει δηλαδή τους πρόσφυγες στο προσκήνιο του ιστορικού γίγνεσθαι και ως διαμεσολαβητές της μνήμης, τους μετατρέπει από αντικείμενα σε πρωταγωνιστές της ιστορικής του αφήγησης. Πώς δηλαδή αποτυπώθηκε στη μνήμη των ίδιων των προσφύγων η παλιά πατρίδα, οι άνθρωποί και οι ιστορίες τους; Πώς μίλησαν οι ίδιοι για την εμπειρία του πολέμου και του ξεριζωμού;  Στις μέρες μας βέβαια κάποιοι θέτουν ένα γενικότερο ζήτημα σχετικά με την προσφυγική μνήμη: Είναι αξιόπιστη; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη; Κάποιοι υποστηρίζουν πως σχετίζεται με το παρελθόν, αλλά όλο και κάπου «υστερεί» σε σχέση με την «αντικειμενικότητα». Αφού η μνήμη διαθλά και παραποιεί ενίοτε όσα συνέβησαν στο παρελθόν, επειδή κουβαλά μαζί της συναίσθημα και ως εκ τούτου είναι πλαστική και ευμετάβλητη. Εμείς θα συνταχθούμε με μια δεύτερη άποψη, εκείνη που υποστηρίζει πως ο ρόλος της προσφυγικής μνήμης είναι άμεσος, δυναμικός και καθοριστικός, αν θέλουμε να κατανοήσουμε πώς θυμούνται το παρελθόν τόσο όσοι το έζησαν, όσο και αυτοί στους οποίους εκ μεταφοράς κληροδοτήθηκε, τις περισσότερες φορές ως «χρέος». Μιλάμε άλλωστε πολύ περισσότερο σήμερα για το χρέος απέναντι στη μνήμη, απ’ ό,τι απέναντι στην ιστορία. Επί πλέον, το παρελθόν των προσφύγων δεν μετατράπηκε εξαρχής σε ιστορία, αφού οι τραυματικές εμπειρίες που βίωσαν οι περισσότεροι, τα μικρά και μεγάλα γεγονότα της καθημερινότητας τους δεν «χωρούσαν» στις επίσημες αφηγήσεις της ιστορίας. Ούτε η μνήμη τους εντάχθηκε εξαρχής στον κορμό της εθνικής μνήμης, και όταν τελικά εντάχθηκε, τότε το ατομικό τραύμα έγινε συλλογικό, και στη συνέχεια εθνικό. Εξάλλου αγαπητοί συμπατριώτες, ως απόγονοι δεύτερης και τρίτης γενιάς Μικρασιατών δεν εξακολουθούμε να βιώνουμε στην καθημερινότητά μας και να μετέχουμε μέσω της μεταμνήμης του συλλογικού τραύματος; Η μνήμη της παλιάς πατρίδας δεν είναι διάχυτη στις οικογενειακές ιστορίες, στα ονόματά μας, στα έθιμά μας, στα παραμύθια και στα τραγούδια μας, στις συνταγές της κουζίνας, στις τούρκικες λέξεις που τρύπωναν στο λόγο των γιαγιάδων και των παππούδων, στις εικόνες των αγίων και στις φωτογραφίες, αλλά και στα μικρά εκείνα αντικείμενα που περνούν από γενιά σε γενιά για να μας θυμίζουν το «εκεί»;  

Θα σταθώ στη συνέχεια συνοπτικά στον τρόπο γραφής του βιβλίου, στο ύφος, στη γλώσσα και στη φιλολογική του ανάλυση. Ας μου επιτραπεί λοιπόν επιγραμματικά να σχολιάσω:

  • Εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο που δείχνει πως έχει γίνει από έμπειρο, που γνωρίζει καλά τα μυστικά της συγγραφής. Διαθέτει προσωπικό ύφος που το χαρακτηρίζει η παραστατικότητα και η γλαφυρότητα, ειδικά στις περιγραφές του.
  • Η γλώσσα του Μιχάλη Τριανταφύλλου είναι καθαρή και διαυγής, ενώ ο χειμαρρώδης λόγος του σαφής και ζωντανός, φτάνει και αγγίζει τον αναγνώστη.
  • Ο ρεαλισμός της γραφής του, αν και σε απόσταση από τα γεγονότα, είναι άμεσος και αποκαλυπτικός.
  • Το υλικό του βιβλίου στηρίχθηκε σε μαρτυρίες και περιγραφές που ο ίδιος κατέγραψε, στο πλούσιο προφορικό αρχείο του Κ.Μ.Σ., σε επίσημα ντοκουμέντα και κείμενα υπηρεσιών και φορέων τα οποία ο ίδιος εντόπισε, σε ξεχασμένες και άγνωστες μέχρι σήμερα μονογραφίες και δημοσιεύσεις με θέμα την Αλικαρνασσό και βέβαια, σε εκτεταμένη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία.
  • Τέλος, δε θα πρέπει να αγνοηθεί το πλούσιο υλικό τεκμηρίωσης που συνοδεύει και εμπλουτίζει τα κείμενα και τις περιγραφές. Και αναφέρομαι στις φωτογραφίες παλαιές και νεότερες, τα έγγραφα και τα ντοκουμέντα, αλλά και την πολύ επιτυχημένη εικονογράφηση του βιβλίου που επιμελήθηκε ο Ρόδιος ζωγράφος  Σπύρος Ζαχαρόπουλος.

Μα, ας επιχειρήσουμε στο σημείο αυτό, αγαπητοί συμπατριώτες, να περιδιαβούμε τις σελίδες του βιβλίου, να γνωρίσουμε τη δομή του, με άλλα λόγια να προσεγγίσουμε συνοπτικά τα 13 κεφάλαια και τις 100 και πλέον ενότητες από τις οποίες αποτελείται.

Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η Οικογένεια», ο συγγραφέας επιχειρεί ουσιαστικά να αυτοπροσδιοριστεί στον χώρο και στο χρόνο. Αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, μια καταγραφή των γενεαλογικών δέντρων του παππού και της γιαγιάς του, αλλά και πληροφοριών για την οικογένεια του. Και όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά σημειώνει: «το ταξίδι του ξεκίνησε με κάποιον Τριαντάφυλλο από την Κύπρο το 1795 και τον εγγονό του Τριανταφύλλου (Διάκο) Μιχάλη, παππού του παππού μου, το 1821 στην Αλικαρνασσό…».

Στα δύο εκτενέστερα και σημαντικότερα κατά την άποψή μου επόμενα κεφάλαια, με αντίστοιχους τίτλους «Τοπογραφία μιας χαμένης πατρίδας» και «Μια βόλτα στο Πετρούμι του Χτές»,  ο συγγραφέας μας προσκαλεί σε ένα ταξίδι στο χρόνο, σε ένα ταξίδι μνήμης γεμάτο συγκινήσεις και εικόνες, ένα σεργιάνι και μια νοερή περιπλάνηση στους δρόμους και τις πλατείες της Αλικαρνασσού, στους μαχαλάδες, τα σπίτια, τα καφενεία, τα μαγαζιά, τις εκκλησίες, τα σχολεία, τις βρύσες τα νεκροταφεία και  στα γύρω χωριά της. Εδώ ο Μιχάλης Τριανταφύλλου δίνει το νήμα της περιπλάνησης και του ταξιδιού στην παλιά πατρίδα, στις αφηγήσεις του Αναστασίου Καϊσερλη, του Κωνσταντίνου Χαλκίτη, του γιατρού Μιχάλη Τριανταφύλλου και της Ελπίδας Σταυρίδου τεσσάρων Πετρουμιανών πρώτης γενιάς, καθώς και στα κείμενα του Αποστολή Μουζουράκη και Σπύρου Χατζηλάου, που φιλοξενήθηκαν τη δεκαετία του 1950 στην εφημερίδα του πρώτου με τίτλο «Αλικαρνασσός».   

Στο επόμενο κεφάλαιο γεμάτο εικόνες, αναμνήσεις, μικρές ιστορίες, γεύσεις και μυρωδιές  περιγράφει τα έθιμα της χαμένης πατρίδας. Ενδεικτικά αναφέρουμε: το σπάσιμο του ροδιού, το πάλεμα της καμήλας, το κάψιμο του εβριού, τις καμουτζέλες, τα κάλαντα, τα παιχνίδια, τα μοιρολόγια, τα χοιροσφάγια κ.ά. Πώς γιόρταζαν επίσης οι Πετρουμιανοί τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης;  Και βέβαια τις διατροφικές τους συνήθειες και τα γλυκά, που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά στις νέες πατρίδες. Τέλος ο συγγραφέας μας μεταφέρει μια όχι και τόσο ευχάριστη συνήθεια αρκετών Πετρουμιανών, που ξεχάστηκε ευτυχώς στο πέρασμα των χρόνων. Τη συνήθεια κατά την οποία ο ερωτευμένος νέος τράβαγε επιδεικτικά μια μαχαιριά στο πόδι του αναφωνώντας «Παίρνω άλλη», όταν η κοπέλα δεν τον ήθελε είτε τον απέρριπταν οι δικοί της. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Γιώργου, Νικολή και Ειρήνης Χατζηλάου, πρωταγωνιστής παρόμοιας ιστορίας υπήρξε ο παππούς τους Ιωάννης Αγγελίνής, πιο γνωστός με το παρατσούκλι Γάλη-Γάλη (γιατί φαίνεται ο αείμνηστος εφάρμοζε στην πράξη την αρχαία ρήση «σπεύδε βραδέως»). Εκείνο που σίγουρα γνωρίζουμε από την περιπέτεια του Γιάννη Αγγελίνη είναι πως κατάφερε τελικά να κάμψει τις αντιρρήσεις της οικογένειας Χατζηκωνσταντή και να παντρευτεί την αγαπημένη του Ρηνιώ, όμως δεν είμαστε σίγουροι αν του απέμεινε σάρκα για σάρκα στα πόδια, από τις πολλές μαχαιριές.    

            Με τη διοικητική συγκρότηση, αλλά και με σημαντικές πληροφορίες για την πολιτική, κοινωνική και εκκλησιαστική οργάνωση της Ελληνικής κοινότητας της Αλικαρνασσού ασχολείται ο συγγραφέας στο Πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου του. Αξιόλογες κρίνονται επίσης οι αναφορές στον πληθυσμό, την οικονομία, τα επαγγέλματα, την παιδεία και στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων πριν τα γεγονότα του 1914. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την παράθεση ονομάτων και σύντομων βιογραφικών στοιχείων των ιερέων και των δασκάλων της εποχής εκείνης.

            Οι ιστορίες και οι πληροφορίες για την οικογένειά του κυριαρχούν στις σελίδες των τριών επόμενων κεφαλαίων του βιβλίου. Δεν λείπει όμως και το συναίσθημα, αφού όπως κάπου σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Πήγα στη γενέτειρα του παππού μου και του παππού του παππού μου, την Αλικαρνασσό. Βγαίνοντας από το λιμάνι, μετά τα πρώτα λεπτά, ένιωσα παράξενα. Ωραία. Ένιωσα σαν να επέστρεφα σπίτι μου. Η συγκίνηση με είχε συνεπάρει». Στα κεφάλαια αυτά περιγράφονται τα σπίτια, τα αρχοντικά και τα οικογενειακά κειμήλια που έχουν διασωθεί, όπως: εικόνες, έγγραφα, συμβόλαια, ληξιαρχικές πράξεις και βέβαια η χειρόγραφη διαθήκη του Τριανταφύλλου Διάκου Μιχάλη του 1881, η οποία πιστεύω ότι από μόνη της θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης. Στηριζόμενος επίσης σε μεταγενέστερη μελέτη αλλά και από προσωπική του έρευνα, συντάσσει ένα πρώτο κατάλογο επιθέτων οικογενειών που έζησαν στο Πετρούμι. Στα τρία αυτά κεφάλαια τέλος αναφέρεται στο επάγγελμα του προπάππου του, Μιχάλη Τριανταφύλλου, ο οποίος ήταν ράφτης, ενώ παραθέτει βιογραφικά σημειώματα οικογενειών και σημαντικών προσώπων της Αλικαρνασσού.      

Το Ένατο Κεφάλαιο με τίτλο «Οι Ιταλοί μπήκαν στην πόλη….», πραγματεύεται την ιταλική κατοχή της Αλικαρνασσού από το Μάιο του 1919 έως τον Απρίλιο του 1920, όταν δηλαδή τα ιταλικά στρατεύματα αποβίβασαν δυνάμεις στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η εργασία του γλωσσολόγου και λαογράφου Νίκου Κοντοσόπουλου του 1957 με τίτλο «Ποιμενικά της Αλικαρνασσού», με αναφορές στην ενδυμασία των βοσκών, τις σκωπτικές διηγήσεις, το γλωσσάρι των βοσκών κ.ά, φιλοξενείται στο Δέκατο Κεφάλαιο του βιβλίου, αφού η κτηνοτροφία υπήρξε μια από τις ασχολίες των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της Αλικαρνασσού.

 Το επόμενο κεφάλαιο βασίζεται στη μεταπτυχιακή εργασία της Ελένης Ψαραδάκη για τη Νέα Αλικαρνασσό στην Κρήτη, όπου καταγράφονται οι περιπέτειες εγκατάστασης των προσφύγων στη Νέα τους Πατρίδα, αλλά και οι αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες ενσωματώθηκαν στην τοπική κοινωνία και όμως μπόρεσαν να ορθοποδήσουν και να προοδεύσουν, χωρίς ποτέ να λησμονήσουν τις προγονικές τους εστίες.

Λέξεις και εκφράσεις από την τοπική διάλεκτο της Αλικαρνασσού παραθέτει ο συγγραφέας στο Δωδέκατο Κεφάλαιο με τίτλο: «Λέξεις από την Πατρίδα…», αξιοποιώντας τη μελέτη του καθηγητή Νίκου Κοντοσσόπουλου και το αρχείο του Αποστόλη Μουζουράκη. Στο «Γλωσσάρι» αυτό ο αναγνώστης συναντά πολλές λέξεις που και σήμερα χρησιμοποιούμε στις κατ΄ ιδίαν συνομιλίες μας, όπως: Αμανάτι, Αποσπερίζω, Αρμαστός, Γλήορη, Καρσί, Καμουτζέλες, Κουρσούνι, Κουσέλι, Λαϊνι, Λόπια, Μαστραπάς, Μεσάλι, Μπλάζω, Μουντάρω, Ναμικιώρης, Νεμπότης, ΄Οχτουρας, Πάρβας, Ποτάσσω, Σεκλετίζω, Σιρμαγιά, Ταβλάδος, Φροκαλιά κ.ά.

Το ακροτελεύτιο Δέκατο Τρίτο Κεφάλαιο με τίτλο «Το Πετρούμι…100 χρόνια μετά», εμπεριέχει εικόνες της σημερινής Αλικαρνασσού, τον επίλογο του συγγραφέα, το Αλφαβητικό Ευρετήριο Ονομάτων και βέβαια τη σχετική βιβλιογραφία.

Πρέπει όμως αγαπητοί μου να τελειώνω, ευχαριστώντας το Μιχάλη Τριανταφύλλου για το ανεπανάληπτο και μοναδικό ταξίδι που μας προσφέρει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του. Του ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο, να συνεχίσει να είναι δημιουργικός και παραγωγικός και σύντομα να ακολουθήσουν νέες πνευματικές του δημιουργίες,  που δε σας κρύβω από τις εκμυστηρεύσεις του, αλλά όπως και ο ίδιος προαναγγέλλει στο βιβλίο του, στο μέλλον θα ασχοληθεί με τις οικογένειες των Πετρουμιανών, τις εμπειρίες της εξόδου των προσφύγων και την ένταξή τους στις νέες πατρίδες.

Δε θα μπορούσα να κλείσω αλλιώς την περιδιάβασή μου στο βιβλίο του, παρά μόνο με τη δική του εύστοχη καταληκτική διαπίστωση στον πρόλογό του: «Ο πολιτισμός ενός λαού δεν είναι η διατήρηση της στάχτης του, αλλά η μετάδοση της φλόγας του». Γιατί συμπληρώνω εγώ, δεν είναι «Χαμένες» οι πατρίδες των Ελλήνων της Ανατολής, αλλά «Αλησμόνητες», που ζουν μέσα στις καρδιές μας, όσο διατηρούμε ανοιχτά τα μάτια του μυαλού και της ψυχής μας…

Σας ευχαριστώ που είχατε την υπομονή να με ανεχθείτε. Να είστε καλά.

DSC_3473

Ὁ Λαός τῆς Οὐκρανίας καί τό Αὐτοκέφαλο, μέ ἀναφορά στή Δωδεκάνησο

Ετικέτες

, , , , , ,

Ἡ συζήτηση γιά τήν ἀπόδοση τῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανική Ἐκκλησία θυμίζει ἔντονα μία ἄλλη περίπτωση, ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Δωδεκανήσου, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, μόνη αὐτή ἀπό ὅλη τήν ἑλληνική ἐπικράτεια, ἔχει τό προνόμιο νά ἀποτελεῖ κανονικό ἔδαφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δέν ἀπέστη ποτέ ἀπό αὐτό.

Ἄς θυμηθοῦμε ὅμως λίγα στοιχεῖα ἱστορίας: ἡ Δωδεκάνησος ἀποτελοῦσε μέρος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι τό 1314 πού τήν κατέλαβαν οἱ Ἰωαννῖτες Ἱππότες. Αὐτοί καθώς ἦταν Ρωμαιοκαθολικοί στό θρήσκευμα δέν προέβησαν σέ εὐθεῖς διωγμούς ἀλλά ἀγωνίστηκαν μέ ποικίλα μέσα (πειθώ, πιέσεις, ἐμπόδια στήν ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας, κωλυσιεργία στίς χειροτονίες ἀρχιερέων, ἀπαγόρευση χειροτονίας ἀρχιερέων, ὑποταγή κλήρου στόν Λατῖνο Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ρόδου κ.ἄ.) γιά νά δημιουργήσουν τίς κατάλληλες συνθῆκες ὥστε νά ἐγκαταλείψουν οἱ Ὀρθόδοξοι κάτοικοι τῶν νήσων τήν πίστη τους καί νά ἐνταχθοῦν στήν Δυτική Ἐκκλησία.

Στίς ἀρχές τοῦ 1523 τά νησιά ἔπεσαν στά χέρια τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν σέ αὐτά μέχρι τό 1912. Ὑπῆρξε ὁμαλοποίηση στά ἐκκλησιαστικά ζητήματα, ἀλλά καί εὐθεῖς διωγμοί πού ἀνέδειξαν πολλούς νεομάρτυρες: ἀρχιερεῖς, κληρικούς ἄλλων βαθμίδων, καθώς καί λαϊκούς. Οἱ Ἰταλοί κυρίευσαν τά νησιά τό 1912. Παρέμειναν σέ αὐτά μέχρι τήν πτώση τοῦ καθεστῶτος τοῦ Μουσολίνι, τό 1943 (ἡ ἐνσωμάτωση στή μητέρα Ἑλλάδα ἦλθε τό 1948) καί σέ γενικές γραμμές ἀκολούθησαν παρόμοιες μεθόδους μέ τούς Ἱππότες.

Σέ ὅλη αὐτή τή μακρά περίοδο τῆς δουλείας ὁ μοναδικός σταθερός, ἀταλάντευτος καί ἀμετακίνητος προστάτης τῶν νησιωτῶν, πέρα ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἦταν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο μέ κάθε τρόπο τούς προστάτευε καί ἔβρισκε τά κατάλληλα ἀντίμετρα μέ τά ὁποία ἀκύρωνε κάθε ἀντορθόδοξη καί ἀνθελληνική κίνηση τῶν κατακτητῶν.

Τήν περίοδο τῶν Ἱπποτῶν, παραδείγματος χάριν, ἀντιμετώπιζε τήν παρεμπόδιση χειροτονιῶν ἐπισκόπων στήν Κῶ μέ τό νά ἀναθέτει σέ ἐπισκόπους γειτονικῶν περιοχῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τήν «κατ᾿ ἐπίδοσιν» (θά λέγαμε κατ᾿ ἀνάθεση) διαποίμανση τῆς Κῶ. Ἐπίσης, ἀρχιερεῖς ἄλλων ἐπαρχιῶν, μέ εἰδική ἄδεια, πήγαιναν στήν Κῶ γιά νά τελέσουν χειροτονίες ἤ οἱ ὑποψήφιοι ἱερεῖς χειροτονοῦνταν σέ ἄλλες ἐπαρχίες καί ἐπέστρεφαν χειροτονημένοι (αὐτό συνέβαινε καί κατά τήν Ἰταλοκρατία).

Μέ τή σοβαρότητα καί τή σωφροσύνη τῆς τακτικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τά Δωδεκάνησα, μετά ἀπό 650 ἔτη («καί ὄχι 400 ὅπως στήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα», ὡς προσφυῶς τονίζει σέ κάθε εὐκαιρία ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ) σκλαβιᾶς ἔφτασαν στήν ἀπελευθέρωση δίχως νά ἀπωλέσουν οὔτε τήν πίστη τους οὔτε τήν ἑλληνική γλῶσσα καί παράδοση.

Μία ἀπό τίς, ἀναμφίβολα, εὐφυεῖς μεθόδους πού ἐπεχείρησαν νά χρησιμοποιήσουν οἱ Ἰταλοί ἦταν ἡ ἀνακήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δωδεκανήσου, ὥστε ἡ Δωδεκάνησος νά ἀποκοπεῖ ἀπό τήν πνευματική τροφοδοσία καί διαχρονική προστασία τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί, σιγά σιγά, μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν νά ἁλωθεῖ πλήρως.

Μέ ἀφορμή τήν ἐκδημία τοῦ Μητροπολίτου Κώου Ἀγαθαγγέλου Ἀρχύτα, τό 1924, ὁ Ἰταλός Διοικητής τῆς Δωδεκανήσου Mario Lago ἔθεσε τό θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου στόν πρῶτο τῇ τάξει Μητροπολίτη τῆς Δωδεκανήσου Μητροπολίτη Ρόδου Ἀπόστολο Τρύφωνος, ὁ ὁποῖος συμφώνησε νά μεταφέρει τό θέμα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὡς τήν μοναδική ἁρμόδια ἐκκλησιαστική ἀρχή γιά νά παράσχει τό Αὐτοκέφαλο. Ἀπό τή στιγμή αὐτή ξεκίνησε μία μακρά παρελκυστική πολιτική ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (μάλιστα τόν Νοέμβριο τοῦ 1924 ἐκοιμήθη ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ΄ καί τή θέση του πῆρε ὁ Κωνσταντῖνος Στ΄, ὁ ὁποῖος ἐξεδιώχθη ἀπό τούς Τούρκους) γιά νά κερδίσει χρόνο ὥστε τελικά νά ἀκυρωθοῦν ἐκ τῶν πραγμάτων τά σχέδια τῶν Ἰταλῶν. Οἱ Ἰταλοί ἐνοχλήθηκαν πολύ ἀπό αὐτή τή στάση πού ἐνισχυόταν ἀπό τήν ἀντίδραση τοῦ δωδεκανησιακοῦ λαοῦ καί στίς 31 Ὀκτωβρίου 1929 ἐπέδωσαν τελεσίγραφο γιά τήν ὑπογραφή τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας στόν ἑπόμενο Οἰκουμενικό Πατριάρχη Φώτιο Β΄, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε καί σοφά παρέπεμψε τό θέμα σέ δημοψήφισμα τοῦ λαοῦ τῆς Δωδεκανήσου, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά ἀποφασίσει γιά τό θέμα. Οἱ Ἰταλοί ἐξεμάνησαν, καθώς γνώριζαν ὅτι κάτι τέτοιο δέν ἐπρόκειτο νά ἔχει θετική κατάληξη γι᾿ αὐτούς, καί, ὡς ἔσχατο μέσο πίεσης, σκλήρυναν τή στάση τους ἀπέναντι στούς νησιῶτες, ἀλλά καί στήν τοπική Ἐκκλησία, διακόπτοντας τίς ἐπαφές μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί καταργώντας ὅλα τά κοινοτικά προνόμια αὐτοδιοίκησης τῶν Ὀρθοδόξων.

Τό αὐτονόητο συμπέρασμα τῶν παραπάνω εἶναι ὅτι μέ τήν σοφή καί συνετή πρακτική τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν πού χειρίστηκαν τίς προσπάθειες τῶν Ἰταλῶν, ἀφ᾿ ἑνός, καί μέ τό ἀρραγές μέτωπο καί τήν σθεναρή ἀντίσταση τῶν Δωδεκανησίων, ἀφ᾿ ἑτέρου, τά σχέδια τῶν κατακτητῶν ἀκυρώθηκαν.

 

Κίεβο,-ουκρανία-εμφάνιση-χάρτη

Χάρτης τῆς Οὐκρανίας

 

Καί ἐρχόμαστε στό σήμερα! Γιατί αὐτή ἡ εἰσαγωγή;

Τό ἀκριβῶς ἀντίθετο συμβαίνει σήμερα στήν Οὐκρανία: ὁ λαός ἐπιθυμεῖ τήν Αὐτοκεφαλία του, ζητᾶ διά τῶν ἐκκλησιαστικῶν (ἤδη ἀπό τό 1991) καί πολιτικῶν ἡγετῶν του (σέ πολλές περιπτώσεις) νά τοῦ ἀποδοθεῖ καί, ἐνῶ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κανονικό ἔδαφος τοῦ ὁποίου ἀνέκαθεν ἀποτελοῦσε καί, φυσικά, συνεχίζει νά ἀποτελεῖ ἡ Οὐκρανία, κρίνει ὅτι τό αἴτημα αὐτό πρέπει νά ἰκανοποιηθεῖ, ἡ Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀρνεῖται πεισματικά νά ἱκανοποιήσει αὐτό τό δίκαιο καί λογικό, γιά ὅποιον γνωρίζει στοιχειωδῶς, ἔστω, τήν οὐκρανική ἱστορία, λαϊκό αἴτημα. Μάλιστα, ἡ ἐμμονή τῆς Μόσχας νά ἀρνεῖται τήν Αὐτοκεφαλία σέ συνδυασμό μέ τήν πολιτική τοῦ ρωσικοῦ κράτους πρός τήν Οὐκρανία προκαλεῖ ἐντονότατη δυσαρέσκεια στόν οὐκρανικό λαό στίς τάξεις τοῦ ὁποίου ἔχει ἀναπτυχθεῖ σοβαρό ἐνδοεκκλησιαστικό, ἐπί σειρά ἐτῶν, ἀθεράπευτο σχίσμα.

Τό σχίσμα αὐτό, μέ τήν ἀπόδοση τοῦ Αὐτοκεφάλου καί τήν ἀπελευθέρωση τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν ἀποπνικτικό ρωσικό ἐναγκαλισμό, βαίνει πρός θεραπεία, καθώς ἀντιμετωπίζονται οἱ κύριες αἰτίες του.

 

St. Sophia Cathedral, Kiev

Ὁ Καθεδρικός Ναός τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου

 

Ἡ στάση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας φαίνεται νά παραθεωρεῖ πλήρως τόν οὐκρανικό λαό. Συμβαίνει ἐν προκειμένῳ ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού προσπάθησαν νά κάνουν οἱ Ἰταλοί στή Δωδεκάνησο. Τή λύση σέ ἐκείνη τήν περίπτωση ἔδωσε ἡ σοφή προσφυγή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στή βούληση τῶν κατοίκων τῆς Δωδεκανήσου. Στήν περίπτωση τῆς Οὐκρανίας, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί πάλι στρέφεται στή βούληση τῶν Οὐκρανῶν, οἱ ὁποῖοι σαφῶς τίθενται ὑπέρ τῆς Αὐτοκεφαλίας. Ἄς μή λησμονοῦμε ἐξάλλου ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παρά τίς σοβαρότατες ἐκπεφρασμένες ἀντιρρήσεις του, προχώρησε κατά τό παρελθόν στήν ἀπόδοση Αὐτοκεφάλου σέ πολλές ἄλλες «ἐθνικές» Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων στήν ρωσική καί στήν ἑλληνική, θεραπεύοντας μέ τή σύνεση καί τήν ἀγάπη του τά πολλά προβλήματα πού εἶχαν προκληθεῖ ἀπό τίς ἐκβιαστικές, ἄκαιρες καί ἄστοχες κινήσεις αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν. Καί μάλιστα, τό ἔπραξε μέ αὐτοθυσία στερούμενο τήν ἴδια του τή σάρκα θρέφοντάς τες πατρικά μέ τό ἴδιο του τό αἷμα, ὅπως ὁ πελεκᾶνος.

Εἶναι, τουλάχιστον, ἀμετροεπές γιά τήν ρωσική Ἐκκλησία νά προσπαθεῖ πεισματικά νά κρατήσει δεμένη στό ἅρμα της τήν Οὐκρανία ὅταν, ἀφ᾿ ἑνός δέν ἔχει αὐτό τό δικαίωμα καί, ἀφ᾿ ἑτέρου, ὁ οὐκρανικός λαός δέν τό θέλει. Διάβαζα σέ κάποια ἀπό τίς ἀναρτήσεις σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό ὅτι οἱ Ἱεράρχες τῆς κανονικῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας δέν μνημονεύουν τόν Ρῶσο Πατριάρχη φοβούμενοι τήν ἀντίδραση τῶν πιστῶν τους. Ποῦ θά πάει αὐτή ἡ κατάσταση; Εἶναι δυνατόν νά στηριχθεῖ ἱεραρχία καί νά προχωρήσει πνευματικά δίχως τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό τοῦ λαοῦ;

Λένε κάποιοι: ἄς περιμένει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά λύσουν οἱ Οὐκρανοί μόνοι τους τά προβλήματα τους καί ἔπειτα ἄς παραχωρήσει τήν Αὐτοκεφαλία. Νομίζω ὅτι ἡ ἁπλή λογική λέει ὅτι ἐφόσον τά προβλήματα τῶν Οὐκρανῶν ἔχουν αἰτία καί ἀφορμή τίς ἔξωθεν παρεμβάσεις τό πρόβλημα δέν μπορεῖ νά ἐπιλυθεῖ παρά μόνο ἐάν λείψει ἡ αἰτία τοῦ προβλήματος: οἱ ρωσικές περεμβάσεις. Εἶναι σαφές ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κινεῖται πρός αὐτή ἀκριβῶς τήν κατεύθυνση. Ἀποδίδοντας τήν Αὐτοκεφαλία ἐπιτρέπει στήν Οὐκρανική Ἐκκλησία νά ἀντιμετωπίσει ἐλεύθερη ἀπό ἔξωθεν παρεμβάσεις τά τοῦ οἴκου της. Φαντάζομαι —μέ τόν δικό μου τρόπο σκέψης— ὅτι μέ τήν ἀπόδοση τοῦ Αὐτοκεφάλου οἱ σχισματικοί, ἐφόσον θά λείψει ἡ αἰτία τοῦ σχίσματος (καί δέν τούς ἐμποδίσουν ἄλλοι λόγοι π.χ. προσωπικοί) θά ἐπιδιώξουν τήν ἐπιστροφή τους στήν κανονική Οὐκρανική Ἐκκλησία.

 

1280px-Hagia_Sophia_Mars_2013

Ἡ Ἁγία τοῦ Θεοῦ Σοφία στήν Κωνσταντινούπολη

 

Δέν πρέπει νά παραθεωροῦμε, αὐτό πού κάποιοι τεχνηέντως ἀφήνουν νά ἐννοεῖται, ὅτι δηλαδή τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο θά δώσει τήν Αὐτοκεφαλία στήν σχισματική μερίδα. Αὐτές οἱ διαδόσεις βλάπτουν σοβαρότατα τήν ὅλη συζήτηση καί ἰδιαιτέρως τήν ρωσική πλευρά διότι ἔτσι ὑποβιβάζεται, ἐκ μέρους της, μέ ἐσκεμμένες ἀνακρίβειες τό ἐπίπεδο τῆς συζητήσεως μέ τρόπο πού δέν συνάδει σέ ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες. Μέ ἔκπληξη διάβασα, ἐπί παραδείγματι, δηλώσεις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κυθήρων κ. Σεραφείμ πού ἔχουν ἀναρτηθεῖ στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυθήρων (http://www.imkythiron.gr/index.php/eidiseis/teleftaia-nea/5048-diloseis-mitr-kythiron-dia-tin-aftokefalian-tis-oukranikis-ekklisias), στίς ὁποῖες ἐκφράζει τήν «βαθυτάτη λύπη» του γιά τήν, ὑποτιθέμενη, «ἐμμονή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά ἐκχωρήσει τήν Αὐτοκεφαλία εἰς τούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας» κάτι τό ὁποῖο ἐπ᾿ οὐδενί προκύπτει ἀπό τίς κινήσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά παραπλανᾶ τούς ἀναγνῶστες καί ἀδικεῖ κατάφορα τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε προσεκτικός στίς κινήσεις καί στίς ἐπιλογές του. Μάλιστα, ὅταν τό 2008 ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, προσκεκλημένος τῆς Οὐκρανικῆς Κυβερνήσεως, ἐπισκέφθηκε τήν Οὐκρανία γιά τόν ἑορτασμό τῶν 1020 ἐτῶν ἀπό τό βάπτισμα τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου ὄχι μόνο δέν ἦρθε σέ ἐπαφή μέ τήν σχισματική μερίδα, ἀλλά χάρη στήν ἁπλότητα καί στή σύνεσή του ἐπέτυχε νά συλλειτουργήσει μέ τόν Πατριάρχη Μόσχας κυρό Ἀλέξιο.

 

orthodoxiaonline-62

Ἀπό τήν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στήν Οὐκρανία τό 2008 γιά τόν ἑορτασμό τῶν 1.020 ἐτῶν ἀπό τή βάπτιση τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου

 

Ἄς ἀφουγκραστοῦν, λοιπόν, οἱ Ρῶσοι Ἱεράρχες τή θέληση τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ καί ἄς πράξουν ἀναλόγως. Ἄς συζητήσουν μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἄς τοῦ ἀποδώσουν τά δικαιώματα πού σύμπασα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ ἀναγνωρίζει, ἄς δείξουν τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό στούς Ἱερούς Κανόνες καί στίς Ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τότε τό «οὐκρανικό πρόβλημα» θά πάψει νά ὑφίσταται ἔχοντας ἐπιλυθεῖ πρός δόξαν Θεοῦ καί πρός ὄφελος τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος διακαῶς ἐπιθυμεῖ τήν Αὐτοκεφαλία καί τήν ἀνεξαρτησία του ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας.

Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο – Πατριαρχεῖο Μόσχας: Ποῦ βρίσκεται ἡ δύναμη τελικά;

Ετικέτες

, , ,

Θλιβερή, θλιβερότατη ἡ στάση τοῦ Πατριάρχου Μόσχας κ. Κυρίλλου. Δέν τόν ἱκανοποίησε ἡ ἀποφασισθεῖσα ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἀλλά προχώρησε στήν ἀναγραφή στά Δίπτυχα τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ Ἐπισκόπου Τύχωνος, Προκαθημένου τῆς «Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας Ἀμερικῆς καί Καναδᾶ». Μίας αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας τήν ὁποία δέν ἀναγνωρίζει καμία ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί δέν μνημονεύει κανένας Προκαθήμενος στά Δίπτυχα, προφανῶς ἐκτός ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας.

 

kyrillosvartholomaios-thumb-large

Ἀπό τή συνάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου μέ τόν Πατριάρχη Μόσχας κ. Κύριλλο στό Φανάρι στίς 31 Αὐγούστου 2018, κατά τήν ὁποία συζητήθηκε τό οὐκρανικό ζήτημα

 

Λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό αὐτά τά ἄκρως θλιβερά καί ἀκατανόητα (ὡς πρός τήν οὐσιαστική τους ὠφέλεια γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας) γεγονότα, καταθέτω μερικές ἁπλές σκέψεις-ἀπορίες μου.

Ἔστω ὅτι ἐγώ, πού εἶμαι ἄσχετος ἀπό πολιτική καί διεθνεῖς σχέσεις, ἤμουν προκαθήμενος μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησίας καί ἀποφάσιζα νά προωθήσω μιά θέση μου. Τό πρῶτο πού θά ἔκανα θά ἦταν νά προσπαθήσω νά ἔχω τήν ἀποδοχή ἐν πρῶτοις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο, ἐξαιτίας τῆς θέσεως πού κατέχει στήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει τόν πρῶτο λόγο στά τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐπί σειρά αἰώνων ἔχει χειριστεῖ δύσκολες, δυσχερέστερες ἀπό τήν παροῦσα, καταστάσεις, ὡς καί τῶν λοιπῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων, τῶν νέων Πατριαρχείων καί τῶν λοιπῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ἡ στάση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, πού εἶναι ἕνα ἀπό τά νεοπαγῆ «ἐθνικά» Πατριαρχεῖα δείχνει ὅτι καθώς στίς ἐπιδιώξεις του δέν ἔλαβε τήν ἐπιθυμητή ἀναγνώριση καί τήν προσδοκώμενη ἀνταπόκριση προχώρησε σέ μία κίνηση πού δείχνει, μᾶλλον, νευρικότητα, καί δέν ἔχει εὐδιάκριτο στόχο: ἄραγε ἡ διακοπή μνημοσύνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχει σκοπό νά τόν ἀπομονώσει; Μήπως συμβαίνει τό ἀντίθετο; Μήπως ἀποτελεῖ ἔμμεση ὁμολογία τῆς Μοσχοβίτικης Ἐκκλησίας γιά τήν ἀπομόνωση στήν ὁποία ἔχει ὁδηγηθεῖ; Ποιό στόχο ἄραγε θά μποροῦσε νά ἐξυπηρετεῖ ἡ μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου Τύχωνος; Δηλώνει μέ αὐτή ὅτι «καί ἐγώ μπορῶ νά δίδω τήν Αὐτοκεφαλία ὅπου θέλω»; Ποιός τό δέχεται; Πόσες τοπικές Ἐκκλησίες ἀποδέχονται ὅτι οἱ Ρῶσοι μποροῦν νά δίδουν Αὐτοκεφαλία; Νομίζω καμία! Καί αὐτό δέν φαίνεται νά ἀλλάζει στό ἐγγύς μέλλον.

Ρωτοῦν πολλοί γιατί συμβαίνουν ὅλα αὐτά καί διαμαρτύρονται ἐπιρρίπτοντας —ἐνῶ δέν θά ἔπρεπε— ἐξίσου εὐθύνες σέ ὅλες τίς πλευρές. Εὐτυχῶς, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κινεῖται μέ πολύ συνετά βήματα, καί δέν παρασύρεται σέ κινήσεις πολιτικοῦ ὠφελιμισμοῦ καί λαϊκίστικου ἐντυπωσιασμοῦ. Δέν χρειάζεται οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο. Ἀντιθέτως, στρέφει πάντοτε τήν προσοχή της στήν οὐσία κάθε προβλήματος καί στή διακονία της στόν κόσμο πού ζοῦμε καί, νομίζω, κανείς δέν ἔχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ διακονία αὐτή εἶναι μαρτυρική, βασανισμένη καί ταπεινή. Στήν περίπτωση πού συζητᾶμε τόν ρόλο τοῦ διακόνου γιά τήν ἀνά τήν οἰκουμένη Ὀρθοδοξία διαδραμματίζει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ὡς τέτοιο ἀναγνωρίζεται ἀπό ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Προκαθημένους —μέχρι χθές καί ἀπό τόν Μόσχας— καθώς πρῶτο τό ὄνομα τοῦ Προκαθημένου του διαβάζεται στά Δίπτυχα, πού λειτουργοῦν ὡς μία ἔμπρακτη ὁμολογία τῆς πανορθόδοξης ἑνότητας, καί ὡς τέτοιο ὁμολογεῖται ἀπό κάθε ὀρθόδοξο χριστιανό, καί μάλιστα, κατά τήν θεία λειτουργία, ἡ ὁποία εἶναι μία ἀνοικτή πόρτα ἀπό τήν ὁποία προγευόμαστε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Τά θέματα τάξεως εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικά γιά τήν Ἐκκλησία. Δέν διατηροῦν νεκρούς τύπους, ἀλλά διασώζουν τή ζῶσα ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τήν πίστη της γιά τήν ἑνότητα κατά τήν ἱστορική της πορεία. Ὅταν μνημονεύει ὁ κάθε Προκαθήμενος τούς ἄλλους Προκαθημένους, εἶναι ὡς νά βρίσκονται ὅλοι μαζί γύρω ἀπό τό τραπέζι τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἑνωμένοι, ἀγαπημένοι, ἐν μετανοίᾳ, «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας» (Πράξ. 2:46). Ἐπιτρέψτε μου, μέ κάθε σοβαρότητα, νά πῶ ὅτι μόλις διάβασα τήν ἀπόφαση γιά τή διακοπή μνημονεύσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἦρθε στόν νοῦ ἕνα παιδάκι πού ἐπειδή δέν γίνεται τό δικό του στό παιχνίδι, εὔκολα, ἀνεξέταστα καί πολύ ἀφελῶς, λέει στόν μέχρι πρότινος φίλο του «δέν σέ ἔχω φίλο» ἤ κάτι παρόμοιο!

Προφανής στόχος τοῦ Πατριάρχου Μόσχας ἦταν νά ἀποδυναμώσει καί νά ἀπομονώσει τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Τό πέτυχε ἄραγε;

Σκέφτομαι τό ἐπιχείρημά του σχετικά μέ τό πλῆθος τῶν πιστῶν πού βρίσκονται ὑπό τήν πνευματική καί διοικητική του δικαιοδοσία.

Ἀναρωτιέμαι: Μπορεῖ αὐτό νά εἶναι πνευματικό ἐπιχείρημα; Μπορεῖ νά σταθεῖ σέ μία σοβαρή συζήτηση;

Δέν θά ἦταν ἀνήθικο κατά τήν σοβιετική περίοδο, παραδείγματος χάριν, πού ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ὑπέστη τά πάνδεινα ἀπό τό καθεστώς, μέ ἐλάχιστους καταγεγραμμένους πιστούς καί ἀκόμη λιγότερους ναούς, μονές κ.λπ., νά ἔλεγαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες: πόσους πιστούς ἔχει ἡ Ρωσική Ἐκκλησία; Μόνο τόσους; Ἄς κατεβεῖ μερικές θέσεις στά δίπτυχα! Κανείς ὄχι μόνο δέν ἔθεσε αὐτό τό ζήτημα, ἀλλά ὅλες οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στήριξαν, μέ κάθε τρόπο, ὑλικά καί πνευματικά, τίς Ἐκκλησίες πού στέναζαν κάτω ἀπό τά ἀθεϊστικά καθεστῶτα.

Ἐάν ἀκολουθήσουμε τή λογική τῆς ἀριθμητικῆς ὑπεροχῆς θά πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἦταν λάθος, καί μάλιστα μεγάλο, ἡ στάση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου πρός τήν Ἐκκλησία: ἀντί «σοφά» καί «συνετά» νά μετρήσει κεφάλια πιστῶν καί εἰδωλολατρῶν καί νά σχεδιάσει τίς ἑπόμενες κινήσεις του, ὅπως πράττουν οἱ Ρῶσοι ἀδελφοί μας, ἀκούγοντας τήν καρδιά του ὑποστήριξε, μέ «ἀπερίσκεπτη» πίστη, μέ «ἄφρονα» ἐλπίδα καί «τυφλή» ἐμπιστοσύνη στό χέρι τοῦ Θεοῦ, ἕνα ἰσχνό περίπου 10%, στό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς ἐπιστήμονες, ἀνερχόταν τότε οἱ χριστιανοί. Καί μάλιστα, σέ μιά ἐποχή πού ἡ Ἐκκλησία προσπαθοῦσε νά ἀναλάβει δυνάμεις μετά ἀπό ἕναν ἀπό τούς σκληρότερους καί ἀπηνέστερους διωγμούς καί αὐτό τό 10% τῶν πιστῶν κατοίκων τῆς Αὐτοκρατορίας ἀγωνιζόταν γιά τήν ἴδια του τήν ἐπιβίωση.

Δέν μπορῶ παρά, γιά πολλοστή φορά, νά φέρω στόν νοῦ μου τόν λόγο τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἀπ. Παῦλο ὅταν αὐτός τοῦ ζήτησε νά τόν θεραπεύσει ἀπό τήν ἀσθένεια πού τόν βασάνιζε: «ἀρκεῖ σοὶ ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β΄ Κορ. 12:9). Αὐτός ὁ λόγος ἐκφράζει τήν πίστη καί τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὄχι ἡ ρωσική ἔπαρση πού τρέφεται μέ ἀλλότρια τῆς πίστεως μέσα. Αὐτός ὁ λόγος πού ἀποκαλύπτει τόν μυστικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ ἔννοια τῆς δυνάμεως στήν Ἐκκλησία θά ἔπρεπε νά μᾶς καθοδηγεῖ σέ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας: ἡ δύναμη μόνο μέσα στά βάσανα καί στούς καημούς τῆς ἀσθενείας, τῆς ἀδυναμίας, ἐνισχύεται.

Καί νομίζω ὅτι στό πρός συζήτηση πρόβλημα οὐδείς ἀμφιβάλει γιά τό ποιός βρίσκεται ἀπό τή μεριά τῆς ἀπολύτου δυνάμεως (ἐξάλλου δέν τό κρύβουν) καί ποιός ἀγωνίζεται ταπεινά μέ τά περιορισμένα μέσα πού διαθέτει γιά νά τελειωθεῖ —ἐν ἀσθενείᾳ, ἐν μυρίοις κινδύνοις, ἐν κόποις καί μόχθοις, ἐν ψευδαδέλφοις (ὡς λέει καί ὁ ἀπ. Παῦλος στό Β΄ Κορ. 11:26)— καί νά προστατεύσει τήν ἀνά τόν κόσμο Ὀρθοδοξία ἀπό ἀμέτρητα προβλήματα, διωγμούς, ἀδυναμίες, ἐχθρούς κ.λπ.

Ἄς εὐχηθοῦμε, λοιπόν, σύντομα, καί μέ τό μικρότερο δυνατό κόστος γι᾿ αὐτούς, οἱ Ρῶσοι ἀδελφοί μας νά ἀντιληφθοῦν τά σφάλματά τους καί νά ἀλλάξουν πορεία ἐνισχύοντας μέ τήν παρουσία τους τήν πανορθόδοξη ἑνότητα καί νά συνεχίσουν νά προσεύχονται μνημονεύοντας ἐν ἀγάπῃ αὐτούς πού, κατά τό παρελθόν, ἐν ἀγάπῃ τούς χάρισαν τό ἀγαθό τῆς αὐτοκεφαλίας.

Ζώντας στήν ἀποστολική ἐποχή (2ο μέρος) Πόσο ἄλλαξε ἡ καθημερινότητα ἀπό τότε …

Ετικέτες

, , , , , , , , ,

Ἡ καθημερινότητα ἦταν ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τή δική μας κατά τήν ἀποστολική ἐποχή! Μία ἐπιλεκτική, δειγματοληπτική θά λέγαμε, ἀναφορά πού ἐπιχειρῶ σέ κάποιους τομεῖς μᾶς δίνει μία ἀμυδρή ἀλλά ρεαλιστική εἰκόνα.

Ἡ δεύτερη ἀνάρτηση γιά τήν ἀποστολική ἐποχή. Τήν πρώτη πού ἦταν εἰσαγωγική μπορεῖτε νά τήν δεῖτε ἐδῶ.

Μέ ἀφορμή τίς καλοκαιρινές φονικές πυρκαγιές στήν πατρίδα μας κάνω μία σύντομη ἀναφορά στό φαινόμενο αὐτό στή Ρώμη:

Ἡ ἐκπαίδευση. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν γνώριζαν οὔτε ἀνάγνωση. Γι᾿ αὐτό ἡ ἐκκλησιαστική διδαχή γινόταν κυρίως μέ τόν λόγο τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἄλλων κηρύκων. Ἐκπαίδευση δεχόταν σχεδόν ἀποκλειστικά τά ἀγόρια. Τά κορίτσια ἔμεναν στό σπίτι καί ἐκπαιδεύονταν στό νά γίνουν νοικοκυρές, ἄν καί κατά τήν ἑλληνιστική ἐποχή παρατηρεῖται μία γενικότερη ἔφεση πρός τά γράμματα καί τή γνώση (π.χ. πολλές φιλοσοφικές σχολές, ἀποκέντρωση γνώσης, ἀνάδειξη περιφερειακῶν πόλεων ὅπως ἡ Ρόδος, ἡ Ταρσός, ἡ Ἀλεξάνδρεια) καί φαίνεται ὅτι σιγά σιγά ἀρχίζουν νά μορφώνονται σέ μεγαλύτερους ἀριθμούς. Ἡ ἐκπαίδευση ἐκτυλισσόταν σέ δύο φάσεις: θά λέγαμε στό δημοτικό, περίπου ἀπό τά ἑπτά μέχρι τά δεκατέσσερα (τά παιδιά μάθαιναν τά βασικά: γραφή, ἀνάγνωση καί ἀριθμητική) καί στό ἑπόμενο ἐπίπεδο, κάτι σάν τό γυμνάσιο-λύκειο, ἀπό τά δεκαπέντε μέχρι τά δεκοκτώ (τά παιδιά ἐμβάθυναν σέ ὅσα εἶχαν μάθει καί προσέθεταν γνώσεις σέ τομεῖς ὅπως ἡ μουσική, ἡ ρητορική, ἡ ἀστρονομία, ἡ γεωμετρία, ἡ διαλεκτική). Ἄνθρωποι, ὅπως ὁ ἀπ. Παῦλος, παράλληλα μέ τήν ἰουδαϊκή θρησκευτική ἐκπαίδευση (π.χ. στήν Τορά, τόν Νόμο) καί μάλιστα σέ μία πόλη ὅπως ἡ Ταρσός διδάσκονταν καί τήν θύραθεν σοφία. Ἀπό κείμενά του καί ἄλλες καινοδιαθηκικές ἀναφορές διαπιστώνουμε ὅτι κατεῖχε στοιχεῖα φιλοσοφίας (π.χ. ἐπικούρειας καί στωικῆς), τήν ἑλληνική γλῶσσα καί κινοῦνταν μέ ἄνεση σέ κάθε ἑλληνιστικό περιβάλλον: στή συναγωγή, ἐνώπιον βασιλέων, Ἀνθυπάτων, τῶν Ἀθηναίων βουλευτῶν, πιθανότατα ἐνώπιον τοῦ Καίσαρα, σέ δικαστήρια, ἀνάμεσα σέ ἁπλούς ἀνθρώπους, σέ φυλακές καί ἐδώλια.

Τά βιβλία. Τά βιβλία ἦταν τόσο ἀκριβά καί σπάνια πού ἦταν ἔξω ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί ἔπαιζαν πολύ μικρό ρόλο στή μόρφωσή καί τήν καλλιέργειά τους. Ἡ δημιουργία ἑνός βιβλίου ὅπως ἡ Ἁγία Γραφή (ὑλικά, προετοιμασία ὑλικῶν, ἀντιγραφή, δέσιμο καί διακόσμηση) κόστιζε σέ σημερινές τιμές πολλές δεκάδες (ἀκριβέστερα ἑκατοντάδες) χιλιάδες εὐρώ. Ἕνα μικρό ἁπλό βιβλίο κόστιζε περίπου ὅσο κοστίζει σήμερα ἕνα μεσαίας κατηγορίας αὐτοκίνητο (10.000-15.000 €). Γι᾿ αὐτό στόν ἰουδαϊσμό, πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐν προκειμένῳ, κυριαρχοῦσε τό σύστημα μέ τό ὁποῖο μορφώθηκε καί ὁ ἀπ. Παῦλος «παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ» (Πρ. 22:3): ὁ δάσκαλος, πού καθόταν σέ ἕνα σκαμνί, ἔλεγε δυνατά ἕνα χωρίο καί οἱ, γύρω του συγκεντρωμένοι καί κοντά στά πόδια του καθισμένοι, μαθητές τό ἐπαναλάμβαναν ἐν χορῷ μέχρι νά τό μάθουν. Μέ ἀντίστοιχο τρόπο μάθαιναν καί τήν ἑρμηνεία του ἀπό τά διάφορα ραββινικά ὑπομνήματα πού ὑπῆρχαν.

330px-Sinaiticus_text

Σελίδα ἀπό τόν περίφημο Σιναϊτικό Κώδικα (4ος μ.Χ. αἰ.) πού περιέχει τήν Ἁγία Γραφή καί εἶναι γραμμένος σέ περγαμηνή.

 

 

Oxyrhynchus-Papyri

Σελίδα ἀπό τά Στοιχεῖα τοῦ Εὐκλείδη γραμμένη ἐπάνω σέ πάπυρο

 

Οἱ μετακινήσεις. Εἶναι σχεδόν ἀδύνατο νά κατανοήσουμε σήμερα τί σήμαινε τότε νά φύγει ὁ ἀπ. Παῦλος διωγμένος, π.χ. ἀπό τή Θεσσαλονίκη γιά νά πάει στή Βέροια. Σήμερα γιά νά διανύσει κάποιος αὐτά τά 72 περίπου χιλιόμετρα χρειάζονται γύρω στά 50 λεπτά. Μπορεῖ δηλαδή εὔκολα νά πάει κάποιος ἀπό τή Θεσσαλονίκη στή Βέροια γιά καφέ ἤ γιά νά ἐκκλησιαστεῖ καί τό ἴδιο πρωινό νά ἐπιστρέψει. Τότε ἀκόμη καί στήν περίοδο τῶν μετακινήσεων (ἀπό τά μέσα τῆς Ἀνοίξεως μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου) ἔπρεπε νά διαθέσει τρεῖς μέ τέσσερις ἡμέρες γιά νά πάει, νά μείνει ἐκεῖ μέχρι νά τελειώσει τίς δουλειές του καί ἔπειτα νά ἀναλάβει τό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς. Ἀπαιτοῦνταν δηλαδή τουλάχιστον δέκα ἡμέρες. Πέραν τοῦ ἀπαιτούμενου χρόνου ὁ ταξιδιώτης ἀντιμετώπιζε πλῆθος κινδύνων ἀπό τίς καιρικές συνθῆκες, τά ἄγρια ζῶα (π.χ. στά βουνά καί στά ὑψίπεδα τῆς Κιλικίας), ἀπό ληστές, ἔπρεπε νά μεταφέρει τρόφιμα, νά κουβαλᾶ τά ἐργαλεῖα καί τά ροῦχα του, καθώς τά ταξίδια συνήθως διαρκοῦσαν χρόνια, νά ἀσφαλίσει τά χρήματά του, νά ἔχει τή δυνατότητα νά ἐργάζεται γιατί φυσικά κατά τήν ἔναρξη τοῦ ταξιδιοῦ δέν μποροῦσε νά ἔχει μαζί του ἀρκετά χρήματα γιά νά ζήσει αὐτός καί οἱ συνδοιπόροι του δύο ἤ τρία χρόνια κ.ἄ.

 

PompeiiStreet

Ὁδός ἀπό τήν Πομπηία

 

 

1280px-Roman_road_in_Tarsus,_Mersin_Province

Ρωμαϊκή ὁδός στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας

 

 

330px-Kavala_egnatia_2

Ρωμαϊκή ὁδός στήν περιοχή τῆς Καβάλας

 

 

Via_Munita

Τά στρώματα τῶν ρωμαϊκῶν δρόμων

 

Ἡ ἐπικοινωνία. Ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς εὔκολης ἐπικοινωνίας. Εἶναι σχεδόν ἀδύνατο νά καταλάβουμε ὅτι γιά νά μεταφερθεῖ μία εἴδηση ἀπό τή Ρώμη στήν Ἱερουσαλήμ, μέ τό ταχύτερο μέσο τῆς ἐποχῆς, τό Αὐτοκρατορικό στρατιωτικό ταχυδρομεῖο πού στάθμευε σέ συγκεκριμένους σταθμούς μέ τά καλύτερα ἄλογα καί ἄλλες διευκολύνσεις, ἀπαιτοῦνταν δύο ἤ καί περισσότεροι μῆνες. Κλάσματα τοῦ δευτερολέπτου ἀνέξοδα καί εὔκολα, ἀπό τό γραφεῖο μας, ἕνα ἠλεκτρονικό μήνυμα σήμερα· μῆνες μέ τεράστιο κόστος, κινδύνους καί κόπο ἕνα γραπτό ἤ προφορικό μήνυμα τότε. Ἀντιλαμβάνεται καθένας γιά τί διαφορές μιλᾶμε …

Ἡ ἐργασία-οἰκονομία. Ἐντελῶς διαφορετικές ἦταν καί οἱ συνθῆκες ἐργασίας. Ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅπως κάθε σωστός παραδοσιακός Φαρισαῖος, πέρα ἀπό τή θρησκευτική ἐκπαίδευση πού ἔλαβε στή γενέθλια πόλη, Ταρσό, καί στήν Ἰερουσαλήμ, ὅπου πολλοί Ἰουδαῖοι πήγαιναν γιά περαιτέρω σπουδές στόν ἰουδαϊσμό, εἶχε διδαχθεῖ καί μία τέχνη. Ὁ ἀπ. Παῦλος ἦταν σκηνοποιός. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐξασφάλιζε τά πρός τό ζῆν καί δέν ἐπιβάρυνε κανένα. Χάρη σέ αὐτή τή συνήθεια τοῦ ἰουδαϊσμοῦ κατέστη δυνατό νά ζεῖ ἐπί χρόνια χωρίς ἄλλους πόρους, νά μετακινεῖται συνεχῶς καί νά ἀντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις (π.χ. διωγμούς, φυλακίσεις). Ὅταν μετακινοῦνταν ἔπρεπε νά κουβαλᾶ τά ἐργαλεῖα πού χρειαζόταν γιά νά ἀσκεῖ τό ἐπάγγελμά του. Αὐτό ἦταν ἕνα χαρακτηριστικό τῆς ἐργασίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καθώς τά ἐργαλεῖα γενικότερα ἦταν πολύ ἀκριβά καί σπάνια καί συνήθως κληρονομοῦνταν ἀπό γενιά σέ γενιά. Ἄλλα χαρακτηριστικά τῆς ἐποχῆς ἦταν ἡ κυριαρχία τῆς ἐργασίας τῶν δούλων καί ἡ ἀπουσία μηχανῶν (σέ μεγάλη τουλάχιστον ἔκταση) πού ἔκαναν τήν ἐργασία δυσκολότερη καί τήν τιμή τῶν προϊόντων ὑψηλότερη. Τά ἀγροτικά ἐπαγγέλματα κυριαρχοῦσαν στίς πόλεις τῆς Αὐτοκρατορίας. Μεγάλο πλοῦτο καί, κατ᾿ ἐπέκταση, δύναμη συγκέντρωναν, ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Αὐγούστου καί ἔπειτα, οἱ ἔμποροι, οἱ ὁποῖοι ὠφελήθηκαν πολύ ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς Ρωμαϊκῆς Εἰρήνης (Pax Romana). Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἡ παραδοσιακή ρωμαϊκή ἀριστοκρατία, πού στήριζε τή δύναμή της στίς τεράστιες ἐκτάσεις γῆς πού κατεῖχε καί καλλιεργοῦσαν δοῦλοι, ἔχασε μέρος τῆς ἐπιρροῆς της πρός ὄφελος τῶν πλουσίων ἐμπόρων, πλοιοκτητῶν, κατόχων μεγάλων ἐργαστηρίων πού συγκέντρωναν πλοῦτο καί στηριγμένοι σέ αὐτόν ἀναδεικνύονταν στή δημόσια ζωή. Σιγά σιγά, μέ διαφόρους τρόπους, ἄρχισαν νά εἰσέρχονται στή Σύγκλητο καί νά δημιουργοῦν μία νέα μορφή ἀριστοκρατίας, πού μπορεῖ νά ἦταν ἀπεχθής γιά τούς παραδοσιακούς Ρωμαίους ἀριστοκράτες, ἀλλά ἀποτελοῦσε μία ὑπαρκτή πραγματικότητα. Ἀνάλογες συνθῆκες καί οἰκονομικά δεδομένα ἐπικρατοῦσαν καί στίς ἐπαρχίες τῆς Αὐτοκρατορίας: παντοῦ ὑπῆρχε ἡ παλαιά ἀριστοκρατία καί ἡ ἀνερχόμενη ὁμάδα τῶν πλουσίων, πού τά μέλη της δέν ἦταν παράδοξο νά προέρχονται ἀκόμη καί ἀπό τίς τάξεις πρώην δούλων πού κατάφεραν νά ἐξαγοράσουν τήν ἐλευθερία τους. Ὁ Χριστιανισμός ἦταν πολύ δημοφιλής ἀνάμεσα στίς ἀνερχόμενες ὁμάδες, ἐνῶ ταυτόχρονα προκαλοῦσε τό ἐνδιαφέρον καί τῆς παραδοσιακῆς ἀριστοκρατίας, ἀλλά καί τῶν κατωτέρων στρωμάτων καί φυσικά τῆς πολυπληθέστερης τάξης, τῶν δούλων. Τό ἀκροατήριο τῶν ἱεραποστόλων ἀποτελοῦσε κυρίως ἡ μεσαία τάξη.

Οἱ πυρκαγιές. Οἱ πόλεις τῆς περιόδου ὡς κύρια διαφορά μέ τίς σημερινές εἶχαν τήν πολύ μεγάλη πυκνότητα πληθυσμοῦ. Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου καί Ἀντιόχεια τῆς Συρίας ἦταν οἱ τρεῖς μεγαλύτερες πόλεις τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου. Μέ κάθε ἐπιφύλαξη, καθώς ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κατοίκων εἶναι πολύ δύσκολη, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶχαν πληθυσμό 1.000.000, 600.000 καί 400.000 ἀντίστοιχα. Ἡ ζωή σέ αὐτές ἦταν δύσκολη, οἱ συνθῆκες καθαριότητας ἄθλιες καί ἡ ἀποχέτευση ἀνύπαρκτη, ἴσως ἐκτός ἀπό τή Ρώμη πού εἶχε τόν Μεγάλο Ὑπόνομο (Cloaca Maxima) πού χυνόταν στόν Τίβερη καί κατέληγε στή Μεσόγειο. Στήν Ἀντιόχεια οἱ μεγάλες καί φονικές καταστροφές ἦταν πολύ συχνές, καθώς ἡ πόλη ἦταν κτισμένη ἐπάνω σέ σεισμογενές ρήγμα. Στή Ρώμη τό μεγαλύτερο πρόβλημα ἦταν οἱ πυρκαγιές. Τά περισσότερα σπίτια ἦταν ξύλινα καί ἡ πυκνή δόμηση ἔκανε τή μετάδοση τῆς φωτιᾶς ἀπό τό ἕνα στό ἄλλο εὐκολώτατη καί τήν ἐξάπλωσή της ταχύτατη. Ἐκτός ἀπό τίς ἐπαύλεις καί τίς πλούσιες συνοικίες, τά σπίτια ἦταν κτισμένα σέ νησίδες (insulae, οἰκοδομικά τετράγωνα) καί πολυόροφα. Σέ κάποιες περιπτώσεις εἶχαν μικρά μονόχωρα καταστήματα στό ἰσόγειο. Οἱ πιό πλούσιοι ἀπό τούς ἐνοίκους, σέ ἀντίθεση μέ σήμερα, κατοικοῦσαν στούς κάτω ὀρόφους, καθώς αὐτοί ἦταν πετρόκτιστοι καί κάλυπταν περισσότερα τετραγωνικά. Ὅσο πιό ψηλά ἦταν ἕνα διαμέρισμα τόσο μικρότερο ἦταν (τό κτήριο εἶχε ἐλαφρῶς πυραμιδωτή μορφή διότι ὁ κάθε ὄροφος στηριζόταν στή μεγαλύτερη ἐπιφάνεια τοῦ προηγουμένου) καί λόγῳ τοῦ ξύλου ἅρπαζαν ἀμέσως φωτιά μέ ἀποτέλεσμα νά μήν προλαβαίνουν οἱ κάτοικοι νά διαφύγουν. Ἡ προστασία ἀπό τίς πυρκαγιές καί ἡ σχετική κρατική μέριμνα ἦταν ὑποτυπώδεις. Καθήκοντα πυροσβεστῶν εἶχαν κρατικοί δοῦλοι, οἱ ὁποῖοι γιά νά ἀντιμετωπίσουν τήν ἐξάπλωση τῆς φωτιᾶς προσπαθοῦσαν, κυρίως, νά γκρεμίσουν κάποια κτήρια ὥστε οἱ φλόγες νά μήν βρίσκουν τροφή καί τελικά νά ἐξασθενήσουν. Γι᾿ αὐτό καί στήν τρομερή πυρκαγιά τῆς Ρώμης (18 Ἰουλίου 64 μ.Χ.), ἀνεξάρτητα ἀπό τήν εὐθύνη τοῦ Νέρωνα, ἡ καταστροφή ἦταν τρομακτική κατακαίοντας τό μεγαλύτερο μέρος τῆς πόλης.

 

1280px-OstianInsula

Σωζόμενο τμῆμα ρωμαϊκῆς insula

 

 

cloaca-maxima

Ὁ κεντρικός ὑπόνομος τῆς Ρώμης

 

Σέ αὐτούς τούς τομεῖς θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε καί πολλούς ἄλλους ὅπως ἡ τέχνη, ἡ κοινωνική ζωή, οἱ θρησκευτικές ἀντιλήψεις, οἱ μυστηριακές θρησκεῖες, τά ἤθη καί τά ἔθιμα, ἡ στράτευση, ἡ θέση τῆς γυναίκας κ.ἄ. πού μορφοποιοῦν μπροστά στά μάτια μας τόν κόσμο τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, ἕναν κόσμο πολύ διαφορετικό ἀπό τόν σύγχρονο, ὁ ὁποῖος εἶχε ὄμορφες στιγμές ἀλλά καί φοβερά προβλήματα (π.χ. ὕδρευση, σίτιση).

Μετάνθρωπος: ζώντας σ᾿ έναν ψηφιακό κόσμο

Ετικέτες

, , , , , , , , , , , ,


Πριν από λίγες ημέρες ετέθη σε κυκλοφορία το πρώτο βιβλίο στα ελληνικά εκδοτικά πράγματα που πραγματεύεται την έννοια του «μετανθρώπου» (posthuman / transhuman) του ανθρώπου της διεπαφής (interface) με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ένα πολύ ενδιαφέρον και σύγχρονο θέμα.
Μαζί με τους άλλους συγγραφείς του τόμου κινούμενοι στα μονοπάτια της φιλοσοφίας, της σύγχρονης επιστήμης καί των επιτευγμάτων της τεχνολογίας αναζητούμε στην ελληνική και πατερική παράδοση απαντήσεις σε ερωτήματα που θα τα βρίσκουμε μπροστά μας όλο και περισσότερο, όλο και πιο συχνά:

Επιτρέπεται να δημιουργήσουμε νέους «ισχυρότερους» και «ικανότερους» ανθρώπους; Ανθρώπους της διεπαφής (interface) με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή;
Επιτρέπεται να προχωρήσουμε στη διενέργεια εκτεταμένων βελτιωτικών παρεμβάσεων στον άνθρωπο;
Επιτρέπεται να παραμερίσουμε τους ασθενείς, τους αδυνάτους, τους αναπήρους, τους διανοητικά διαφορετικούς;
Επιτρέπεται να συναινέσουμε σε μία ηθική της σκοπιμότητας και της θεοποίησης της επιθυμίας;
Είναι η λύση των προβλημάτων μας ο μετάνθρωπος;
Είναι ο μετάνθρωπος το αναπόφευκτο μέλλον μας;

Ο τίτλος του βιβλίου είναι : «Μετάνθρωπος, ζώντας σ᾿ ἕναν ψηφιακό κόσμο«

4de96befed4fc26b9f4d9cce84d5a9d4_XL

Εμπνευστής και επιμελητής του τόμου ο αγαπητός Δημήτρης Γερούκαλης, ὁ ὁποῖος, εκτός από τήν Εισαγωγική αναφορά καί τα Επιλεγόμενα, συμμετέχει με το πρῶτο κείμενο (τίτλος: «Η οικολογία του ψηφιακού κόσμου: μετάνθρωπος ή πρόσωπον;»).

Ακολουθούν το κείμενο του Σωτήρη Γουνελά («Κριτική στην επιστήμη» και το Προλογικό Σχόλιο), του Δημήτρη Μπεκριδάκη («Machina Ex Deo, Στοχασμοί γύρω από τον θεολογικό πυρήνα της σύγχρονης τεχνολογίας»), Ιωάννη Πλεξίδα («Το τέλος του ανθρώπου: μία χριστιανική προσέγγιση στην έννοια του μετανθρώπου») και το δικό μου (Αθανασίου Μουστάκη: «Άγιος: ο πραγματικός μετά-άνθρωπος»).

Θερμές ευχαριστίες στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κώου και Νισύρου κ. Ναθαναήλ, Χαιρετισμός του οποίου ανοίγει τον τόμο, καθώς και στον Αρμό και στους ανθρώπους του, τον Εκδότη κ. Γιώργο Χατζηιακώβου και τον υπεύθυνο του εκδοτικού τμήματος κ. Λουκά Σούλο, για τη συνεργασία και τη βοήθειά τους.

Να σημειώσουμε ότι ο τόμος αυτός εντάσσεται στην εκδοτική προσπάθεια της Αστικής Εταιρείας «Ιπποκράτης» / Κέντρο πρόληψης των εξαρτήσεων και προαγωγής της ψυχοκοινωνικής Υγείας, η οποία εδρεύει στην Κω και δραστηριοποιείται στα νησιά του Βορείου Συγκροτήματος της Δωδεκανήσου. Επιστημονικός υπεύθυνος της Εταιρείας είναι ο Δρ Δημήτριος Κ. Γερούκαλης, Ιατρός Νευρολόγος Ψυχίατρος.

Με την ευκαιρία της εκδόσεως του τόμου η Αστική Εταιρεία εξέδωσε το παρακάτω ανακοινωθέν:

DELTIO TYPOU EKDOSH VIVLIOU METANTHROPOS_03-08-2018Στιγμιότυπο οθόνης (11)

 

 

Ζώντας στήν ἀποστολική ἐποχή (1ο μέρος) Λίγες σκέψεις γιά εἰσαγωγή…

Ετικέτες

, , , , ,

Μεγάλο προσόν τοῦ ἱστορικοῦ καί τοῦ ἀρχαιολόγου εἶναι νά μπορέσει μέ τό ἔργο του, πέρα ἀπό τήν ἀκρίβεια, νά ἀποδώσει ὅσο πιό παραστατικά καί ἐγγύτερα στήν πραγματικότητα εἶναι δυνατό τίς συνθῆκες ζωῆς, μόρφωσης, ἐκπαίδευσης, ἐργασίας κ.λπ. κάθε ἐποχῆς ὥστε ὁ ἀναγνώστης νά μπορέσει νά τήν κατανοήσει σέ βάθος καί νά προχωρήσει σέ πιό οὐσιαστική ματιά στήν καθημερινότητα τῶν ἀνθρώπων, νά τήν ἑρμηνεύσει αὐθεντικότερα καί πιό ρεαλιστικά, ὅποια καί ἐάν εἶναι αὐτή, νά ἀντιληφθεῖ τίς σχέσεις, τίς ἀντιπαλότητες, τίς ἀδυναμίες, τίς δεσμεύσεις, τίς τάσεις καί τούς περιορισμούς καί πολλά ἄλλα ἀπαραίτητα καί καθοριστικά στοιχεῖα.

Μερικά παραδείγματα ἴσως μᾶς βοηθήσουν νά καταλάβουμε τί ἐννοῶ.

Διαβάζοντας τήν περικοπή τοῦ διαλόγου τοῦ Χριστοῦ μέ τή γυναῖκα ἀπό τή Σαμάρεια (Ἰω. 4:5-42) δίχως νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας κανένα ἀπό τά στοιχεῖα πού ἀπαραιτήτως τήν συνοδεύουν ἑρμηνευτικά (καί ὄχι μόνο σέ ἐπιστημονικό, ἀλλά κυρίως σέ κηρυκτικό, διδακτικό καί κατηχητικό ἐπίπεδο) πόσα ἀπό αὐτά πού θά διαβάσουμε θά τά κατανοήσουμε στό ὀρθό τους πλαίσιο; Θά ἀντιληφθοῦμε ἄραγε τό μεγαλεῖο τῶν λόγων τοῦ Κυρίου; Ἄν π.χ. δέν γνωρίζουμε τήν προσδοκία τῶν Ἰουδαίων γιά τόν Μεσσία θά νιώσουμε τόν συγκλονισμό τῆς Σαμαρείτιδας ὅταν ἄκουσε τά λόγια «Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλών σοι» (Ἰω. 4:26);

 

samareitida

Ὁ Χριστός συνομιλεῖ μέ τή γυναῖκα ἀπό τή Σαμάρεια καί τῆς ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας (ἀπό κατακόμβη)

 

Ὅταν διαβάσουμε τήν περικοπή κατά τήν ὁποία περιγράφεται ἡ ἀποτροπή τοῦ λιθοβολισμοῦ τῆς μοιχαλίδας (Ἰω. 8:3-11) χωρίς νά γνωρίζουμε τόν Νόμο, τήν ἑρμηνεία του ἀπό τούς Γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους, τήν ἔννοια τοῦ λιθοβολισμοῦ στόν ἰουδαϊσμό, τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας κ.λπ. θά καταλάβουμε τί ἐννοοῦσε ὁ Κύριος μέ τά λόγια «Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος ἐπ᾿ αὐτήν βαλέτω λίθον» (Ἰω. 8:7) ἤ θά νομίσουμε ὅτι ὁ Χριστός τούς προέτρεψε νά τήν λιθοβολήσουν;

Ἀπομονώνοντας τό περιστατικό τοῦ «γογγυσμοῦ» (Πρ. 6:1), χωρίς νά γνωρίζουμε τό πλαίσιο ζωῆς, τήν ἁγιότητα πού ἐπικρατοῦσε ἀνάμεσα στούς πιστούς, τήν ἀγάπη πού ἔδειχναν ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, τίς σχέσεις ἑλληνιστῶν καί μή Ἰουδαίων, τήν περιφρόνηση πού οἱ Ἰουδαῖοι ἔνιωθαν γιά τούς προσηλύτους κ.λπ. θά νομίσουμε ὅτι ἡ ἀποστολική Ἐκκλησία ἦταν μιά παρέα ἀνθρώπων πού καυγάδιζαν γύρω ἀπό μερικά τραπέζια γιά τό ποιός θά φάει περισσότερο καί ὅτι ὁ ἕνας στεροῦσε τό φαγητό ἀπό τόν ἄλλο … Αὐτή εἶναι, ὅμως, ἡ ἀλήθεια;

 

agapes_katakomvi

«Ἀγάπη», κοινό χριστιανικό γεῦμα στό ὁποῖο οἱ πιστοί ἔτρωγαν ὅλοι μαζί ἀπό ὅσα πρόσφεραν οἱ ἴδιοι (ἀπό κατακόμβη)

 

Ἔχοντας στόν νοῦ μας τήν περικοπή πού περιγράφει τή διαφωνία τῶν δύο κορυφαίων ἀποστόλων, τοῦ ἀπ. Πέτρου καί τοῦ ἀπ. Παύλου, στήν Ἀντιόχεια (Γαλ. 2:11-14) τί θα σκεφτοῦμε γιά τίς μεταξύ τους σχέσεις; Ἄν ἐξετάσουμε τό γιατί τό ἔκαναν, τί εἶχε προηγηθεῖ στήν Ἀποστολική Σύνοδο, τί ἐπεδίωκαν τά ὄργανα τοῦ ἰουδαϊσμοῦ κ.ἄ. δέν θά εἴμαστε ὀρθότεροι στήν κρίση μας;

Μέ αὐτό τό σκεπτικό σέ μιά σειρά ἀναρτήσεων θά προσπαθήσω —εἶναι ἀλήθεια ἐντελῶς ἀποσπασματικά— νά παρουσιάσω κάποια στοιχεῖα ἀπό τή ζωή κατά τήν ἀποστολική ἐποχή, μήπως κατανοήσουμε πληρέστερα τόν τρόπο ζωῆς καί δράσης τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί τῶν πρώτων Χριστιανῶν.

Ἡ πρώτη ἀνάρτηση θά εἶναι εἰσαγωγική καί σέ αὐτή θά παρουσιάσω μερικές γενικές σκέψεις. Στή δεύτερη πρόκειται νά ἀναφερθῶ σύντομα σέ γενικές διαφορές τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς ἀπό τή δική μας. Στήν τρίτη θά παρουσιάσω μερικές βασικές διαφορές ἀνάμεσα στήν ἀποστολική καί στή σύγχρονη Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖες συνήθως οὔτε μᾶς περνοῦν ἀπό τό νοῦ ὅταν, γιά παράδειγμα, διαβάζουμε τήν Καινή Διαθήκη. Στήν τέταρτη σκέπτομαι νά ἀναφερθῶ σέ διάφορα θέματα πού προέκυπταν στήν πρώτη Ἐκκλησία καί στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ πιστοί τά ἀντιμετώπιζαν.

* * *

Ἄς ξεκινήσουμε, λοιπόν, μέ μερικές εἰσαγωγικές σκέψεις.

Ἡ εἰκόνα πού οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε σχηματίσει γιά τή ζωή καί τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας κατά τά πρῶτα ἀποστολικά χρόνια εἶναι ὅτι ἐπρόκειτο γιά μία ὁμάδα ἀνθρώπων πού ζοῦσαν εἰδυλλιακή ζωή, μέ ἀκλόνητη πίστη, δίχως προβλήματα στήν καθημερινότητά τους, πέρα ἀπό αὐτά πού τούς προκαλοῦσαν οἱ διῶκτες τους.

Ἡ εἰκόνα αὐτή, πού σέ μεγάλο βαθμό ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τήν ἐπιρροή ἐπάνω μας τῆς τέχνης —λογοτεχνίας καί κινηματογράφου κυρίως— ἄν καί ἀναμφίβολα ἔχει πολλά σημαντικά στοιχεῖα ἀλήθειας καί ἀπεικονίζει κάποιες σημαντικές πτυχές τῆς πραγματικότητας, ἴσως ἐξωραΐζει κάπως τά πράγματα, κάτι πού ἐπ᾿ οὐδενί κάνει ἡ Καινή Διαθήκη. Δέν κρύβω ὅτι πρόκειται γιά μία πολύ ἑλκυστική εἰκόνα: εἶναι ἰδανική καί ταιριάζει ὄχι μέ τήν πραγματικότητα, ἀλλά μέ αὐτό πού θά ἐπιθυμούσαμε νά εἶναι πραγματικότητα. Ἴσως μάλιστα, νά μᾶς προσφέρει τό ἐπιθυμητό ἄλλοθι γιά νά ποῦμε «ἄν εἶχα γεννηθεῖ κι ἐγώ τότε θά ζοῦσα μέ ἁγιότητα, ὅπως καί οἱ ἄλλοι χριστιανοί, ἀλλά τώρα πού ζῶ σέ αὐτή τήν ἐποχή τῆς ἁμαρτίας, τῆς διαφθορᾶς, τῆς ἀνομίας ἀναγκάζομαι νά ἀκολουθήσω κι ἐγώ».

 

gevma

Διανομή τροφίμων κατά τήν Ἀποστολική ἐποχή (γλυπτό ἀπό χριστιανικό ναό)

 

Ἡ ζώη, ὅμως, τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας, ὅπως εὔκολα διαπιστώνουμε μελετώντας τήν Καινή Διαθήκη, δέν παρουσίαζε ἀποκλειστικά καί μόνο αὐτή τήν εἰδυλλιακή εἰκόνα πού πλάθουμε μέ τόν νοῦ μας, ἀλλά τήν πραγματική μεταφέροντάς μας τήν ἐμπειρία πού εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τόν Χριστό καί ἀπό τή Χάρι τοῦ Θεοῦ πού ἦταν παροῦσα σέ κάθε τους βῆμα. Ἡ Καινή Διαθήκη δέν ἔχει τήν πρόθεση νά ὡραιοποιήσει ἤ νά ἀλλάξει τήν πραγματικότητα. Δέν πρόκειται γιά λογοτεχνικό δημιούργημα οὔτε γιά ἔργο θρησκευτικῆς φαντασίας. Τό ἀντίθετο μάλιστα! Πρόκειται γιά θεόπνευστο ἔργο πού πατᾶ γερά στήν πραγματικότητα, καί χαρακτηρίζεται ἀπό ἐντυπωσιακή λιτότητα, ὑποδειγματική ἀκρίβεια, ἀνυπέρβλητο σεβασμό στό ἔργο τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, στόν ἄνθρωπο καί στήν ἀνάγκη του νά σωθεῖ.

 

Lithobolismos_Stefanou

Ὁ λιθοβολισμός τοῦ ἁγίου Στεφάνου

 

Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση δέν φτιάχνει καρικατούρες ἀνθρώπων, πού στά μάτια μας παρουσιάζονται τέλειοι, ἀψεγάδιαστοι (ὅπως πράττουν ὅσοι διαμορφώνουν τήν εἰκόνα πολιτικῶν, ἠθοποιῶν, ἐπιχειρηματιῶν, ἐπιστημόνων, κ.ἄ.) μά ἐν τέλει ἀποδεικνύονται –ἀναπόφευκτα προφανῶς– ἐντελῶς διαφορετικοί, μέ ψεγάδια καί ἀδυναμίες. Μᾶς παρουσιάζει τήν πραγματική ζωή μέ τά προβλήματα, τίς ἀδυναμίες, τίς μικρότητες, τούς ἐγωισμούς. Συνάμα συναντᾶμε τήν ταπείνωση, τήν ἀγάπη, τόν αὐθορμητισμό, τήν πίστη, ὅπως καί τήν ζωή σ᾿ ἕναν κόσμο πού ὁλοένα ἀλλάζει, μεταμορφώνεται, ἀνακαινίζεται, ἁγιάζεται!

Ἡ Ἐκκλησία, ἕνας ζωντανός ὀργανισμός, ἐκεῖνα τά πρῶτα χρόνια ἀναπτυσσόταν ταχύτατα καί προσπαθοῦσε νά βρεῖ τόν ρυθμό γιά τή μακρά ἱστορική της πορεία. Μετά τά πρῶτα συγκλονιστικά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τίς ἐμφανίσεις Του στούς μαθητές, τήν Πεντηκοστή, τόν διωγμό καί τό μαρτύριο τοῦ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, τή διασπορά τῶν μαθητῶν στίς πόλεις τῆς Παλαιστίνης καί τή μεταστροφή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πρό τῶν πυλῶν τῆς Δαμασκοῦ, τά πράγματα φαίνεται νά ὁμαλοποιοῦνται καί νά βρίσκουν τόν δρόμο τους, μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ Ἀπόστολοι, οἱ ποιμένες, ἐν γένει, καί, φυσικά, οἱ πιστοί ἀρχίζουν νά ζοῦν τή ζωή τους, νά ἀσκοῦν τό ἱεραποστολικό ἔργο τους, νά κατηχοῦν τούς γύρω τους, τίς εὐρύτερες οἰκογένειές τους, τούς ἴδιους τούς οἰκείους τους μέσα στήν καθημερινότητα. Ἡ ἐμπειρία αὐτῶν τῶν ἐτῶν μεταφέρεται σέ ᾿μᾶς ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχει καταγραφεῖ στήν Καινή Διαθήκη.

Ἀναμφίβολα, γιά νά ἀντιληφθοῦμε ὀρθά τά δεδομένα πού ἴσχυαν σέ μιά τόσο πρώιμη ἐποχή καί νά κατανοήσουμε τίς σχέσεις καί τήν καθημερινότητα τῶν πρώτων χριστιανῶν δέν θά πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ὑπῆρχαν σημαντικές διαφορές μέ τήν σημερινή ἐποχή, ὄχι μόνο στό εἰδωλολατρικό περιβάλλον πού ἀποτελοῦσε τό πλαίσιο ζωῆς καί ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί στήν πρακτική, στή λατρεία καί καθημερινότητα κάθε πιστοῦ.

Ναοδομία: τά πρῶτα βήματα, μέ ἀναφορά στήν Κῶ

Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε στίς σελίδες 22-25 τοῦ 48ου τεύχους τοῦ ἠλεκτρονικοῦ (πλέον) περιοδικοῦ τοῦ Ζαχαρία Κουζούκα (e-Nήσος Κως), ὁ ὁποῖος μέ τήν ἐργατικότητα πού τόν διακρίνει ξεπερνᾶ πολλές δυσκολίες καί μέ τό φιλοπρόοδο πνεῦμα του χαράσσει νέους δρόμους στήν ἐνημέρωση.

Οἱ φωτογραφίες εἶναι τοῦ Δαβίδ Μουστάκη καί δικές μου.

Ἡ Κῶς εἶναι ἕνα νησί μέ πλούσια ἱστορία καί ζωντανή παράδοση καί ἀποτελεῖ ἕναν μικρό παράδεισο γιά τόν ἀρχαιολόγο καί ἰδιαίτερα τόν θεράποντα τοῦ κλάδου τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας.

Στό νησί ὑπάρχει πλῆθος μνημείων! Ὅπου καί νά σκάψεις θά βρεῖς κάτι ἐνδιαφέρον. Τό νησί γνώρισε μεγάλη ἀκμή κατά τήν ἑλληνιστική καί τή ρωμαϊκή περίοδο, ἀλλά καί κατά τήν παλαιοχριστιανική καί ἰδιαιτέρως ἀνάμεσα στούς δύο μεγάλους σεισμούς τοῦ 469 καί 556 μ.Χ., οἱ ὁποῖοι κατέστρεψαν τά περισσότερα παλαιοχριστιανικά μνημεῖα του. Ἀνάμεσα σέ αὐτά πρέπει νά ἀναφέρουμε δεκάδες βασιλικές, πολλά βαπτιστήρια, βοηθητικά κτήρια, πολυτελές ἐπισκοπεῖο κ.ἄ.

Παρόμοιες στιγμές μέ αὐτές πού ἔζησαν οἱ πρόγονοί μας, ζήσαμε καί ἐμεῖς πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἐξαιτίας τοῦ καταστρεπτικοῦ σεισμοῦ τῆς 21ης Ἰουλίου 2017, ὁ ὁποῖος προκάλεσε πολλά προβλήματα στό νησί, σέ σύγχρονα καί παλαιά κτίσματα, σέ μνημεῖα καί κατοικίες, στό λιμάνι καί σέ ἐπιχειρήσεις, στό Κάστρο τῆς Νεραντζιᾶς, σέ νεώτερους καί παλαιότερους ναούς.

Ἀπό τήν ἑπομένη τοῦ σεισμοῦ ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κώου καί Νισύρου, μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ ἐπικεφαλής, ξεκίνησε τό ἐργῶδες καί δυσχερές ἔργο τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν ζημιῶν στούς ἱερούς ναούς, ὥστε νά ἐπαναλειτουργήσουν τό συντομότερο δυνατό καί τά προβλήματα νά ἀντιμετωπιστοῦν κατά τόν ἀρτιότερο τρόπο. Αὐτή ἡ μεγάλη καί δυναμική προσπάθεια ἔστρεψε τή σκέψη μας σέ μία ἀναδρομή στήν ἐξέλιξη τῶν ναῶν στήν χριστιανική παράδοση.

Ὁ πρῶτος ναός θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό δωμάτιο πού τελέστηκε τό Μυστικό Δεῖπνο, τό λεγόμενο ἀπό τούς Εὐαγγελιστές «ὑπερῶο» πού βρισκόταν στήν Ἰερουσαλήμ καί ἦταν τό ἐπίσημο δωμάτιο μιᾶς διώροφης κατοικίας κάποιου εὐκατάστατου μαθητή τοῦ Χριστοῦ. Σέ αὐτόν τόν χῶρο ὁ Χριστός καί οἱ μαθητές συγκεντρώθηκαν γιά νά τελέσουν τό Πασχαλινό Δεῖπνο καί ὁ Κύριος παρέδωσε τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Σέ αὐτό τό δωμάτιο ὁ Χριστός ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν, ἀπό αὐτό τό δωμάτιο ξεκίνησε ὁ Ἰούδας γιά νά προδώσει τόν διδάσκαλό του καί ἀπό αὐτό βάδισαν ὁ Χριστός καί οἱ λοιποί μαθητές πρός τή Γεθσημανή ὅπου προσευχήθηκε πρός τόν Πατέρα Του.

Σέ αὐτό βρισκόταν συγκεντρωμένοι οἱ μαθητές ὅταν πληροφορήθηκαν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί σέ αὐτό ἐμφανίστηκε πολλές φορές ὁ ἀναστημένος Χριστός. Ἐπίσης, ἐκεῖ ἔγινε ἡ Ψηλάφιση τοῦ Θωμᾶ καί ἡ Πεντηκοστή.

Βέβαια, στήν Ἰερουσαλήμ ὑπῆρχε καί ὁ Ναός πού ἔκτισε γιά πρώτη φορά ὁ βασιλιάς Σολομών, ξαναέκτισε ὁ Ζοροβάβελ καί, τέλος, στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἔκτισε γιά τρίτη φορά ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας. Σέ αὐτόν δίδασκε ὁ Χριστός καί συνέβησαν πολλά περιστατικά πού περιγράφονται στά εὐαγγέλια. Οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί πήγαιναν συχνά νά προσευχηθοῦν σέ αὐτόν, ἀλλά τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας τό τελοῦσαν ἀρχικά στό «ὑπερῶο» καί ἐν συνεχείᾳ, ὅταν ἄρχισαν νά πληθαίνουν οἱ πιστοί, καί σέ ἄλλα σπίτια μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν καί ἔδειχναν σεβασμό στόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι σαφές ὅτι σέ αὐτόν πήγαιναν «ὁμοθυμαδόν», ὅλοι μαζί, ὡς μία ἑνιαία ὁμάδα πού διέφερε ἀπό τούς Ἰουδαίους εἶχε διαφορετική πίστη καί δέν συμμετεῖχε στήν καθιερωμένη ἰουδαϊκή λατρεία.

Σπίτια χρησιμοποιοῦνταν ὡς ναοί καί στίς πόλεις (π.χ. Δαμασκός, Ἰόππη, Ἀντιόχεια, Ἔφεσος, Ἀντιόχεια Πισιδίας, Πάφος καί Σαλαμίνα στήν Κύπρο, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Ἀθήνα Κόρινθος, Ρώμη) στίς ὁποῖες σέ λίγα χρόνια ἐξαπλώθηκε ὁ χριστιανισμός.

Ἀπό τόν 2ο αἰῶνα καί ἔπειτα, ἰδιαίτερα στίς περιοχές τῆς Ἰταλίας, ὡς τόποι συγκέντρωσης τῶν πιστῶν καί τελέσεως τῶν μυστηρίων ἄρχισαν νά χρησιμοποιοῦνται οἱ κατακόμβες καί τά λεγόμενα «μαρτύρια», ὀκταγωνικά πολυτελῆ ταφικά μνημεῖα, πού βρίσκονταν κοντά στίς πόλεις καί στά ὁποῖα ἦταν ἐνταφιασμένοι μάρτυρες τῆς πίστεως.

Μέ κέντρο τόν τάφο τοῦ μάρτυρος ἀναπτύχθηκε σιγά σιγά τό ἐτήσιο πρόγραμμα τιμῆς καί μνήμης του μέ τόν ἑορτασμό τῆς ἡμέρας τοῦ μαρτυρίου καί τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐπάνω σέ αὐτόν, περίπου ὅπως σήμερα χρησιμοποιοῦμε τήν Ἁγία Τράπεζα.

Παράλληλα, καθώς μέχρι καί τόν 3ο αἰῶνα συνεχίζονταν οἱ διωγμοί, οἱ πιστοί συγκεντρώνονταν σέ μεγαλύτερα ἤ μικρότερα κτήρια, στίς πόλεις ἤ στήν ὕπαιθρο ἀκούγοντας τή διδαχή τῶν Ἀποστόλων καί ἀργότερα τῶν ποιμένων, διαβάζοντας κείμενα ἀπό τίς Γραφές, προσευχόμενοι καί δοξολογώντας τόν Θεό μέ ὕμνους καί, φυσικά, τελώντας τά μυστήρια.

Τό κεντρικό δωμάτιο αὐτῶν τῶν κατοικιῶν ἦταν εὐρύχωρο, ἰδιαίτερα ὅταν οἱ ἰδιοκτῆτες ἦταν εὐκατάστατοι, εἶχε σχῆμα ὀρθογωνίου παραλληλογράμμου καί ἀποτελεῖ, κατά κάποιον τρόπο τόν πρόγονο τοῦ ρυθμοῦ τῆς βασιλικῆς, πού κυριαρχεῖ κατά τήν παλαιοχριστιανική ἐποχή (4ος-7ος αἰ.).

Ἀπό τήν λήξη τῶν διωγμῶν καί ἔπειτα οἱ τόποι συγκεντρώσεως τῶν πιστῶν ἄρχισαν νά οἰκοδομοῦνται ἀποκλειστικά γι᾿ αὐτόν τόν σκοπό. Διατηρήθηκε τό μακρόστενο σχῆμα (ἄν καί συναντᾶμε καί περίκεντρα κτήρια ὅπως τό Πάνθεο στή Ρώμη καί ἡ Ροτόντα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στή Θεσσαλονίκη), χωρίστηκαν σέ τρία κλίτη μέ κολῶνες καί στό ἀνατολικό τμῆμα τους διαμορφώθηκε σιγά σιγά αὐτό πού σήμερα καλοῦμε Ἱερό Βῆμα, δηλαδή ὁ χῶρος πού βρισκόταν ὁ κλῆρος.

Ἐπειδή ἐκείνη τήν ἐποχή πολλοί προσέρχονταν στόν χριστιανισμό σέ μεγάλη ἡλικία, δίπλα στόν ναό οἰκοδομοῦνταν τό Βαπτιστήριο, ἀπό τό ὁποῖο οἱ νεοφώτιστοι, κυρίως τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως καί τίς ἄλλες ἡμέρες πού πραγματοποιοῦνταν βαπτίσεις, μέ ἐπικεφαλής τόν ἐπίσκοπο, περνοῦσαν στόν κυρίως ναό γιά νά συμμετάσχουν γιά πρώτη φορά στή Θεία Εὐχαριστία.

Σιγά σιγά γύρω ἀπό τόν ναό ἄρχισαν νά προστίθενται καί ἄλλα βοηθητικά κτίσματα, ὅπως στόν Δυτικό Ἀρχαιολογικό χῶρο τῆς πόλεως τῆς Κῶ πού σέ μία ἔκταση 150 ἐπί 50 μέτρων, περίπου, συναντᾶμε πολυτελές Ἐπισκοπεῖο, Βαπτιστήριο, δύο μεγάλες βασιλικές μέ ἀξιόλογα ψηφιδωτά καί χῶρο ἑστιάσεως καί φιλοξενίας τῶν πιστῶν (οἱ φωτογραφίες πού ἀκολουθοῦν εἶναι ἀπό ἐκεῖ).

ΙΕΡΟ ΒΗΜΑΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΔΑΧ

ΤΟ ΙΕΡΟ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΩ

ΧΩΡΟΣ ΕΣΤΙΑΣΗΣ

Ο ΧΩΡΟΣ ΕΣΤΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΩ

ΚΛΙΜΑΚΑ ΔΑΧ

ΚΛΙΜΑΚΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΣΕ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΩ

ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ ΔΑΧ

ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΩ

ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΔΑΧ

ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΩ

ΑΠΟΨΗ ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΔΑΧ

ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΩ

 

ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟ ΔΑΧ

Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΜΕ ΔΥΟ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΛΕΚΑΝΕΣ ΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

 

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΥ ΔΑΧ

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΥ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΩ

Πολλές βασιλικές σέ ὅλη τή Μεσόγειο ἀποτελοῦν ὁλόκληρα οἰκοδομικά συγκροτήματα καθώς ἐκτός από τόν ναό καί το Βαπτιστήριο περιλαμβάνουν αἴθριο, στοές, φιάλη καί βοηθητικούς χώρους.

Ὁ ρυθμός τῆς βασιλικῆς, πού εἶναι σέ χρήση μέχρι σήμερα, σύντομα πλουτίστηκε μέ περισσότερα στοιχεῖα, ὅπως τροῦλο, γυναικωνίτη, νάρθηκα, ἐνῶ τό Ἱερό Βῆμα αὐτονομήθηκε ἀποτελώντας ξεχωριστό τμῆμα, τό ὁποῖο ἀρχικά ὁριοθετοῦνταν μέ χαμηλό κιγκλίδωμα ἤ θωράκια καί ἀργότερα μέ τό γνωστό μας εἰκονοστάσι (τέμπλο), τό ὁποῖο ἔχει μερικά μέτρα ὕψος καί ξεχωρίζει πλήρως τόν κυρίως ναό ἀπό τό Ἱερό.

Σκιαγραφώντας, μέ κάθε συντομία, τά πρῶτα βήματα τῆς ἐξελίξεως τῆς ναοδομίας διαπιστώνουμε ἀφ᾿ ἑνός πόσο σημαντικό θεωρήθηκε ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας νά ὑπάρχει ἰδιαίτερος χῶρος γιά νά τελοῦνται τά μυστήρια καί νά γίνεται ἡ κοινή προσευχή καί ἀφ᾿ ἑτέρου πόσο ἁπλή, ἀνάλογη μέ τίς δυνατότητες καί τίς ἀνάγκες τῶν πιστῶν, ἦταν αὐτή ἡ ἐξέλιξη.

Ἡ Ἐκκλησία, πάντοτε πρακτική, ἀξιοποιεῖ τήν ὕλη, τήν παράδοση κάθε τόπου, τά ὑλικά πού ὑπάρχουν, τίς καλλιτεχνικές τάσεις καί τήν οἰκοδομική ἐμπειρία γιά ὅ,τι χρειάζεται γιά τή λατρεία.

Ἡ διαμόρφωση τῶν χώρων τοῦ ναοῦ βασίζεται στίς ὑπάρχουσες ἀνάγκες: π.χ. ὁ τριμερής χωρισμός τοῦ ναοῦ (νάρθηκας – κυρίως ναός – ἱερό) προέκυψε ἀπό τό σχῆμα κατηχούμενοι – πιστοί – ἱερεῖς. Ἡ προσθήκη κτισμάτων ἀπό τίς ἀνάγκες τῆς λατρείας: π.χ. στό σκευοφυλάκιο φυλάσσονταν τά σκεύη, στό διακονικό τά ἄμφια. Τό Βαπτιστήριο ἔπρεπε νά εἶναι δίπλα στόν ναό διότι ἀμέσως μετά τή βάπτιση οἱ νεόφυτοι συμμετεῖχαν στή Θεία Εὐχαριστία. Ἡ φιάλη κάλυπτε τίς ἀνάγκες σέ νερό καί ἐξασφάλιζε τήν καθαριότητα, στόν χῶρο ἑστιάσεως καί φιλοξενίας μποροῦσαν νά μείνουν γιά λίγο οἱ πιστοί πού ἔφθαναν ἀπό μακριά, στό αἴθριο καί στίς στοές μποροῦσαν νά συγκεντρωθοῦν, νά συζητήσουν, νά μελετήσουν, φύλασσαν διάφορα ἀντικείμενα τοῦ ναοῦ, ἀρχεῖα, βιβλία κ.λπ.

Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἡ μορφή τῶν ναῶν ἄρχισε νά παγιώνεται καί νά τυποποιεῖται σέ διάφορους ρυθμούς, ἡ λατρεία κατεγράφη καί ἔλαβε μία συγκεκριμένη μορφή καί τά τελούμενα στόν ναό, γιά ποιμαντικούς καί διδακτικούς κυρίως λόγους ἔλαβαν διάφορους ἐνδιαφέροντες συμβολισμούς, οἱ ὁποῖοι, σέ περιόδους πού τά βιβλία ἦταν σπάνια καί οἱ ἐγγράμματοι ἐλάχιστοι, βοηθοῦσαν τούς πιστούς νά κατανοοῦν πολλά ἀπό αὐτά πού τελοῦνταν στή λατρεία καί νά συμμετέχουν σέ αὐτή.

Ἡ Ἐκκλησία ζώντας στόν κόσμο, ἀλλά χωρίς νά περιορίζει τήν ὑπαρξή της στήν κτίση, φροντίζει, χωρίς νά ἐγκλωβίζεται ἀπό τήν ὕλη καί τά δεδομένα της, νά ἀξιοποιεῖ κάθε δυνατότητα ὥστε οἱ πιστοί κάθε ἐποχῆς νά λατρεύουν καί νά ὑμνοῦν τόν Θεό πού μέ τή σάρκωση ἔλαβε καί τήν ἀνθρώπινη φύση καί μέ τά μυστήρια νά ἀνακαινίζεται ἡ Δημιουργία.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΓ. ΓΑΒΡΙΗΛ

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΣΤΟ ΨΑΛΙΔΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΣΤΟ ΨΑΛΙΔΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΣΤΟ ΨΑΛΙΔΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΚΙΟΝΑΣ ΑΠΟ ΑΓΙΟ ΓΑΒΡΙΗΛ

ΚΙΟΝΑΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΣΤΟ ΨΑΛΙΔΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΣΤΟ ΨΑΛΙΔΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΣΤΟΑ

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΣΤΟ ΨΑΛΙΔΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙΟΥ

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙΟΥ

ΤΟ ΣΥΝΘΡΟΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΚΙΟΝΑΣ ΑΠΟ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙ

ΚΙΟΝΑΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙΟΥ

ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙΟΥ

ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙ ΤΗΣ ΚΩ

ΕΠΤΑ ΒΗΜΑΤΑ

ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΩ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΩΔΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ. ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΩΣ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ

 

 

Μέρα γιορτῆς στό Παλαιό Πυλί τῆς Κῶ

Ετικέτες

, , , , ,

Ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς, 2 Φεβρουαρίου 2018.

Γιά πρώτη φορά ἐφέτος ἀνεβήκαμε στό Παλαιό Πυλί γιά νά προσκυνήσουμε τήν Παναγία τῶν Καστριανῶν ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς της.

Ἕνα μαγευτικό τοπίο, ἕνα μοναδικό μνημεῖο, τό ὁποῖο ὑποβάλλει τόν προσκυνητή πού μόλις ξεκινᾶ τήν ἀνάβαση πρός τήν αἰωνόβια Μονή τῆς Παναγίας ἀφήνει πίσω του τίς μέριμνες πού τόν ταλανίζουν.

Δέν εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς πού ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἐπέλεξε αὐτόν τόν τόπο γιά νά ἐγκαταστήσει τή Μονή πού τοῦ προσέφερε ἡ ἀγάπη καί ἡ γενναιοδωρία τοῦ κώου μοναχοῦ Ἀρσενίου Σκηνουρίου.

Μετά τή Θεία Λειτουργία ἀπολαύσαμε τή φιλοξενία τῶν ὑπευθύνων καί ἐν συνεχεία, μέ τόν Ἐπίσκοπό μας ὡς ὁδηγό, ἀνηφορήσαμε στόν βράχο ἀνατολικά τῆς Μονῆς θαυμάζοντας τό μοναδικό τοπίο καί τήν ἐντυπωσιακή θέα πρός τή θάλασσα καί τή Μικρασιατική Ἀκτή στρεφόμενοι πρός τά μέρη ἀπό τά ὁποῖα ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος πέρασε στήν Κῶ.

Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλοῦν τά ἀπομεινάρια τοῦ βυζαντινοῦ Κάστρου καί τά χαλάσματα τοῦ πλούσιου παλαιοῦ οἰκισμοῦ πού ἀγκαλιάζει τό μοναστήρι.

Οἱ φωτογραφίες πού ἀκολουθοῦν δέν ἀποδίδουν πλήρως αὐτό πού εἴδαμε καί ζήσαμε, ἀλλά ἴσως μεταφέρουν τήν αἴσθηση πού μᾶς ἀφησε αὐτός ὁ τόπος.

DSC_8502DSC_8503DSC_8509DSC_8531DSC_8539DSC_8546DSC_8549DSC_8554DSC_8565DSC_8569DSC_8577DSC_8581DSC_8585DSC_8597DSC_8608DSC_8618DSC_8619DSC_8621DSC_8631DSC_8641DSC_8642DSC_8660DSC_8661DSC_8664DSC_8665DSC_8670DSC_8673DSC_8675DSC_8684

 

«Έτσι έγινε η γέννηση του Ιησού Χριστού»

Ετικέτες

, , , , ,

«Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν»

Βαδίζοντας πρός τή μεγάλη ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας στρέφονται σέ ἐκεῖνες τίς, κοσμοϊστορικές καί ταυτόχρονα ἄκρως ταπεινές, στιγμές κατά τίς ὁποῖες «ὁ ἀχώρητος παντί ἐχωρήθη ἐν γαστρί» καί γεννήθηκε ἄγνωστος καί πτωχός σέ μία ἄκρη τῆς ἔνδοξης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

Ἡ γέννησή Του περιγράφεται ἀπό δύο εὐαγγελιστές, τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο (κεφάλαιο 1 στίχοι 18-25) καί τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ (κεφάλαιο 2 στίχοι 1-7). Καί οἱ δύο περιγραφές εἶναι σύντομες ἁπλές καί περιεκτικές, ὅπως ταιριάζει ἐξάλλου στό μεγαλεῖο τοῦ γεγονότος πού παρουσιάζεται.

Ἡ εἰκόνα τῆς Κυριακῆς πρό τῆς Χριστοῦ γεννήσεως μέ τούς προπάτορες τοῦ Χριστοῦ (Ρουμανία)

Τό κείμενο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου εἶναι λίγο μεγαλύτερο. Ξεκινᾶ μέ μία σύντομη εἰσαγωγική φράση καί ἀμέσως ἀναφέρεται στή μνηστεία τῆς «μητρός αὐτοῦ Μαρίας», δηλαδή τῆς Παναγίας μέ τόν Ἰωσήφ. Προχωρώντας στήν καρδιά τοῦ προβλήματος παρουσιάζει τό πρόβλημα πού ἀντιμετώπιζε ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, ὁ Μνήστωρ, καθώς χωρίς νά ἔχει προχωρήσει σέ σύναψη σχέσεων μέ τή «μεμνηστευμένη αὐτῷ» κόρη ἐκείνη βρέθηκε «ἐν γαστρί ἔχουσα». Τό πρόβλημα δέν ἦταν μόνο ὅτι ἡ προστατευομένη του προχώρησε σέ παράνομη σχέση, δηλαδή σχέση πού παραβίαζε τόν Μωσαϊκό Νόμο, ἀλλά καί τό ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ἀποδειχθεῖ ἀνίκανος νά τήν προστατεύσει καί νά τήν ὁδηγήσει σέ ἕναν ἔννομο καί ἔντιμο γάμο, ὑποχρέωση τήν ὁποία εἶχε ἀναλάβει ἐνώπιον τῶν ἱερέων πού τοῦ τήν ἐμπιστεύθηκαν.

Παρά ταῦτα, ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἦταν, θά λέγαμε, περισσότερο δίκαιος ἀπό ὅτι τυπικός, ἤ καλύτερα στυγνός, τηρητής τοῦ Νόμου, δυσκολεύτηκε νά ἐνεργοποιήσει τήν διαδικασία πού προβλεπόταν γιά ἀνάλογες περιπτώσεις. Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι τό παράπτωμα τῆς Μαρίας (ὅπως τουλάχιστον φαινόταν ἡ κατάσταση στά μάτια τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ κόσμου) ἦταν πολύ βαρύ. Πέρα ἀπό τήν ἀνηθικότητα πού ὑποδήλωνε, ὑπέσκαπτε τά θεμέλια τῆς ἰουδαϊκῆς οἰκογένειας, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τή βάση τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καί τήν ἐλπίδα του ἀνακτήσει τήν παλαιά δόξα καί νά δεῖ καλύτερες ἡμέρες.

Ἔνθρονη Παναγία μέ τόν Χριστό. Γύρω της βρίσκονται προφῆτες καί ἄγγελοι. Ἔργο τοῦ Cimabue στήν Πινακοθήκη Uffizi, πρώιμος 14ος αἰῶνας

Ἔτσι, ὁ Ἰωσήφ ἀποφάσισε νά κάνει τό λιγότερο πού μποροῦσε, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἦταν ἐπιτρεπτό ἡ «ἐν γαστρί ἔχουσα» νά συνεχίσει νά ζεῖ κοντά του καί νά σπιλώνει μέ τήν κυοφορία της τήν τιμή τή δική του καί τῆς ἔνδοξης γενιᾶς του, καθώς καταγόταν ἀπό τόν βασιλέα Δαβίδ. Αὐτό πού σκέφθηκε νά κάνει ἦταν νά τήν ἀπομακρύνει ἀπό κοντά του κρυφά, χωρίς νά τήν διαπομπεύσει καί δίχως νά τήν λιθοβολήσει. Βέβαια, καί σέ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ζωή τῆς Μαρίας καί τοῦ παιδιοῦ, ἐάν αὐτό προλάβαινε νά γεννηθεῖ, βρισκόταν σέ ἄμεσο κίνδυνο, διότι δύσκολα θά μποροῦσαν νά ἐπιβιώσουν καθώς θά ἦταν ἀπόβλητοι τῆς κοινωνίας, δίχως τρόπο νά συντηρηθοῦν.

Στό σημεῖο αὐτό ἔχουμε μία ἀπό τίς πολλές θαυμαστές παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται σέ ὅραμα στόν Ἰωσήφ καί τοῦ ξεκαθαρίζει τήν κατάσταση. Ἀναγνωρίζοντας τό δίκαιο τῆς ἀμφιβολίας τοῦ λέγει νά μήν φοβηθεῖ, ἀλλά νά παραλάβει «Μαρίαν τήν γυναῖκα» του καί νά συνεχίσει νά τήν φροντίζει καί νά τήν προστατεύει μέχρι νά γεννηθεῖ τό παιδί της, τό ὁποῖο ἔχει συλληφθεῖ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου δίχως νά σπιλωθεῖ στό ἐλάχιστο ἡ ἁγνότητά της.

Στή συνέχεια ὁ εὐαγγελιστής μᾶς θυμίζει τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στή γέννηση τοῦ Μεσσία ἀπό παρθένο, καί σημειώνει ὅτι ἡ κυοφορία τῆς Μαρίας ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας αὐτῆς.

Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ ἀναφορά στό, «Ἐμμανουήλ», ὄνομα προσδιορισμό τοῦ παιδίου, πού στά ἑβραϊκά σημαίνει «ὁ Θεός μαζί μας»: «ἰμάνου (= μεθ᾿ ἡμῶν) Ἔλ (= ὁ Θεός)». Μέ αὐτόν τόν τρόπο ξεκαθαρίζεται ἡ θέση τοῦ παιδιοῦ σέ σχέση μέ τόν Θεό (εἶναι Θεός) καί τόν ἄνθρωπο (θά σαρκωθεῖ γιά νά εἶναι μαζί του).

Ὁ Ἰωσήφ, δίχως καμμία δυσκολία ἤ δισταγμό, ὑπακούει στόν ἄγγελο μέ ἀνεπαυμένη τή συνείδηση καί συνεχίζει νά προστατεύει τήν Μαρία χωρίς νά ἀλλάξει ἡ πατρική σχέση πού εἶχε μαζί της.

Ἡ περικοπή αὐτή τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου κλείνει μέ τή λιτή φράση «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκεν υἱόν καί ἐκάλεσεν τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν». Στή φράση αὐτή τῶν δεκατριῶν λέξεων περιέχεται τό σημαντικότερο μέχρι τότε γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καί δηλώνεται ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως τοῦ παιδίου καί ὁ σκοπός πού ἐπρόκειτο νά διαδραμματίσει σέ αὐτή, καθώς τό ὄνομα Ἰησοῦς σημαίνει «σωτήρ».

Ἡ ἀντίστοιχη περικοπή τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, μικρότερη σέ μέγεθος, ἀκόμη πιό λιτή, ἀναφέρεται κυρίως στήν ἀπογραφή πού πραγματοποιήθηκε κατά τήν ἐποχή πού διοικητής τῆς Συρίας καί τῆς Ἰουδαίας ἦταν ὁ Κυρήνιος. Ἡ ἀπογραφή αὐτή λειτουργεῖ ὡς τό ἀπαραίτητο ἱστορικό πλαίσιο ἐντός τοῦ ὁποίου ὁ εὐαγγελιστῆς τοποθετεῖ τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Μάλιστα, σημαντικός ἄξονας τῆς διηγήσεως σέ σχέση μέ τήν ἀπογραφή εἶναι ἡ βασιλική καταγωγή τοῦ Ἰωσήφ. Γνωρίζουμε ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι τηροῦσαν μέ σχολαστικότητα καί προσοχή οἰκογενειακούς καταλόγους, καθώς ἦταν ἰδιαίτερα ὑπερήφανοι γιά τή γενιά ἀπό τήν ὁποία κατάγονταν. Διπλά ὑπερήφανος θά ἦταν κάποιος μέ τήν βασιλική καταγωγή τοῦ Ἰωσήφ. Στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ, καθώς «ἐνομίζετο» ὅτι ἦταν υἱός τοῦ Ἰωσήφ, καθώς στά μάτια τοῦ κόσμου ἦταν υἱός τοῦ Ἰωσήφ, αὐτό σήμαινε καί ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν γιά τήν βασιλική καταγωγή τοῦ Μεσσία.

Καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μέ λιτότητα καί μεγάλη ἁπλότητα μᾶς παρουσιάζει τό γεγονός τῆς γεννήσεως δίνοντάς μας ὅμως περισσότερες πληροφορίες ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο: ἀναφέρεται στό ταξίδι, στό ὅτι ἔφτασε ἡ ὁλοκλήρωση τῆς κυοφορίας καί ἡ στιγμή τῆς γέννας καί στό ὅτι ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἔγινε τελικά σέ ἕναν σταῦλο δίπλα σέ κάποιο ὑπερπλῆρες κατάλυμα. Μάλιστα, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἔχοντας ὡς πολύτιμη πηγή γιά τίς πληροφορίες αὐτές τήν ἴδια τήν Παναγία, σημειώνει ὅτι τό βρέφος μετά τή γέννηση καί ἀφοῦ ἔλαβε τίς πρῶτες φροντίδες τοποθετήθηκε σέ μία φάτνη πού χρησιμοποιοῦσαν γιά νά βάζουν τήν τροφή τῶν ζώων.

Ἡ γέννησις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἔργο τοῦ Θεοφάνους τοῦ Κρητός στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα (1546)

Διαβάζοντας παράλληλα τίς δύο περικοπές διαπιστώνουμε ὅτι παρά τήν χαρακτηριστική ἁπλότητα καί τή δωρική λιτότητά τους λένε πάρα πολλά καί σημαντικά. Ἡ μία συμπληρώνει τήν ἄλλη καί ἡ κάθε μία μᾶς μεταφέρει τήν ἐκκλησιαστική παράδοση φορέας τῆς ὁποίας ἦταν ὁ εὐαγγελιστής πού τήν κατέγραψε. Παρά τήν ἁπλότητά τους τά κείμενα θέτουν τίς βάσεις γιά πολλά θεολογικά, ἱστορικά καί ἀνθρωπολογικά θέματα, πού ἀπό τότε ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο.

Καταγράφεται μέ ἀπόλυτη σαφήνεια ὁ σκοπός τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ταλαιπωροῦσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πτώση καί ἔπειτα καί τόν ὁδηγοῦσε στόν θάνατο μακριά ἀπό τόν Θεό.

Ἡ ἁπαλλαγή ἀπό τά θανατηφόρα δεσμά τῆς ἁμαρτίας δέν μποροῦσε νά γίνει παρά μόνο ἀπό κάποιον πού ὁ ἴδιος ἦταν ἀναμάρτητος. Κανείς ἄλλος δέν θά μποροῦσε νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἡ σωτηρία δέν εἶναι ἠθικό γεγονός, πού μᾶς κάνει καλύτερους, πιό διαλλακτικούς, πιό ἤρεμους καί πιό δεκτικούς ἀνθρώπους. Εἶναι τό γεγονός πού ἀλλάζει τή σχέση κάθε ἄνθρώπου μέ τόν Θεό, μέ τόν πλησίον, μέ τή δημιουργία ὁλόκληρη καί μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Αὐτή ἡ ριζική ἀλλαγή πορείας πού τόν στρέφει πρός τόν Θεό καί τόν ἑνώνει μέ Αὐτόν μεταμορφώνει τή ζωή καί ζωοποιεῖ τόν κόσμο του μέσα στή χάρη Του. Αὐτό ἐξάλλου εἶναι τό μήνυμα καί ἡ σημασία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καί ἔτσι ἑορτάζονται τά Χριστούγεννα ἀπό τήν Ἐκκλησία.

Καλά Χριστούγεννα!

Ο απόστολος Παύλος πριν από τη μεταστροφή του

Ετικέτες

, , , , , , ,

Ο απ. Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας. Η γενέθλια πόλη του ήταν ένα σημαντικό μορφωτικό κέντρο της εποχής. Σύμφωνα με τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα «ὑπερβέβληνται καὶ Ἀθήνας καὶ Ἀλεξάνδρειαν καὶ εἴ τινα ἄλλον τόπον δυνατὸν εἰπεῖν» (« θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ταρσός ξεπερνούσε και την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια και κάθε άλλον τόπο»). Η παρατήρηση αυτή δείχνει τη σπουδαιότητα της Ταρσού κατά την εποχή που εξετάζουμε ιδιαίτερα στους τομείς της φιλοσοφίας και της «εγκυκλίου παιδείας». Πλήθος φιλοσόφων, όπως ο Αθηνόδωρος (φίλος του Στράβωνος, του Κικέρωνος και της Οκταβίας, αδελφής του Αυγούστου, μαθητής του Ποσειδωνίου, δάσκαλος και μέλος του κύκλου του Αυγούστου), οι περιπατητικοί Αθηναίος από τη Σελεύκεια και Αρίστων από την Αλεξάνδρεια, ο ακαδημαϊκός Νέστωρ από την Ταρσό, ο στωικός Αντίπατρος από την Τύρο και ο εκλεκτικός Εύδωρος ο Αλεξανδρινός έζησαν και δίδαξαν στην Ταρσό.

 

wpd4936d74_06

Ο νεαρός Σαύλος (ο μετέπειτα απόστολος Παύλος) διδάχθηκε στη γενέτειρά του την εγκύκλια εβραϊκή παιδεία και στοιχεία φιλοσοφίας. Ο Στράβων σημειώνει ότι «ἐνταῦθα μὲν οἱ φιλομαθοῦντες ἐπιχώριοι πάντες εἰσί, ξένοι δ’ οὐκ ἐπιδημοῦσι ῥᾳδίως· οὐδ’ αὐτοὶ οὗτοι μένουσιν αὐτόθι, ἀλλὰ καὶ τελειοῦνται ἐκδημήσαντες καὶ τελειωθέντες ξενιτεύουσιν ἡδέως», δηλαδή ότι παρά τη δόξα της πόλεως αυτοί που διδάσκονται στις σχολές της είναι μόνο οι ντόπιοι. Και αυτοί μόλις καλύψουν τη βασική παιδεία φεύγουν για να συνεχίσουν αλλού τις σπουδές τους και να τελειοποιήσουν τις γνώσεις τους.

Έτσι έχουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε ο απ. Παύλος:

πρώτα έλαβε τις βασικές γνώσεις στη γενέτειρά του και

έπειτα επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ, το κέντρο του ιουδαϊσμού, ώστε να πλουτίσει τις γνώσεις του «παρὰ τοὺς πόδας» μεγάλων δασκάλων του Νόμου, όπως ο Γαμαλιήλ (Πρ. 22:3) και να γίνει και αυτός μέλος της ομάδας των σοφών φαρισαίων και νομοδιδασκάλων.

Διοικητικά η περιοχή της Κιλικίας ήταν προσαρτημένη στην επαρχία της Συρίας, περίπου όπως η Ιουδαία, και η Ταρσός ανήκε στις ελεύθερες πόλεις («civitas libera»), δηλαδή, μπορούσε να διευθετεί με κάποια αυτονομία τις εσωτερικές της υποθέσεις και εξαιρείτο από τις παρεμβάσεις του τοπικού διοικητή.

Το έτος γέννησης του αποστόλου δεν μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Από έμμεσες αναφορές της Καινής Διαθήκης συμπεραίνουμε ότι θα μπορούσε να τοποθετηθεί ανάμεσα στο 5 και 15 π.Χ. και με μεγαλύτερη ακρίβεια γύρω στο 8 με 10 μ.Χ. Οι πρόγονοί του, σύμφωνα με μαρτυρία του αγίου Ιερωνύμου, μετανάστευσαν στην Ταρσό από την πόλη Γίσχαλα της Γαλιλαίας. Ο ίδιος φαίνεται ότι ήταν καλά ενσωματωμένος στην ελληνιστική κοινωνία. Αισθάνεται περήφανος που πατρίδα του ήταν μία σημαντική πόλη της εποχής «ἐγὼ ἄνθρωπος μέν εἰμι Ἰουδαῖος, Ταρσεὺς τῆς Κιλικίας, οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης»: «είμαι Ιουδαίος, πολίτης της διάσημης και σπουδαίας Ταρσού της Κιλικίας» (Πρ. 21:39).

801paul

Ο απ. Παύλος σε ψηφιδωτό στον Καθεδρικό Ναό του Μονρεάλε στη Σικελία

Δεν γνωρίζουμε πως οι πρόγονοί του έγιναν Ρωμαίοι πολίτες και πως το προνόμιο της ρωμαϊκής πολιτείας πέρασε και σε εκείνον. Φαίνεται απίθανο ένας ευσεβής Ιουδαίος, όπως υποθέτουμε ότι ήταν ο πατέρας του απ. Παύλου, να έλαβε τη ρωμαϊκή πολιτεία μετά από υπηρεσία σε βοηθητικό σώμα του ρωμαϊκού στρατού, όπου θα ήταν πρακτικά αδύνατο να διατηρηθεί καθαρός από τη σχέση με μη Ιουδαίους. Εξίσου απίθανο είναι να ήταν Ρωμαίος πολίτης τρίτης η παραπάνω γενεάς, καθώς πολύ λίγοι γηγενείς κάτοικοι των ανατολικών περιοχών έλαβαν το προνόμιο αυτό προ του 1ου π.Χ. αιώνα. Ίσως να έλαβε τη ρωμαϊκή πολιτεία μαζί με άλλα ηγετικά μέλη της κοινωνίας της Ταρσού. Πάντως, ο πιο συνηθισμένος τρόπος για την απόκτηση αυτού του προνομίου ήταν η απελευθέρωση σκλάβων από κυρίους, οι οποίοι ήταν Ρωμαίοι πολίτες και κληροδοτούσαν αυτό το προνόμιο στους απελεύθερούς τους.

Ο αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος συμπεραίνει ότι καθώς ο απ. Παύλος είχε μάθει την τέχνη του σκηνοποιού για βιοπορισμό, δεν καταγόταν από μεγάλη γενιά: «οὐχ ἀπὸ προγόνων ἐπίσημος», θεωρώντας ότι κανένα επάγγελμα δεν είναι «σκηνορράφου εὐτελέστερον» (Πρὸς τοὺς σκανδαλιζομένους …, SC 79.20.10.2-3, PG 52.522). Ίσως αυτή η παρατήρηση του αγίου να αποτελεί μία ένδειξη ότι οι πρόγονοί του ήταν απελεύθεροι που απέκτησαν τη ρωμαϊκή πολιτεία με την απελευθέρωσή τους.

Η εκπαίδευση του αποστόλου φαίνεται ότι περιλάμβανε τα βασικά στοιχεία του ελληνιστικού πολιτισμού που μπορούσε να προσλάβει ένας Ιουδαίος στις ελληνόφωνες συναγωγές και από μέσα από την καθημερινή κοινωνική επαφή με μη Ιουδαίους συμπολίτες του. Τα παιδιά πήγαιναν για πρώτη φορά στο σχολείο στην ηλικία των έξι ετών. Εκεί διδάσκονταν  ανάγνωση, γραφή και αριθμητική και στοιχεία των πολιτειακών και θρησκευτικών θεσμών που αφορούσαν την κοινότητά τους και την επιβίωσή τους σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον.

Η μετάφραση των Ο´ χρησίμευε ως αναγνωστικό, στην αρχή, ενώ στη συνέχεια ο μαθητής απομνημόνευε τμήματά της. Η πρακτική αυτή διακρίνεται στις επιστολές του απ. Παύλου, καθώς μπορούμε να εντοπίσουμε σε αυτές σχεδόν 90 χωρία που μεταφέρονται κατά λέξη. Φαίνεται ότι ο απ. Παύλος γνώριζε εβραϊκά και αραμαϊκά. Η γνώση των πρώτων ήταν σπάνια στη διασπορά, σε αντίθεση με τα αραμαϊκά που μιλούσαν οι Εβραίοι της Συρίας και της ανατολικής Μικράς Ασίας. Τα παιδιά μάθαιναν τη γλώσσα στο σπίτι η σε σχολεία. Στην Ταρσό τα παιδιά μάθαιναν Ευριπίδη και Όμηρο, ο οποίος εθεωρείτο κατάλληλος και για την εκπαίδευση των φαρισαίων της Παλαιστίνης. Επίσης μάθαιναν να συντάσσουν επιστολές και να γράφουν, καθώς και να εκφράζουν με σήματα των χεριών κάθε αριθμό από το 1 μέχρι το 1.000.000.

Ο δεύτερος κύκλος σπουδών ξεκινούσε μόλις ο μαθητής μπορούσε να διαβάζει και να γράφει με άνεση, γύρω στα ένδεκα, με σκοπό τη μετάδοση του ελληνικού πολιτισμού, και διαρκούσε μέχρι την ηλικία των δώδεκα η δεκατριών χρόνων. Ζώντας στην Ταρσό, έναν τόπο όπου ερχόταν σε επαφή ο ελληνικός με τον συριακό πολιτισμό, και μέσα στα πλαίσια της περαιτέρω εκπαιδεύσεώς του, ο απόστολος είχε αποκτήσει αρκετές γνώσεις γύρω από την ελληνική φιλοσοφία, με έμφαση στον στωικισμό, που ήταν αρκετά διαδεδομένος εκείνη την εποχή. Ενδείξεις της φιλοσοφικής του παιδείας μας δίνει στην ομιλία του στην Πνύκα (Πράξεις 17:28), στην προς Εφεσίους επιστολή του, όπου στο 5ο κεφάλαιο χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που προσιδιάζει προς αυτό των στωικών, ενώ οικείες στον ελληνικό φιλοσοφικό χώρο είναι οι παρομοιώσεις της Εκκλησίας με σώμα, στο οποίο όλα τα μέλη συνεργάζονται.

Οι επιστολές του είναι πολύ λιγότερο επηρεασμένες από την τεχνική ορολογία των ρητόρων. Μάλιστα, φανερώνουν αντίστοιχες επιδράσεις σε μικρότερο βαθμό από τα βιβλία Β´, Γ´ και Δ´ Μακκαβαίων, την επιστολή Αριστέα, τη Σοφία Σολομώντος, τον Αριστόβουλο, τον Ιώσηπο και τον Φίλωνα. Προφανώς, το ύφος στο οποίο γράφει είναι αυτό που είχε διδαχθεί στην πατρίδα του ως μαθητής.

Κατά την περίοδο της εφηβείας του όντας μέλος μίας συναγωγής της Ταρσού, θα πλούτισε τις γνώσεις του για την πατρώα θρησκεία. Μεγαλώνοντας έγινε πιστός τηρητής των πατρικών παραδόσεων.

Οι Ιουδαίοι της Ταρσού αποτελούσαν ένα ποσοστό γύρω στο 10% του συνολικού πληθυσμού των 75.000 κατοίκων της πόλεως. Ήταν δηλαδή μία αρκετά σημαντική μερίδα των κατοίκων ώστε να έχουν τη δυνατότητα να τηρούν τους νόμους και τις διατάξεις της πίστεώς τους, να διατηρούν τα προνόμια που είχαν επιτύχει και να λειτουργούν με σχετική ανεξαρτησία. Η παρουσία των Ιουδαίων στις ελληνιστικές πόλεις λειτούργησε ως μία από τις γέφυρες ανάμεσα στον ελληνικό πολιτισμό και στον χριστιανισμό. Η μακρά αυτή σχέση απέδωσε πολλούς και σημαντικούς καρπούς.

Έχοντας ανατραφεί σε αυτό το περιβάλλον ο απ. Παύλος πήγε στην Ιερουσαλήμ, η οποία προφανώς αποτελούσε το ιδεατό κέντρο του ιουδαϊσμού και ιδανικό προορισμό για όποιον Ιουδαίο επιθυμούσε να εντρυφήσει σε βάθος στην πίστη του. Χωρίς να μπορούμε να υπολογίσουμε το πότε ακριβώς έφθασε στην πόλη πρέπει να ήταν περίπου στην ηλικία των 15-17 ετών, δηλαδή λίγα χρόνια πριν ξεκινήσει τη δημόσια δράση του ο Χριστός. Εκεί μαθήτευσε «παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιὴλ» (Πρ. 22:3) και με την ευσέβεια και τον ζήλο του για την τήρηση των πατρικών παραδόσεων έγινε γρήγορα γνωστός στους κύκλους των ευσεβών Ιουδαίων. Η αναγνώρισή του αυτή και η εκτίμηση που έχαιρε στους σχετικούς κύκλους διαπιστώνεται και από την έμμεση συμμετοχή του στον λιθοβολισμό του αγ. Στεφάνου (Πρ. 7:58).

Η εξέλιξή του ήταν πολύ γρήγορη. Στην περίπτωση του αγ. Στεφάνου έχει έναν δευτερεύοντα ρόλο, προφανώς λόγω της νεαρής ηλικίας του, αλλά στη συνέχεια αναλαμβάνει πρωτοβουλία να χτυπήσει τους οπαδούς του Ιησού και εκτός της Παλαιστίνης. Κατά την εποχή που εξετάζουμε το Μεγάλο Συνέδριο δεν είχε εξουσία να επιβάλει την πολιτική και τις αποφάσεις του πέρα από τις ένδεκα τοπαρχίες της Ιουδαίας. Συνεπώς δεν είχε εξουσία να επέμβει στις συναγωγές της Δαμασκού. Στην πραγματικότητα, όμως, φαίνεται ότι οι ρωμαϊκές αρχές επέτρεπαν στον αρχιερέα να ζητήσει την έκδοση κάθε επικίνδυνου για τον ιουδαϊσμό προσώπου, το οποίο δημιουργούσε προβλήματα η παρέβαινε τον Νόμο. Οι κατά τόπους ρωμαϊκές αρχές επέτρεπαν στους απεσταλμένους του αρχιερέα την ελεύθερη μετακίνηση ώστε να εκτελέσουν την αποστολή τους. Ο αρχιερέας εφοδίασε τον νεαρό Σαύλο με συστατικά γράμματα, προς τη διοίκηση των συναγωγών της Δαμασκού. Αν και θεωρητικά οι χριστιανοί της πόλεως είχαν τη δυνατότητα να καταφύγουν στις ρωμαϊκές αρχές για να αποφύγουν υπέρβαση αρμοδιοτήτων από μέρους του Συνεδρίου, ουσιαστικά, ως Ιουδαίοι, ήταν εκτεθειμένοι στο μένος των απεσταλμένων και των εντόπιων ομοθρήσκων τους, οι οποίοι θα τους παρέδιδαν στο απόσπασμα από την Ιουδαία. Η κατοχή επιστολών, πέρα από νομική ισχύ, έδινε ιδιαίτερο κύρος στον κάτοχό τους και συντελούσε στην επιτυχή έκβαση της αποστολής του. Ο Ιώσηπος σημειώνει ότι ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Οκταβιανός Αύγουστος είχαν αναγνωρίσει στον βασιλέα Υρκανό Β´ (Ιουδ. Αρχ. 14.190-195) και στον Ηρώδη τον Μέγα (Ιουδ. Πολ. 1.474) θρησκευτική δικαιοδοσία επάνω σε όλους τους Ιουδαίους, μέσα και έξω από την Παλαιστίνη.

Φαίνεται ότι ο Σαούλ εστάλη στη Δαμασκό ως απεσταλμένος του αρχιερέα για να περιορίσει η να εξαλείψει την πίεση που δέχονταν τα μέλη της ιουδαικής κοινότητας της πόλης εξαιτίας του επιτυχούς έργου των χριστιανών ιεραποστόλων. Από το κείμενο των Πράξεων διαπιστώνουμε ότι η αποστολή του Σαύλου προήλθε από δική του πρωτοβουλία (Πρ. 9:1-2). Απευθύνθηκε στον αρχιερέα Καϊάφα, ο οποίος τον εφοδίασε με επιστολές που του έδιναν το δικαίωμα να συλλάβει και να φέρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ τους Ιουδαίους που είχαν γίνει χριστιανοί.

peter-paul1

Ο Απόστολος ομολογεί τον ζήλο του για την τήρηση των πατρώων παραδόσεων και για την εξάλειψη των οπαδών του Χριστού πράξη που ο νεαρός φαρισαίος Σαούλ θεωρούσε θεάρεστη και σύμφωνη προς τον Μωσαικό Νόμο.

Οι διωγμοί των μελών της Εκκλησίας από τον απ. Παύλο και τους συνεργάτες του εντασσόταν στο σωφρονιστικό πλαίσιο των συναγωγών της Διασποράς. Αυτό ήταν σκληρό και εκτός από αυστηρή τήρηση πλήθους διατάξεων περιελάμβανε απομάκρυνση από την κοινότητα και εφαρμογή σωματικών ποινών με γνωστότερη τη μαστίγωση με 39 κτυπήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του Δευτερονομίου (25:3), τη σκληρότητα της οποίας δοκίμασε «πεντάκις» (Β´ Κορ. 11:24) και ο ίδιος. Καθώς οι τοπικές αρχές της συναγωγής επέβαλαν αυτές τις ποινές οι επιστολές του Καιάφα έδωσαν κύρος στον Σαούλ ενημερώνοντας τους προϊσταμένους των συναγωγών της Δαμασκού για τη στάση που πρέπει να τηρήσουν απέναντι στο πρόβλημα που είχε προκύψει. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι νομικά δεν είχε ο αρχιερέας δικαίωμα να παρεμβαίνει στη λειτουργία των συναγωγών της Διασποράς, στην πραγματικότητα οι δεσμοί των δύο αυτών χώρων ήταν ιδιαίτερα στενοί, καθώς η Διασπορά ήταν υποχρεωμένη να τηρεί τις πρακτικές και τις αποφάσεις του Συνεδρίου. Έτσι η αποστολή ενός ζηλωτή φαρισαίου με γράμματα από τον ίδιο τον αρχιερέα, σε μία κοινότητα της Διασποράς, ήταν ένα δεδομένο που δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Αυτή η υπακοή στο θέλημα της Ιερουσαλήμ δεν θα ήταν παράλογο να φθάσει μέχρι του σημείου να αποστείλουν μέλη των κοινοτήτων τους δεμένα για να δικαστούν από το Συνέδριο.

StPaul

Ο απ. Παύλος σε ψηφιδωτό της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη

Εξάλλου είναι πολύ πιθανό τα υποψήφια θύματα του Σαούλ να ανήκαν, προ της ένταξής τους στην Εκκλησία, σε συναγωγές της Ιερουσαλήμ και, κατά συνέπεια, ο διώκτης να τα έβλεπε ως μία αιρετική κίνηση, η οποία αλλοίωνε τον «γνήσιο» ιουδαϊσμό.

Οι ενέργειες του Σαούλ, πριν από τη μεταστροφή του, ήταν πράξεις ενός ορθόδοξου Ιουδαίου, ο οποίος εναντιωνόταν στον καταδικασμένο από το Συνέδριο Ιησού. Η ύπαρξη της Εκκλησίας, και μάλιστα της ελληνιστικής, ήταν μία κίνηση ενάντια στον ιουδαϊσμό, καθώς πρέσβευε τη σωτηρία εκτός του Νόμου, με αποτέλεσμα να τον καθιστά περιττό. Ο Σαούλ πίστευε στη σωτηρία μόνο μέσα από την πιστή τήρηση του Νόμου.

Μόνο μετά την κλήση του συνειδητοποίησε το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του Ισραήλ και ολόκληρης της ανθρωπότητας μέσα από την Εκκλησία.

Το γεγονός της κλήσεώς του τον κατέστησε ικανό να υπερβεί τις δεσμεύσεις του Μωσαϊκού Νόμου και βιώνοντας την εν Χριστώ ελευθερία να επιτύχει τη σωτηρία.

(Με υλικό από τη διδακτορική διατριβή μου με τίτλο «Πέτρος και Παύλος στην Αντιόχεια, Ιστορική και Ερμηνευτική προσέγγιση«)

Το άγαλμα του Αγίου Νικολάου στην Κω: σκέψεις για την αποκατάστασή του

Ετικέτες

, , , , , ,

 

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στις σελίδες 12-14 του 45ου τεύχους του ηλεκτρονικού (πλέον) περιοδικού του Ζαχαρία Κουζούκα (e-Nήσος Κως), ο οποίος με τις ιδέες του πρωτοτυπεί και ανοίγει δρόμους στην ενημέρωση.

Το νησί της Κω με την πλούσια ιστορία, την πληθώρα των αρχαιολογικών χώρων, τους εκατοντάδες χριστιανικούς ναούς και τα διάσπαρτα κλασικά, ελληνιστικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία αποτελεί ένα παράθυρο στο παρελθόν για το οποίο είμαστε υπερήφανοι.

Αυτό το έντονα χαραγμένο σε κάθε πέτρα ιστορικό παρελθόν θέλησαν να εκμεταλλευτούν κατά την περίοδο της Ιταλοκρατίας (1912-1943) οι Ιταλοί κατακτητές για να αναδείξουν την υποτιθέμενη σύνδεση του φασιστικού καθεστώτος με το μεγαλείο της αρχαίας Ρώμης και να καρπωθούν τα προπαγανδιστικά οφέλη που ήλπιζαν ότι θα προκύψουν από αυτή τη σύνδεση. Βέβαια, τελικά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως είχαν σχεδιάσει, καθώς ούτε το καθεστώς, στηριγμένο στα μεγαλομανή οράματα ενός ταραγμένου μυαλού, είχε διάρκεια ούτε οι κάτοικοι των Δωδεκανήσων κάμφθηκαν μπροστά στις φασιστικές προσπάθειες να απωλέσουν την πίστη, τη γλώσσα, την εθνική τους συνείδηση και την αγάπη προς τον τόπο τους.

Η μεθοδικότητα με την οποία τα όργανα της ιταλικής διοίκησης αντιμετώπισαν το νησί, ιδιαίτερα μετά τον καταστροφικό σεισμό της 23ης Απριλίου 1933 δείχνει ότι εργάζονταν με προοπτική μονιμότητας και πολυετούς παραμονής σε αυτό και στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα.

Σε αυτό το πλαίσιο διερμηνεύοντας ίσως το λαϊκό αίσθημα και την αγάπη των κατοίκων της Κω προς τον Άγιο Νικόλαο, προστάτη των πτωχών, των κατατρεγμένων, των θαλασσινών, αποφάσισαν να συνδέσουν κάποιες από τις θρησκευτικού τύπου παρεμβάσεις τους με αυτόν. Στο όνομα του αγαπημένου Αγίου των Ελλήνων, και ιδιαίτερα των νησιωτών, τιμώνταν —και τιμώνται ακόμη— τουλάχιστον δύο ναοί της πόλης της Κω. Ο ένας απ᾿ αυτούς, ο παλαιός Μητροπολιτικός, είχε ανεγερθεί στα πολύ δύσκολα χρόνια της τουρκικής κατοχής για να καλύψει την ανάγκη των κατοίκων της Κω να εκκλησιάζονται με την ευλάβεια, την άνεση και την επισημότητα που επιθυμούσαν. Ο δεύτερος ναός είναι το παλαιότατο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου των Πτωχών στην περιοχή της Αναβολιάς, νότια το παλιό στάδιο του Ανταγόρα.

Μία από τις παρεμβάσεις, λοιπόν, που σχεδίασαν οι Ιταλοί μετά τον σεισμό, και ενώ οι κάτοικοι δραστηριοποιούνταν, εντός και εκτός του νησιού, εντός και εκτός Ελλάδος, για την ανέγερση νέου Μητροπολιτικού Ναού σε αντικατάσταση του κατεστραμμένου, ήταν και η ανασκαφή και διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου στη θέση της συνοικίας της Χώρας: τα σπίτια κατεδαφίστηκαν, τα χαλάσματα μεταφέρθηκαν, ανασκαφές και αναστηλώσεις διενεργήθηκαν, ναοί γκρεμίστηκαν, άλλοι μετακινήθηκαν με αλλαγές στο σχέδιο ώστε να θυμίζουν μεσαιωνική αρχιτεκτονική κ.λπ. Επιθυμώντας να περιχαρακωθεί πλήρως ο μεγάλος αυτός χώρος που σχεδόν στο σύνολό του περιβαλλόταν από το μεσαιωνικό τείχος αποφάσισαν να οικοδομήσουν τοιχίο σύνδεσης ανάμεσα στην Ιπποτική Οικία (σήμερα βιβλιοθήκη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) και στην προς βορράν παρακείμενη νεότευκτη (τότε) οικία. Το έργο σχεδιάστηκε το 1934 και το τοιχίο ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1935. Παράλληλα, οι Ιταλοί αποφάσισαν να φτιάξουν μία καμάρα αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο επάνω από το τοιχίο και παρήγγειλαν στη Νεάπολη της Ιταλίας ορειχάλκινο άγαλμα του Αγίου, το οποίο ετοιμάστηκε και τοποθετήθηκε με αναμόρφωση του τοιχίου τον Νοέμβριο του 1935. Αναμφίβολα, στην επιλογή του Αγίου Νικολάου έπαιξαν ρόλο πολλοί λόγοι: η πύλη στρέφεται προς τη θάλασσα, ο Άγιος Νικόλαος είναι ο προστάτης των θαλασσινών και των ναυτικών, ο ναός του Αγίου που προσεισμικά υπήρχε στην περιοχή είχε καταστραφεί, η αγάπη των κατοίκων προς τον Άγιο Νικόλαο ήταν δεδομένη, ο Άγιος είναι αγαπητός και στην Ιταλία κ.α. Μάλιστα, κάτω από το άγαλμα τοποθέτησαν δίγλωσση επιγραφή (σε Ελληνικά και Λατινικά) που έγραφε τα εξής: «ΑΓΙΕ ΝΙΚΟΛΑΕ, ΕΥΔΟΚΗΣΟΝ ΕΥΛΟΓΕΙΝ ΚΑΙ ΣΚΕΠΕΙΝ ΤΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΔΕΟΜΕΘΑ ΣΟΥ ΕΠΑΚΟΥΣΟΝ ΗΜΩΝ».

Δυστυχώς, μετά την αποχώρηση των Ιταλών το άγαλμα έχασε τη θέση του (ευτυχώς παρέμεινε η επιγραφή) και μεταφέρθηκε στη Ρόδο, όπου σήμερα φυλάσσεται ασφαλές στο παρεκκλήσιο του παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου.

ΑΓΑΛΜΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΑΓΙΣΤΡΟΥ ΣΤΗ ΡΟΔΟ

Το άγαλμα του Αγίου Νικολάου που βρισκόταν στην Κω και μετά την Ενσωμάτωση μεταφέρθηκε στο Παρεκκλήσιο του Παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου στη Ρόδο.

Στην αρχική του θέση έμεινε ένα χάσμα, ένα κενό, που αλλοιώνει την αρχική κατασκευή και προκαλεί ένα αίσθημα ερήμωσης και εγκατάλειψης του μνημείου. Με αφορμή τις κατά καιρούς εκφρασθείσες προθέσεις για αποκατάστασή του διατυπώθηκε λόγος και αντίλογος γεγονός που παρότρυνε και εμάς να εκθέσουμε κάποιες σκέψεις μας.

Το άγαλμα του Αγίου Νικολάου έξω από το ναό του στο Μπάρι, όπου φυλάσσονται και τα λείψανά του. Η φωτογραφία του αδελφού μου Γιώργου Μουστάκη.

Το πρώτο που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι όπως διαφυλάχθηκαν όλα τα έργα των Ιταλών (εκτός ίσως από το καμπαναριό του Agnus Dei, του σημερινού Μητροπολιτικού Παρεκκλησίου του Ευαγγελισμού) ακέραια μέχρι σήμερα το ίδιο έπρεπε να συμβεί και με το άγαλμα του Αγίου Νικολάου. Με το να χρησιμοποιούμε τα ιταλικά κτήρια και έργα, κατά κάποιον τρόπο αποζημιωνόμαστε για τις θυσίες και τους κόπους των πατέρων μας κατά την περίοδο της ιταλικής κατοχής. Ανάμεσα σε όλα τα σημαντικά και άκρως χρηστικά έργα θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τους δύο ιταλικής κατασκευής ναούς, που σε αντίθεση με την ορθόδοξη πρακτική, είναι στραμμένοι προς τη δύση, ή ακριβέστερα προς το Βατικανό. Οι δύο αυτοί ναοί, ο Ναός του Αγίου Παύλου στο Λινοπότι και το Ιερό Μητροπολιτικό Παρεκκλήσιο του Ευαγγελισμού, από τις πρώτες στιγμές μετά την απελευθέρωση αξιοποιήθηκαν —και πολύ σωστά— δίχως κανένα δισταγμό, παρά το ότι ο δεύτερος κυρίως διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά της λατινικής λατρευτικής πρακτικής (π.χ. η Αγία Τράπεζα (= Altarium) στο νότιο τμήμα του). Δεν θα ήταν απίθανο κάποιοι να υποστήριζαν ότι έπρεπε να κατεδαφιστούν κάτι που ευτυχώς δεν έγινε. Η τάση να διαγράφουμε οι Έλληνες στοιχεία της ιστορίας μας δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, αλλά παραμένει τραγικά θλιβερό.

Μεγάλη η μορφή του Αγίου Νικολάου, τον οποίο φέρνω στο νου μου να συνομιλεί και να συνεργάζεται κατά τη διάρκεια των εργασιών της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου με τον θεοφόρο Επίσκοπο Κώου Μελίφρονα, τον πρώτο καταγεγραμμένο επίσκοπο της Κω, ο οποίος ήταν και αυτός ένας από τους 318 Πατέρες που το 325 μ.Χ. συγκρότησαν τη Σύνοδο αυτή. Ένας και ο αυτός Άγιος σε ανατολή και δύση. Πράος, ταπεινός, ασκητικός, κανόνας (δηλαδή μέτρο) της πίστης μας, αλλά και δυναμικός χαρακτήρας που δεν ανεχόταν τα παιχνίδια του Αρείου. Άφησε τη σφραγίδα του στη Σύνοδο. Γείτονας κοντινός της Κω, ως Επίσκοπος των Μύρων της Λυκίας, προστάτης και φίλος κάθε θαλασσινού. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν διά της βίας στη δύση, στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου έχουν γίνει πόλος έλξεως για Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς πιστούς, οι οποίοι συνεχώς καταφθάνουν στον ναό του για να προσκυνήσουν.

ΗΡΩΟ ΚΩ ΧΩΡΙΣ ΑΓΑΛΜΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1935

Η κατασκευή το 1935 πριν τοποθετηθεί το άγαλμα του Αγίου Νικολάου

Η χρήση αγαλμάτων στη χριστιανική λατρεία αποτελεί χαρακτηριστικό της δύσης και στην ανατολή ποτέ δεν έγινε αποδεκτή, καθώς η ορθόδοξη εικονογραφική τέχνη προσφέρει πολλά περισσότερα στον πιστό παρουσιάζοντας την πραγματικότητα όχι εικονιστικά/ρεαλιστικά αλλά χαριτωμένα μεταμορφωμένη, μέσα από το πρίσμα της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Αυτή η σημαντικότατη διαφορά όμως ποτέ δεν οδήγησε τους Ορθοδόξους στην ανάγκη να καταστρέψουν και να αφανίσουν τα αγάλματα ή πολύ περισσότερο τις εικόνες που δεν ακολουθούν τις θεολογικές και αισθητικές παραμέτρους της ορθόδοξης παράδοσης. Μάλιστα, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο τέτοιες εικόνες που σαφώς δεν συνάδουν με την παράδοσή μας να χρησιμοποιούνται από Αγίους (π.χ. η εικόνα της Θεοτόκου που χρησιμοποιούσε στο κελλί του ο Άγιος Νεκτάριος) ή ακόμη και να φιλοτεχνούνται από Αγίους, όπως οι θαυμάσιες αλλά μη σύμφωνες με τα βυζαντινά πρότυπα εικόνες που αγιογραφούσε ο Άγιος Σάββας στην Κάλυμνο και σώζονται στη Μονή των Αγίων Πάντων, αλλά και στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Κω. Ευχής έργο η αποκατάσταση του μνημείου καθώς η παρουσία του αγάλματος θα μας θυμίζει τον Άγιο και θα μας δίνει την ευκαιρία να ψιθυρίσουμε το απολυτίκιό του και να απευθύνουμε μία προσευχή προς αυτόν, καθώς περνάμε από το σημείο.

Δεν νομίζω ότι η ευσέβεια των κατοίκων της Κω θα ζημιωθεί και η σχέση τους με την πίστη μας θα επιδεινωθεί σε περίπτωση που επανέλθει το άγαλμα (ή έστω τοποθετηθεί ένα αντίγραφο) στην αρχική θέση του, η οποία, πιθανότατα χωρίς οι Ιταλοί να προχωρήσουν στον συνδυασμό, είναι πολύ ταιριαστή με τον Άγιο Νικόλαο, καθώς τον δείχνει να κοιτάζει προς τα Μύρα της Λυκίας, την επισκοπή και πατρίδα του, όπου ευχόμαστε να επιστρέψει κάποτε και ως φυσική παρουσία. Μας θυμίζει μάλιστα το ότι κατά το παρελθόν η Κως και τα άλλα Δωδεκάνησα αποτελούσαν μία διοικητική και πολιτιστική ενότητα με τα μικρασιατικά παράλια· την ελληνικότατη, από αιώνων, Ιωνία.

ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΟ ΗΡΩΟ

Φωτογραφία που εικονίζει την πύλη όπως ήταν πριν απομακρυνθεί το άγαλμα του Αγίου Νικολάου.

Η απόφαση των Ιταλών να επιλέξουν τον Άγιο Νικόλαο, και όχι κάποιον άλλο Άγιο, για την πύλη αυτή με προβληματίζει εδώ και καιρό. Χωρίς να γνωρίζω το σκεπτικό τους —θα είχε ενδιαφέρον να υπήρχε κάποιο σχετικό έγγραφο— ο νους μου πάει στην επιθυμία (για τους δικούς τους λόγους) να συνδυάσουν τις ενέργειές τους με την πηγαία ευσέβεια του λαού της Κω, ο οποίος σέβεται και τιμά ιδιαίτερα τον Άγιο Νικόλαο ανακηρύσσοντάς τον, μάλιστα, προστάτη και πολιούχο του νησιού. Προς επιβεβαίωση αυτής της δυναμικής παρουσίας του Αγίου στα πράγματα της Κω πρέπει να αναφέρουμε την καταστροφή υδροπλάνων του De Vecchi (Διοικητής Δωδεκανήσου κατά το διάστημα Δεκέμβριος 1936 – 1940) από μπουρίνι στα τείχη του Κάστρου της Νεραντζιάς, γεγονός που σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του ιταλού αξιωματούχου να επιτρέψει την ανέγερση του Ιερού  Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Νικολάου στη νέα του θέση και να σταματήσει την μέχρι τότε παρελκυστική πολιτική με την οποία προσπαθούσε να αποφύγει την ανοικοδόμηση.

Η αποκατάσταση της πύλης του Αγίου Νικολάου, ενός ιστορικού μνημείου του νησιού μας, ως κομμάτι της ιστορικής μνήμης βοηθά όλους μας να κατανοήσουμε καλύτερα το παρελθόν, να το ερμηνεύσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια και μας στηρίζει στην πορεία προς το μέλλον. Σε καμία περίπτωση η ύπαρξη του αγάλματος δεν ενοχλεί την πίστη μας, η οποία δεν αλλοιώνεται από τη συνύπαρξη με το διαφορετικό ούτε το φοβάται. Ακόμη όμως και εάν κάποιος θεωρεί προβληματική ή επικίνδυνη την αποκατάσταση του αγάλματος ας το προσεγγίζει μόνο ως ιστορικό μνημείο (που πράγματι είναι) και όχι ως λατρευτικό αντικείμενο (που σαφώς δεν είναι).

ΗΡΩΟ ΚΩ ΜΕ ΑΓΑΛΜΑ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Φωτογραφία που εικονίζει την πύλη όπως ήταν πριν απομακρυνθεί το άγαλμα του Αγίου Νικολάου.

Παρά ταύτα, θα μπορούσε να βρεθεί μία ενδιάμεση λύση, η οποία φρονούμε ότι θα ικανοποιούσε τους πάντες, θα έχει μειωμένο κόστος και θα διαφυλάσσει την εξέχουσα θέση της μορφής του Αγίου Νικολάου στο Ηρώο της πόλεώς μας:

θα ήταν δυνατό να φιλοτεχνηθεί ένα γραμμικό έργο τέχνης, κατά το πρότυπο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που δημιουργήθηκε προ ολίγων ετών και τοποθετήθηκε στην πρόσοψη του Μητροπολιτικού Παρεκκλησίου του Ευαγγελισμού. Έτσι, και η τιμή προς τον Άγιο θα διατηρηθεί ζωντανή, και θα θυμόμαστε, ιδιαίτερα οι νεώτεροι, την ιστορία του τόπου μας, μα και θα χρησιμοποιηθεί η ορθόδοξη τεχνοτροπία, η οποία παραμένει περισσότερο αγαπητή και σεβαστή από εμάς.

Ευχή μας είναι, σύντομα και με τη δέουσα προσοχή, να αποκαστασταθεί η ανοικτή πληγή του Ηρώου, που μπορεί να οφείλεται στον παρορμητισμό κάποιων, αλλά πλέον οφείλουμε να την θεραπεύσουμε.

ΟΙ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ» ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ετικέτες

, , , , , , , ,

Στὴν Ἀντιόχεια ὀνομαστήκαμε γιὰ πρώτη φορὰ «χριστιανοὶ» (Δ΄ μέρος)

Στὸ κείμενο τῶν Πράξεων ὡς αἰτία γιὰ τὴν καθιέρωση τοῦ ὀνόματος «χριστιανοὶ» προβάλλεται ἡ μεγάλη αὔξηση τοῦ πλήθους τῶν πιστῶν μετὰ ἀπὸ τὸ ἐπιτυχημένο ἱεραποστολικὸ ἔργο τῶν Ἀποστόλων Παύλου καὶ Βαρνάβα στὴν Ἀντιόχεια καὶ τὴν ἐνίσχυση τῆς αὐτοπεποίθησης καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν πιστῶν.

Οἱ ἀπόψεις γιὰ τὸ πότε ἀποδόθηκε τὸ ὄνομα ποικίλουν. Ὁ Elias J. Bickermann ἐκτιμᾶ ὅτι συνδέθηκε μὲ τοὺς πιστοὺς γύρω στὸ 46 μ.Χ., ἂν καὶ οἱ ἴδιοι ἄρχισαν νὰ τὸ χρησιμοποιοῦν στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας αὐτῆς, ἐνῶ ἄλλοι τοποθετοῦν τὴ σύνδεση πολὺ νωρίτερα υἱοθετώντας χρονολόγιες ἀπὸ τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 30 καὶ ἔπειτα.

Κάποιοι ταυτίζουν τὴν ἐμφάνιση τοῦ ὀνόματος «χριστ-iani» μὲ τὴν ἐπίσκεψη τὸ 60 μ.Χ. ἑνὸς στρατηγοῦ τοῦ Νέρωνα στὴν Ἀντιόχεια, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκτιμοῦν ὅτι πέρασε στὴ Ρώμη, ὅπου τὸ 64 μ.Χ. ἔχουμε τὴν ἀναφορὰ τοῦ Τάκιτου στὸ ἔργο του Annals (15.44) ποὺ ἀναφέρεται στὸ ξέσπασμα ταραχῶν στὴ Ρώμη ἐξαιτίας τῆς δράσεως τῶν «Christianos». Ἡ συσχέτιση ἀνάμεσα στοὺς Augustales καὶ στὴ δημιουργία τοῦ ὀνόματος «χριστιανοὶ» εἶναι ἐνδιαφέρουσα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἐπαρκὴς καθὼς οἱ μαρτυρίες ὑποδεικνύουν ὅτι ἡ χρήση τοῦ «χριστιανοὶ» προηγεῖται χρονικὰ τουλάχιστον 30 χρόνια ἀπὸ τοὺς «Augustales» τοῦ Νέρωνα.

Ἀρκετὰ διαδεδομένη εἶναι ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἀπόδοση τοῦ ὀνόματος πρέπει νὰ συσχετιστεῖ μὲ τὰ ἐπεισόδια ποὺ ἀναστάτωσαν τὴ Ρώμη τὸ 39-40 μ.Χ. ΚΑῚ στηρίζεται κυρίως σὲ μαρτυρίες τοῦ λόγιου Ἰωάννου Μαλάλα (PG 97.373-375) καὶ τοῦ Ἰωσήπου (Ἰουδ. Ἀρχ. 18.261-309, Ἰουδ. Πόλ. 2.184-7, 192-203) γιὰ ἀναστάτωση τοῦ ἰουδαϊκοῦ στοιχείου τῆς πόλεως καὶ πρόκληση ταραχῶν μετὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα Γαΐου Καλιγούλα νὰ τοποθετήσει ἄγαλμά του στὸν χῶρο τοῦ Ναοῦ τῆς Ἰερουσαλήμ. Τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα συνδυάστηκε ἀπὸ τὶς ρωμαϊκὲς ἀρχὲς μὲ αὐτὲς τὶς ταραχὲς καὶ θεωρήθηκε ὅτι προτρέπει σὲ ἐξέγερση ἐνάντια στὴ Ρώμη, συνδυασμὸς ποὺ κληροδότησε στὰ μέλη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἕνα ὄνομα ποὺ τοὺς ὑποδείκνυε ὡς πιθανοὺς ταραχοποιούς.

Μία ἄλλη ἄποψη εἶναι αὐτὴ ποὺ ὑποδεικνύει ὅτι ἡ μεγάλη αὔξηση τῶν πιστῶν στὴν Ἀντιόχεια προκάλεσε τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀρχῶν καὶ τὶς ὁδήγησε στὸ νὰ τοὺς ὀνομάσουν «χριστιανούς», δηλαδή, ὀπαδοὺς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ πορεία σχετίζεται μὲ τὸ δεύτερο κύμα ἱεραποστόλων, ὅπως παρουσιάζεται στὶς Πράξεις καὶ θὰ μποροῦσε νὰ τοποθετηθεῖ στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 30.

Ὁ Rainer Riesner ἐκτιμᾶ ὅτι εἶναι πιθανὸ ἡ πρώτη χρήση τοῦ προσδιορισμοῦ νὰ σχετίζεται μὲ τὴν ἄφιξη τοῦ στρατηγοῦ Vitellius (ἔγινε αὐτοκράτορας γιὰ ὀκτὼ μῆνες τὸ 69 μ.Χ.) στὴ Συρία, κατὰ τὰ ἔτη 36/37 μ.Χ., καὶ τὴν προσπάθειά του νὰ ἀποκτήσει μία πληρέστερη καὶ σαφέστερη εἰκόνα τῶν ὁμάδων ποὺ ὑπῆρχαν στὴν περιοχὴ εὐθύνης του, μὲ σκοπὸ νὰ εἶναι καλύτερα προετοιμασμένος γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση πιθανῶν προβλημάτων, καθὼς ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν, μετὰ τὴ δράση τῶν Ἀπ. Βαρνάβα καὶ Παύλου, εἶχε αὐξηθεῖ τόσο ὥστε ἡ παρουσία τους νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν.

antioch-city-map

Τέλος, ὁ Martin Hengel θεωρεῖ ὅτι τὸ ἀντιϊουδαϊκὸ κλίμα τῆς περιόδου 37-41 στὴν πόλη τῆς Ἀντιόχειας ἐπιτάχυνε τὴν ἀνεξαρτητοποίηση τῆς νεόφυτης Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμό. Οἱ συγκεκριμένες ἐντάσεις ἔκαναν ἰδιαίτερα ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη γιὰ προβολὴ τῆς ἰδιοπροσωπίας τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, κατὰ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ μὴν ἀποτελεῖ καὶ αὐτὴ στόχο τῶν ἐχθρῶν του. Ἡ θρησκεία τῶν Ἰουδαίων ἦταν μία ἀπὸ τὶς παλαιὲς λατρεῖες τῆς αὐτοκρατορίας καὶ ὡς τέτοια ἀπολάμβανε ξεχωριστὰ προνόμια, τὰ ὁποῖα συχνὰ ἐπιβεβαίωναν οἱ ἴδιοι οἱ αὐτοκράτορες. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία, ὅσο θεωροῦνταν ἐνδοϊουδαϊκὴ ὁμάδα, δὲν εἶχε προβλήματα μὲ τὶς ρωμαϊκὲς ἀρχές. Ἀπὸ τὴ στιγμή, ὅμως, ποὺ οἱ τελευταῖες ἀντελήφθησαν ὅτι πρόκειται γιὰ διακεκριμένη ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ πραγματικότητα ἔπρεπε νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουν ὡς πιθανὸ κίνδυνο γιὰ τὴν αὐτοκρατορία, καθὼς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶχαν κάποιου εἴδους ἐπίσημη ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ ρωμαϊκὸ κράτος. Μία τέτοια ἀναγνώριση θὰ σήμαινε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν religio licita (=νόμιμη θρησκεία) καὶ θὰ ἐπιτρεπόταν ἡ ἐλεύθερη λειτουργία της. Ἀπὸ τὴ στιγμή, ὅμως, ποὺ ξεκίνησαν οἱ διώξεις ἐνάντια στὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ κορυφώθηκε ἡ ἐχθρότητα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τὸ νὰ συνδυάζεται ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν ἰουδαϊσμὸ ἦταν ἕνα σοβαρότατο πρόβλημα.

Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ λάβουν ἐπίσημη ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ ρωμαϊκὸ κράτος, καθὼς δὲν ἀποδεχόταν τὴ θεοποίηση καὶ τὴ λατρεία τοῦ αὐτοκράτορα. Βέβαια, εἶναι πιθανὸ σὲ κάποιες περιπτώσεις νὰ πῆραν ἄδεια λειτουργίας ὡς collegia funeraticia (= δηλαδὴ σύλλογοι ποὺ συγκροτοῦνταν γιὰ νὰ μποροῦν νὰ θάπτονται ἀξιοπρεπῶς οἱ πτωχοί), ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἄλλαξε τὴ συνολικὴ ἐχθρικὴ στάση τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας ἀπέναντί τους.

Τὸ κείμενο τῶν Πράξεων, γραμμένο ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ μὲ προσοχὴ καὶ σεβασμὸ στὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα, μᾶς προσφέρει πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὰ πρῶτα στάδια ἀνάπτυξης τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ σύνδεση τῆς χρήσεως τοῦ ὀνόματος μὲ τὴν Ἀντιόχεια, κάτι ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν λοιπὴ πρώιμη χριστιανικὴ γραμματεία.

Ἀναπαράσταση τῆς Ἀντιόχειας

Ψηφιακή ἀναπαράσταση τῆς Ἀντιόχειας. Τή διασχίζει ὁ ποταμός Ὀρόντης. Στό νησάκι διακρίνονται τά ἀνάκτορα καί ὁ Ἱππόδρομος. Στό βάθος τό Σίλπιον Ὄρος.

Ξεχωριστὴ προσοχὴ ἀπαιτεῖ ἡ μελέτη τῶν σχέσεων τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας μὲ τὴν ἰουδαϊκὴ συναγωγή. Ἤδη ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες συγκεκριμένες πρακτικὲς λατρείας καὶ ζωῆς τῶν πιστῶν τοὺς διαφοροποιοῦσαν ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ τὴ συναγωγή. Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν ξεχωριστὰ δεῖπνα, δὲν ἐφήρμοζαν τὴν περιτομή, προτιμοῦσαν τὸ βάπτισμα, δὲν ἀναγνώριζαν τὴν ἐξουσία τῶν ἰουδαϊκῶν ἀρχῶν τῆς Ἰερουσαλήμ, δὲν ἀπέδιδαν τὸν φόρο τοῦ Ναοῦ, δὲν τηροῦσαν τὶς νομικὲς ἀπαγορεύσεις γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἐπαφὴ καὶ τὰ γεύματα κ.ἄ.. Στὴν Ἀντιόχεια ἔχουμε οὐσιαστικὰ τὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα σὲ ἀστικὸ περιβάλλον πέρα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἰερουσαλήμ. Στὴν Ἀντιόχεια οἱ πιστοὶ ἀντιμετωπίσθηκαν γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὶς ρωμαϊκὲς ἀρχὲς ὡς μία άνεξάρτητη ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ ὁμάδα. Ἡ ἀπουσία τοῦ Ναοῦ, ὡς κέντρου ἰουδαϊκῆς λατρείας, ὑποχρέωσε τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ διαφοροποιηθοῦν πλήρως ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ πνευματικὸ χῶρο.

Μέχρι νὰ καταστεῖ σαφὴς ἡ διαφοροποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ συναγωγή, χαρακτηρισμοί, ὅπως «Ναζωραῖοι» ἢ «Ναζιραῖοι», «μαθητὲς» καὶ «κλητοί», ἦταν ἀρκετοὶ γιὰ νὰ μποροῦν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ συνεννοοῦνται μεταξύ τους. Ὁ προσδιορισμὸς «χριστιανοὶ» ἔγινε ἀναγκαῖος ὅταν κατέστη σαφὲς ὅτι οἱ πιστοὶ εἶχαν ἀφήσει τὸν τρόπο ζωῆς τῶν ἐθνικῶν ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἐνταχθεῖ στὴν ὁμάδα τῶν Ἰουδαίων, ὅπως ἔπρατταν οἱ μέχρι τότε προσήλυτοι. Ἄνθρωποι ποὺ πρὶν ἦταν ἐθνικοὶ καὶ Ἰουδαῖοι ἑνώθηκαν στὴν Ἐκκλησία ἀποτελώντας μία νέα θρησκευτικὴ μονάδα μὲ δική της λατρεία, κοινὴ πίστη καὶ μὲ δική της ταυτότητα καὶ αὐτονομία δράσεως. Στὴν Ἀντιόχεια ἡ ὁμάδα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀρκετὰ μεγάλη, ὥστε νὰ καταδείξει στοὺς ἄλλους κατοίκους τῆς πόλεως ὅτι διέφεραν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀκόμη καὶ στὶς περιπτώσεις ποὺ ἡ φυλετικὴ καταγωγή τους ἦταν κοινή. Στὴν πόλη αὐτή, λοιπόν, οἱ πιστοὶ διακρίθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 2ου π.Χ. αἰῶνα ἦταν ἀναγνωρισμένοι ὡς ξεχωριστὴ ἐθνολογικὴ καὶ θρησκευτικὴ ὁμάδα μὲ τὴ δυνατότητα νὰ τηροῦν τὰ ἔθιμά τους καὶ νὰ λατρεύουν τὸν Θεὸ κατὰ τὴν πίστη τους.

greco-romain-antiochae-antioche-vue-generale

Ἂν καὶ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματά τους στὴν Ἰερουσαλὴμ εἶχαν σαφὴ συνείδηση τῆς διαφορᾶς τους ἀπὸ τὴ συναγωγή, στὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας αὐτὸ ἔγινε ἐμφανὲς καὶ πρὸς τοὺς ἐκτός. Οἱ Πράξεις μᾶς πληροφοροῦν ὅτι οἱ πιστοὶ τῆς Ἰερουσαλήμ, ἤδη ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες μετὰ τὴν Πεντηκοστή, πήγαιναν στὸν Ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Χριστός, ἀλλὰ μὲ μία σαφὴ διαφορὰ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους: τὸ ἔκαναν ὡς ἕνα ἑνιαῖο σῶμα, «προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ» (Πρ. 2:46). Ταυτόχρονα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος στίχος, προχωροῦσαν στὴν ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τοῦ Νόμου, σύμφωνα μὲ τὴν κυριακὴ διδαχή, καὶ «κλῶντές τε κατ᾿ οἶκον ἄρτον μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας». Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ποὺ θέτουν οἱ Πράξεις εἶναι σαφὲς ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἐξ ἀρχῆς εἶδαν τὴν ὑπέρβαση καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ Νόμου στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι τὸ ζωντανὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ («ὁμοθυμαδὸν») καὶ στὴ χάρη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (τὴν κλάση τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς: «κλῶντές τε κατ᾿ οἶκον ἄρτον»).

Τὸ ὄνομα «χριστιανοὶ» ἀρχικὰ χρησιμοποιήθηκε μὲ χλευαστικὴ χροιὰ ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανὴς μετὰ τὴν περίοδο τοῦ Νέρωνα. Θετικὴ χροιὰ πῆρε ἀφότου ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς πιστούς.

πρώτη χρήση του στὶς Πράξεις (Πράξεων 11:26 «χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς») εἶναι μετὰ τὴν ἀναφορὰ στὸ ἀπολύτως ἐπιτυχὲς ἱεραποστολικὸ ἔργο τῶν Ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Παύλου στὴν Ἀντιόχεια καὶ παρουσιάζεται μὲ ὑπερηφάνεια ἀπὸ τὸν συγγραφέα.

Τὴ δεύτερη φορὰ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἀγρίππα Β´ μετὰ τὴ συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν ἀπ. Παῦλο (Πρ. 26:28 «ὁ δὲ Ἀγρίππας πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· Ἐν ὀλίγῳ με πείθεις Χριστιανὸν γενέσθαι») καὶ φαίνεται νὰ ἐμπεριέχει, ὄχι χλευαστικὴ διάθεση, ἀλλά, ἴσως, κάποια εἰρωνικὴ χροιά, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὑποδηλώνει τὴ διστακτικότητα τοῦ Ἀγρίππα νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν Χριστό. Πάντως, δὲν δηλώνει ἀσέβεια. Ὁ εὐαγγ. Λουκᾶς τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς ἕναν θετικὸ προσδιορισμό. Στὸ 26ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων διαπιστώνουμε, ἀπὸ τὰ λεγόμενα τοῦ ἀπ. Παύλου, ὅτι ἡ διάθεση τῶν ἡγεμόνων ἦταν θετικὴ πρὸς τὸ πρόσωπό του. Ἡ σκηνὴ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ στίχο Πρ. 25:23 μὲ τὴν προκαταρκτικὴ συζήτηση τοῦ Φήστου καὶ τοῦ Ἀγρίππα, ἡ ὁποία ὁδήγησε τὸν ἀπ. Παῦλο σὲ μία ἀρκετὰ μακρὰ ἀπολογία, στὴν ὁποία παραθέτει κυρίως τὰ περιστατικὰ τῆς μεταστροφῆς καὶ τῆς ζωῆς του πρὶν ἀπὸ αὐτή. Ὁ Ἀγρίππας ἀκούει προσεκτικὰ τὴν ἀπολογία τοῦ ἀποστόλου, ἡ ὁποία κορυφώνεται μὲ θαρραλέα ὁμολογία τῆς πίστεώς του στὸν Χριστὸ καὶ ἀντιδρᾶ λέγοντας ὅτι ὁ Παῦλος ἔχει χάσει τὸ μυαλό του. Κατηγορία τὴν ὁποία ὁ ἀπολογούμενος ἀπορρίπτει ἀμέσως.

Τὸ ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου «χριστιανός» δὲν ἦταν χλευαστική, ἀλλὰ εἰλικρινὴς καὶ ἀποδεκτὴ διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ἀπόστολος τονίζει σὲ δύο σημεῖα (Πρ. 25:3 καὶ 26:27) ὅτι ὁ Ἀγρίππας εἶχε εὐσέβεια καὶ ἐπαρκὴ γνώση τοῦ ἰουδαϊκοῦ Νόμου καὶ πίστευε στὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προαναγγείλει τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Αὐτὸ δείχνει ὅτι περιμένει ἀπὸ αὐτὸν νὰ διακρίνει τὴ σημασία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Ἰσραήλ, καί, βάσει τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεώς του, νὰ τὸν ταυτίσει μὲ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία. Ἡ ἀπολογία τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν ἔχει ὡς κέντρο της τὸ πρόσωπο καὶ τὴ θυσία τοῦ Κυρίου. Πράγματι, ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Ἀγρίππα εἶναι ἡ ἐπιθυμητὴ γιὰ τὸν ἀπόστολο. Μόλις ἀναφέρθηκε στὴν ἀνάσταση, ὁ βασιλιᾶς ἀντέδρασε, μᾶλλον ἔντονα, ἀλλὰ ὁ ἀπολογούμενος ἐκμεταλλεύθηκε τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ συσχετίσει τὸν Χριστὸ μὲ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία.

Στὸ στίχο Πρ. 26:9 ὁ ἀπόστολος τονίζει ὅτι ὅταν ἐδίωκε τὴν Ἐκκλησία, οὐσιαστικὰ στρεφόταν ἐνάντια στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ἄμεσα σὲ αὐτὸν τὸν χριστολογικὸ τίτλο τὸ συμπέρασμα ἀπὸ τὴν ἀπολογία του εἶναι ὅτι ὁ Ναζωραῖος εἶναι ὁ Χριστός. Ἐντυπωσιασμένος ὁ Ἀγρίππας Β´ ἀπὸ αὐτὲς τὶς θέσεις τοῦ Παύλου, μὲ ἔκπληξη, ἐκφραζόμενος παρορμητικά, ἀναφωνεῖ «ἐν ὀλίγῳ μὲ πείθεις Χριστιανὸν ποιῆσαι». Ὁ ἀπόστολος, αὐτὴ τὴ στάση τὴν ἐκλαμβάνει ὡς αὐθεντικὴ διάθεση γιὰ μεταστροφή του στὸν χριστιανισμὸ καὶ διατυπώνει τὴν εὐχὴ νὰ στρέφονταν στὴν ἀληθινὴ πίστη «πάντες οἱ ἀκούοντες» δίχως κάτι στὴ στάση του νὰ δηλώνει ἢ νὰ ὑπονοεῖ ὅτι αἰσθάνεται προσβεβλημένος. Ἀντιθέτως, θεωρεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ θετικὴ ἔκφραση, ἡ ὁποία ἴσως νὰ ὑποκρύπτει καὶ κάποιου βαθμοῦ φιλικὴ στάση ἀπέναντι στὴν πίστη.

Στὴν τρίτη ἀναφορὰ τοῦ ὅρου στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ χωρίο Α´ Πέτρου 4:16, ἡ χρήση εἶναι παρόμοια «εἰ δὲ ὡς Χριστιανός, μὴ αἰσχυνέσθω, δοξαζέτω δὲ τὸν Θεὸν ἐν τῷ μέρει τούτῳ»: «ἐὰν κάποιος ὀνειδίζεται ὡς χριστιανὸς νὰ μὴν νιώθει ντροπὴ γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ νὰ δοξάζει τὸν Θεό». Ὁ ὀνειδισμός, ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τοὺς Ἰουδαίους, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τίτλο τιμῆς καὶ ἀφορμὴ κατὰ Θεὸν καυχήσεως γιὰ τὸν ἀπόστολο καὶ γιὰ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὸν στίχο 14 τοῦ ἰδίου κεφαλαίου ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦσε αἰτία ὀνειδισμοῦ τῶν πιστῶν καὶ γινόταν μὲ ὑβριστικὴ καὶ χλευαστικὴ διάθεση, ὅπως φαίνεται καὶ στὶς ἐξωχριστιανικὲς πηγὲς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. [1]

Alexamenos1st

Τό χλευαστικό σχέδιο τοῦ Παλατινοῦ Λόφου στή Ρώμη (ἐκτιμᾶται ὅτι χαράχθηκε γύρω στό 200 μ.Χ.). Διαβάζουμε: «Ἀλεξάμενος σέβετε Θεόν». Παρουσιάζει τόν Ἀλεξάμενο νά λατρεύει μία σταυρωμένη μορφή (προφανῶς τόν Ἰησοῦ Χριστό), ἡ ὁποία ἔχει κεφάλι ὄνου.

Ὅπως διαπιστώνουμε ἐκεῖνα τὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν ὅτι εἶναι μεγάλη τιμὴ γι᾿ αὐτοὺς νὰ φέρουν ὡς προσηγορία τους τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ κάτι ποὺ ἐπεκράτησε, ἂν καὶ πάντοτε θὰ ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ δὲν σέβονται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ χλευάσουν αὐτοὺς ποὺ μὲ ὑπερηφάνεια καὶ τιμὴ τὸ φέρουν.

[1] Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸ σκαρίφημα ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὸν Παλατινὸ λόφο, στὴ Ρώμη, ὅπου χλευάζεται κάποιος χριστιανός, ὁ Ἀλεξάμενος, ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ σχεδιαστῆ, λάτρευε κάποιον θεὸ μὲ κεφάλι ὄνου.

Ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος «χριστιανοί».

Ετικέτες

, , , , , ,

Στὴν Ἀντιόχεια ὀνομαστήκαμε γιὰ πρώτη φορὰ «χριστιανοὶ» (Γ΄ μέρος)

Ἡ λέξη «χριστιανοὶ» ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀπὸ δύο διαφορετικὰ μεταξύ τους μέρη:

(α) τὸ θέμα «χριστ-», ποὺ προφανῶς προέρχεται ἀπὸ τὸν πολὺ γνωστὸ τίτλο «Χριστός», ὁ ὁποῖος ἀποδόθηκε στὸν Ἰησοῦ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴ μετοχὴ παρακειμένου, «κεχρισμένος», τοῦ ρήματος «χρίω» καὶ ὑποδηλώνει αὐτὸν ποὺ ἔχει λάβει εἰδικὴ χρίση γιὰ νὰ ἐπιτελέσει κάποιο ἔργο. Ἐν προκειμένῳ ὁ τίτλος ὑποδεικνύει αὐτὸν ποὺ ἔχει χρισθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ὁ τίτλος μαρτυρεῖται περισσότερες ἀπὸ 530 φορὲς στὴν Καινὴ Διαθήκη. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἐντοπίζεται σὲ ὅλα τὰ κείμενά της, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τρίτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα σύντομο κείμενο καὶ δὲν περιλαμβάνει καμμία ἀναφορὰ στὸν Ἰησοῦ. Ἤδη ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ ἐπιθετικὸς προσδιορισμὸς ἔχει μετατραπεῖ σὲ ὄνομα τὸ ὁποῖο, συνήθως, συνδυάζεται μὲ τὸ ἑβραϊκὸ «Ἰησοῦς», ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κύριο ὄνομα τοῦ Σωτήρα.

(β) ἀπὸ τὴν κατάληξη «-ιανοι» ποὺ εἶναι λατινικὸ ἐπίθεμα (ianus/-iani) ποὺ δημιουργεῖ ἐπίθετο καὶ φανερώνει μὴ χριστιανικὴ προέλευση. Ἡ ἀντίστοιχη ἑλληνικὴ κατάληξη θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ «Χρισταῖοι» ἢ τὸ «Χριστηνοί». Ἡ προσθήκη της σὲ ὀνόματα ἐξέφραζε οἰκογενειακὴ σχέση, γεωγραφικὴ προέλευση, πελατειακή, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερη πολιτικὴ ἢ κοινωνικὴ σχέση. Γνωστὸ παράδειγμα οἱ Caesariani, οἱ ὁποῖοι θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι εἴτε ἀπελεύθεροι εἴτε πελάτες[1] εἴτε πολιτικοὶ ὀπαδοὶ τοῦ Καίσαρα εἴτε καὶ τὰ τρία ταυτόχρονα. Ἄλλα γνωστὰ ὀνόματα μὲ αὐτὴ τὴν κατάληξη εἶναι τὰ Galbiani (ὀπαδοὶ τοῦ Γάλβα), Pompeiani (ὀπαδοὶ τοῦ Πομπήιου), Augustiani (ὀπαδοὶ τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου) ἀλλὰ καὶ Ciceroniani (ὀπαδοὶ τοῦ Κικέρωνα).

Στὴν Καινὴ Διαθήκη συναντᾶμε τοὺς «Ἡρωδιανούς». Ἐμφανίζονται μία φορὰ στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (22:16) καὶ δύο φορὲς στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου (3:6 καὶ 12:13). Πιθανότατα, ἦταν ὀπαδοὶ τοῦ οἴκου τῶν Ἡρωδῶν (κυρίως τοῦ Ἡρώδη Ἀντίπα καὶ ἴσως τοῦ Ἡρώδη Ἀγρίππα Α´). Ἴσως νὰ ἦταν πελᾶτες, μὲ τὴ ρωμαϊκὴ ἔννοια, τῶν δύο βασιλέων. Ἐπίσης, εἶναι πιθανὸ νὰ ἦταν παλαιοὶ ἀπελεύθεροι ἢ ἀξιωματοῦχοι τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τοῦ Ἡρώδη. Θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ἀντύπα στὴν Ἰερουσαλήμ, καθὼς ἡ πόλη αὐτὴ ἦταν ὑπὸ ρωμαϊκὴ κατοχὴ καὶ ὁ ἴδιος περιορισμένος στὴ Γαλιλαία καὶ τὴν Περαία. Μάλιστα, ὑπάρχουν μαρτυρίες γιὰ παρουσία τους στὴ Ρώμη καὶ στὴν Ἀντιόχεια.

Ἦταν μία πολιτικὴ ὁμάδα μὲ συμφέροντα ποὺ φαίνεται ὅτι σὲ κάποιες περιπτώσεις συνδυάζονταν μὲ αὐτὰ τῶν Φαρισαίων. Ὁ Ἡρώδης Ἀγρίππας Α΄ ἔζησε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὴ Ρώμη, ὅπου δέθηκε μὲ στενὴ φιλία μὲ τοὺς μετέπειτα αὐτοκράτορες Γάιο Καλιγούλα καὶ Κλαύδιο. Εἶναι πιθανό, λοιπόν, μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν πατρίδα νὰ δημιούργησε ἕναν κύκλο πολιτικῶν ὑποστηρικτῶν, κατὰ τὰ πρότυπα τοῦ συστήματος τῆς ρωμαϊκῆς πελατείας, οἱ ὁποῖοι ὀνομάστηκαν ἀπὸ τὸ οἰκογενειακό, καὶ ὄχι τὸ προσωπικό του, ὄνομα.

Σύμφωνα μὲ τὸν Ὠριγένη αὐτοὶ ποὺ ἦταν νομιμόφρονες πρὸς τὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία καὶ προέτρεπαν τοὺς Ἰουδαίους νὰ ἀποδίδουν φόρο στὸν Καίσαρα «ἐκαλοῦντο Ἡρωδιανοὶ ὑπὸ τῶν μὴ θελόντων τοῦτο γίνεσθαι». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος τοὺς προσδιορίζει ὡς «Ἡρώδου στρατιώτας», ἐνῶ ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας ἐκτιμᾶ ὅτι εἴτε ἐννοεῖ «τοὺς Ἡρώδου στρατιώτας» εἴτε «τοὺς ἀπαιτητὰς τῶν τελῶν τῶν ἐπιβληθέντων τοῖς Ἰουδαίοις ὑπὸ Ῥωμαίων». Πρὸς τὴ δεύτερη ἐκτίμηση κλίνει καὶ ὁ Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος τοὺς χαρακτηρίζει ὡς δασμολόγους («δασμολόγοι δὲ οὗτοι»), ἐνῶ στὸ ὑπόμνημά του στὸν προφήτη Ἠσαΐα τοὺς χαρακτηρίζει «πράκτορες … τελωνῶν». Ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς διαπιστώνουμε ὅτι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦσαν βέβαιο ὅτι εἶχαν στενὴ σχέση μὲ τὸν Ἡρώδη καὶ τὴ διοικητική του μηχανή. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ὁμοιάζει μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ ἔχουμε σήμερα γιὰ τοὺς ὀπαδοὺς/ἀκολούθους διαφόρων προσώπων, ἀλλὰ περιλαμβάνει περισσότερες δραστηριότητες, ὅπως τὴ συλλογὴ φόρων ἢ τὴ στρατιωτικὴ ὑπηρεσία.

Πολὺ καλὰ μὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα ταιριάζει ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἀπ. Παύλου στοὺς «ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας» (Φιλ. 4:22) ποὺ περιλαμβάνει μία μεγάλη ὁμάδα πιστῶν ποὺ διέμεναν καὶ δραστηριοποιοῦνταν στὸ παλάτι, διατηρώντας ποικίλες σχέσεις μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια, συμμετέχοντας στὴ λειτουργία τοῦ παλατιοῦ καὶ τὴ διοίκηση τῆς αὐτοκρατορίας (π.χ. παλαιοὶ ἀπελεύθεροι τοῦ αὐτοκράτορα ἢ πελάτες τῆς οἰκογένειάς του).

Συνεπῶς, τὸ ὄνομα Ἡρωδιανοί, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὄνομα «χριστιανοί», ἀποκαλύπτει πολιτικὲς σχέσεις. Μία ἀκόμη διαφορά εἶναι ὅτι στὶς περιπτώσεις τῶν προσδιορισμῶν ὀνομάτων ὅπως Caesariani, Pompeiani καὶ Ἡρωδιανοὶ τὸ ὄνομα γίνεται προσηγορικό, ἐνῶ στὴν περίπτωση τῶν χριστιανῶν, ὁ τίτλος καὶ ὄχι τὸ ὄνομα μετατρέπεται σὲ προσηγορικό.

Μιὰ ἰδιαίτερη πτυχὴ τῆς χρήσεως τοῦ ἐπιθέματος –iani ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν προηγούμενη εἶναι ὁ προσδιορισμὸς μὲ αὐτὸ τῶν δούλων καὶ ἄλλων μελῶν τοῦ οἴκου κάποιου, ὅπως ἀκριβῶς ἐντοπίζεται στὸ 4:22 τῆς πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῆς. Αὐτὴ ἡ ἐπιμέρους χρήση εἶναι πολὺ πιὸ ταιριαστὴ στὴ σχέση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι οἱ βαπτισμένοι ἀποκτοῦν τὴν ἐλευθερία τους, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ κοινωνικὰ δεδομένα (ἐλεύθεροι, ἀπελεύθεροι, δοῦλοι), μόνο ἐφ᾿ ὅσον τὴν δεσμεύσουν ἐν Χριστῷ. Θυσιάζοντας τὴν κατὰ κόσμον ἐλευθερία λαμβάνουμε τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκτήσουμε τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία ποὺ μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Οἱ κατ’ ἐξοχὴν ἐλεύθεροι ἄνθρωποι εἶναι οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ συμβαίνει διότι δεσμεύονται μόνο ἀπὸ τὴ σχέση τους μὲ τὴν πηγὴ τῆς ἐλευθερίας, τὸν Θεό, καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες τους. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ προσδιορισμὸς τοῦ πιστοῦ ὡς «δούλου Θεοῦ» ἐμφανίζεται ἀρκετὲς φορές. Στὴν πρὸς Ρωμαίους ἔρχεται σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ δούλου τῆς ἁμαρτίας (Ρωμαίους 6:6, 16, 17, 19, 20), ὁ ὁποῖος σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμμία ἐλευθερία, ἀκόμη καὶ ἂν ὁ ἴδιος φρονεῖ τὸ ἀντίθετο. Καθὼς ἡ κατάληξη –iani φανερώνει τὸν δοῦλο κάποιου, τὸ ὄνομα χριστιανοί δηλώνει ὅτι πρόκειται γιὰ τοὺς δούλους τοῦ Χριστοῦ ποὺ ζοῦν τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1ου μ.Χ. αἰῶνα οἱ στρατιῶτες στὴν Ἀντιόχεια ἦταν χωρισμένοι σὲ Caesariani (ὀπαδοὶ τοῦ Γερμανικοῦ) καὶ Pisoniani (ὀπαδοὶ τοῦ Πίσωνα). Ἀπὸ αὐτὴ τὴ μαρτυρία διαπιστώνουμε ὅτι ἡ κατάληξη iani ἦταν σὲ χρήση καὶ στὴν Ἀνατολή· πάντως, ἐντὸς τῶν ρωμαϊκῶν πολιτικῶν πλαισίων.

Μία συναφὴς περίπτωση εἶναι ἡ ὕπαρξη κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Αὐγούστου τοῦ θεσμοῦ τῶν «Seviri Augustales» ἢ «Augustales», τὸν ὁποῖο ἐνεθάρρυνε ὁ Αὔγουστος. Ἐπρόκειτο γιὰ συλλόγους κατωτέρων ἀξιωματικῶν, συχνὰ ἀπελευθέρων, οἱ ὁποῖοι ἐπέβλεπαν τὴν σωστὴ διεκπεραίωση θεμάτων ποὺ σχετίζονταν μὲ τὴ λατρεία. Συχνά, ἔπρεπε νὰ συνεισφέρουν ἀπὸ τὴν προσωπική τους περιουσία γιὰ τὴ διεξαγωγὴ αὐτῶν τῶν τελετῶν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο κέρδιζαν τὴν ἀναγκαία, γιὰ τὴν ἄνοδό τους στὴν κοινωνικὴ κλίμακα, κοινωνικὴ ἀναγνώριση. Ἰδιαίτερη ἀκμὴ γνώρισαν κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Νέρωνα ὡς στελέχη τῆς ὀργανωμένης προπαγάνδας τοῦ αὐτοκράτορα, ὑποστηρίζοντας τὶς ἀθλητικὲς καὶ καλλιτεχνικές του ἐπιτυχίες καὶ ἐκφράζοντας τὸ θαυμασμό τους γιὰ τὸν «θεῖο» ἄνδρα.

Ὁ Ρωμαῖος ἱστορικὸς Τάκιτος

Ὁ Ρωμαῖος ἱστορικὸς Τάκιτος

Ἡ σύνθεση τοῦ ὀνόματος, ἀπὸ ἑλληνικὸ θέμα καὶ λατινικὸ ἐπίθεμα, ἴσως μᾶς δείχνει ὅτι προέρχεται ἀπὸ λαϊκὴ καὶ καθομιλουμένη γλῶσσα. Παρόμοιοι συνδυασμοὶ ἐμφανίζονται καὶ στὶς μέρες μας σὲ περιοχὲς ποὺ συνυπάρχουν ἄνθρωποι διαφορετικῆς ἐθνικῆς καὶ πολιτιστικῆς προέλευσης. Μάλιστα, ἡ τάση αὐτὴ εἶναι ἐντονότερη ὅταν πρόκειται γιὰ γλῶσσες ποὺ εἶναι διαδεδομένες σὲ ἄλλους λαούς, οἱ ὁποῖοι δὲν τὶς μιλοῦν ὡς μητρικές.

Κλείνοντας νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ σημιτικὸς καὶ ὁ ἀραβικὸς κόσμος διατήρησε ὡς γενικὸ προσδιορισμὸ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας «Ναζωραῖοι» ἢ «Ναζαρινοί», ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν πρὶν ἀπὸ τὴν ἔνταξή τους σὲ αὐτὴ ἦταν Ἰουδαῖοι ἢ ἐθνικοί. Στὸ Κοράνι ὀνομάζονται «Nasrāni» ἀπὸ τὴ λέξη «ansar» ποὺ σημαίνει «βοηθοὶ» καὶ ἔχει τὴν ἔννοια τῶν ἀκολούθων.

Ὁ Νέρων

Ὁ Νέρων

Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες περιπτώσεις ποὺ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη «Χριστιανοὶ» εἶναι στὸ ἔργο τοῦ Ρωμαίου ἱστορικοῦ Σουετώνιου «Βίοι τῶν Καισάρων: Nέρων». Στὴν ὑποτιμητικὴ αὐτὴ ἀναφορὰ«Afflicti suppliciis, Christiani, genus hominum superstitionis nove et maleficae» (= ἐπιβλήθηκε τιμωρία στοὺς Χριστιανούς, γένος ἀνθρώπων δεισιδαιμόνων καὶ πονηρῶν) ποὺ συμπληρώνεται ἀπὸ μία ἄλλη ἐξίζου ὑποτιμητικὴ ἀναφορὰ ἀπὸ τὸν Βίο τοῦ Κλαυδίου ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐξῆς: «Iudaeos impulsore Chresto assidue tumultuantis Roma expulit» (= οἱ Ἰουδαῖοι ἐπειδὴ μὲ τὴν παρακίνηση κάποιου Χριστοῦ προκαλοῦσαν συνεχῶς ταραχὲς ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὴ Ρώμη). Ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ αὐτῶν τῶν δύο χωρίων διαπιστώνουμε ὅτι οἱ Χριστιανοί, ὡς ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ θεωροῦνται ὑπαίτιοι γιὰ ἀναστατώσεις ποὺ ἐμφανίζονταν στὴν ἰουδαϊκὴ κοινότητα τῆς Ρώμης καὶ γιὰ τὴν τελικὴ ἀπομάκρυνση τῶν μελῶν της ἀπὸ τὴν πόλη ἐπὶ αὐτοκράτορα Κλαυδίου τὸ 49 μ.Χ.

Παρόμοια χρήση γιὰ τὸ «Χριστός», ὑπάρχει στὸν Τάκιτο, στὸ ἔργο του, Annales «ergo abolendo rumori Nero subdidit reos et quaesitissimis poenis adfecit, quos per flagitia invisos vulgus Chrestianos appellabat. auctor nominis eius Christus», δηλαδὴ «ὁ Νέρων ὑπέδειξε ἄλλους ὡς ἐνόχους καὶ ὑπέβαλε σὲ ἰδιαίτερες τιμωρίες ἐκείνους τοὺς ὁποίους ὁ λαός, νιώθοντας μίσος γιὰ τὶς παρανομίες τους, ὀνόμαζε χριστιανούς. Ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε τὸ ὄνομα εἶναι ὁ Χριστός» (15.44). Οἱ Χριστιανοί, στὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Τακίτου[2] μνημονεύονται ὡς δράστες τοῦ ἐμπρησμοῦ τῆς Ρώμης, ἐνῶ στὴ συνέχεια τοῦ συγκεκριμένου χωρίου ὁ Χριστὸς προσδιορίζεται ὡς κάποιος ποὺ ἐκτελέσθηκε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Τιβερίου. Ὁ μεσσιανικὸς τίτλος Χριστὸς φαίνεται ὅτι κυριαρχοῦσε καὶ ξεχώριζε στὶς ἐκφράσεις τῶν πιστῶν, ἰδιαίτερα ὅσων εἶχαν σχέση μὲ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα καὶ τὸν ἀντίστοιχο πολιτισμό.

Ὁ Κλαύδιος

Ὁ Κλαύδιος

Κατ᾿ ἀντίστοιχο τρόπο ὁ Φλάβιος Ἰώσηπος (Ἰουδ. Ἀρχ. 20.199.200, γύρω στὸ 93-94 μ.Χ.) ἀναφερόμενος στὸν λιθοβολισμὸ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου τὸν προσδιορίζει ὡς ἀδελφὸ τοῦ Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖο πάλι προσδιορίζει ὡς τὸν «καλούμενον Χριστόν» διότι προφανῶς, ὁ Χριστὸς ἦταν τόσο πολὺ γνωστὸς ποὺ ἀκόμη καὶ ἕνας μὴ χριστιανός, ὅπως ὁ Ἰώσηπος, μποροῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ τὴ σημασία Του γιὰ τοὺς πιστούς.

Θὰ ἀκολουθήσει τὸ τέταρτο μέρος μὲ προσπάθεια χρονικοῦ προσδιορισμοῦ τῆς δημιουργίας τοῦ ὀνόματος «Χριστιανοί».

[1] Ἡ «πελατεία» ἀποτελοῦσε ἕναν ἰδιότυπο θεσμὸ τῆς ρωμαϊκῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς. Μὲ πυραμιδωτὴ διάταξη ὅλοι οἱ Ρωμαῖοι ἦταν προσκολλημένοι σὲ κάποια ἄλλη ἰσχυρότερη οἰκογένεια, τὴν ὁποία ὑποστήριζαν στὶς πολιτικές της φιλοδοξίες καὶ ἡ ὁποία, μὲ τὴ σειρά της, τοὺς παρεῖχε ἀντίστοιχη στήριξη. Οἱ ἀσθενέστερες οἰκογένειες δέχονταν τοὺς πελάτες τους πολὺ νωρὶς τὸ πρωὶ καὶ στὴ συνέχεια πήγαιναν ὅλοι μαζὶ νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς δικούς τους πάτρωνες. Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ καθημερινὴ αὐτὴ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἐπαφὴ ἀποτελοῦσε τὴν ἀποτελεσματικότερη μέθοδο, ὄχι μόνο γιὰ ἐπίδειξη, ἀλλὰ καὶ γιὰ καταμέτρηση τῆς δύναμης κάποιου. Οἱ ἀσθενέστεροι πολίτες ἔβρισκαν σὲ αὐτὸ τὸ πλέγμα τῶν σχέσεων τὴ δυνατότητα νὰ λύσουν κάποια προσωπικὰ ἢ οἰκογενειακὰ προβλήματα, νὰ ἔχουν προστασία ἀπὸ τοὺς πολιτικούς τους ἀντιπάλους καὶ νὰ προωθήσουν τὶς φιλοδοξίες τους.

[2] Πολλοὶ θεωροῦν ὅτι εἶναι μεταγενέστερη χριστιανικὴ παρεμβολή, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση διατηρεῖ ἕνα μέρος τῆς ἀξίας του, καθὼς σὲ μιὰ πρώιμη ἐποχὴ χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη «Χριστιανοί».

Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας «Οἱ ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα»

Ετικέτες

, , , , , ,

Στὴν Ἀντιόχεια ὀνομαστήκαμε γιὰ πρώτη φορὰ «χριστιανοὶ» (Β΄ μέρος)

Σὲ προηγούμενη ἀνάρτησή μας μὲ τίτλο «Πῶς ἀποκαλοῦνται τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας στὴν Καινὴ Διαθήκη. Στὴν Ἀντιόχεια ὀνομαστήκαμε γιὰ πρώτη φορὰ «χριστιανοὶ» (Α΄ μέρος)» ἀναφερθήκαμε σὲ διάφορους προσδιορισμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἀποκαλοῦσαν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας στὴν Καινὴ Διαθήκη.

Ἀφήσαμε τελευταῖο τὸν προσδιορισμὸ οἱ «ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα» ποὺ χρησιμοποιεῖται στὶς Πράξεις (Πρ. 9:14, 21), στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ (Ρωμ. 10:12), στὴν Α´ Κορινθίους (Α´ Κορ. 1:2) καὶ στὴ Β´ πρὸς Τιμόθεον (Β´ Τιμ. 2:22), διότι φρονοῦμε ὅτι ἀποτελεῖ ἕναν συνδετικὸ κρίκο ἀνάμεσα στοὺς διαφόρους ἄλλους καὶ σὲ αὐτὸν ποὺ τελικὰ ἐπεκράτησε καὶ καθιερώθηκε.

Ὅπως θα δοῦμε στὴ συνέχεια καὶ στὶς τέσσερεις περιπτώσεις ποὺ ἐμφανίζεται στὴν Καινὴ Διαθήκη τὸ ὄνομα ποὺ ἐπικαλοῦνται οἱ «ἐπικαλούμενοι» εἶναι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίκληση αὐτὴ ἀποκαλύπτει ὅτι, ἤδη ἀπὸ τὶς πρῶτες στιγμὲς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πιστοὶ εἶχαν σαφὴ συνείδηση τῆς διαφορετικότητάς τους ἀπὸ τὴ συναγωγὴ καὶ ὅτι εἶχαν ἀποκοπεῖ ἀπὸ αὐτή, καθὼς ἐὰν παρέμεναν μέλη της δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ἐπικαλοῦνται αὐτὸν ποὺ οἱ ἡγέτες τῆς συναγωγῆς θανάτωσαν ἀτιμωτικά. Αὐτὴ ἡ σαφὴς ἀντίθεση καὶ ἀποκοπή τους ἀπὸ τὴν Συναγωγὴ τοὺς δημιούργησε πολλὰ προβλήματα και προκάλεσε τὸ μένος τῶν ἀρχῶν τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, οἱ ὁποῖες μὲ διάφορους ἄμεσους καὶ ἔμμεσους προσπάθησαν νὰ ἀλλοιώσουν τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅσο καὶ ἂν σήμερα μᾶς φαίνεται αὐτονόητο, εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικὸ ὅτι οἱ πιστοὶ δὲν ἐπικαλοῦνταν γενικῶς καὶ ἀορίστως κάποια θεία δύναμη ἀλλὰ τὸν κεχρισμένο καὶ σαρκωμένο Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο καὶ τὴν εἴσοδό Του στὴν ἱστορία μεταμόρφωσε τὰ δεδομένα τῆς φθαρτῆς φύσεώς μας, ἀποκαθιστώντας τὴν στὸ ἀρχαῖο κάλλος της καὶ ὁδηγώντας την στὴν ἁγιότητα καὶ στὴ σωτηρία.

Ἡ ἔκφραση αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη ἔνδειξη γιὰ χρήση ἑνὸς ὀνόματος, ἐν προκειμένῳ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς προσδιορισμοῦ τῶν πιστῶν καὶ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν κυριαρχία τοῦ Χριστοῦ στὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, στὴ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ στὴν καθημερινὴ λατρευτικὴ πρακτικὴ τῶν πιστῶν. Ὁ Χριστὸς ἀποτελοῦσε τὴ ζωογόνο δύναμη, τὸ κέντρο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ μεταμόρφωσε τὰ πάντα καὶ ἄλλαξε τὴ ροὴ τῆς ἱστορίας καὶ τὴν πορεία τοῦ κόσμου.

Ἡ βεβαιότητα αὐτὴ τῶν πιστῶν (κάθε ἐποχῆς) διαπιστώνεται ἀπὸ τὴ συχνὴ χρήση τοῦ ὀνόματός του στὴ λατρεία καὶ τὴ διδαχή, καθὼς οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς σήμερα, ἐπικαλούμαστε τὸ ὄνομά Του σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, καλὴ ἢ κακή, ἰδιαιτέρως δὲ κατὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ συμμετοχή μας στὴν κοινὴ λατρεία.

Ἀπὸ τὶς τέσσερεις αὐτὲς ἀναφορὲς δὲν μποροῦμε νὰ προσδιορίσουμε ποιὰ ἀκριβῶς μορφὴ τοῦ ὀνόματος χρησιμοποιοῦσαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γραμματεία τὴν περιόδου καὶ ὅπως ὑπονοεῖται ἀπὸ τὴν τέταρτη ἀναφορά, πιθανότατα κυριαρχοῦσαν οἱ ἐκφράσεις «κύριος», «Χριστός», «Ἰησοῦς» καὶ συνδυασμοί τους, ὅπως γίνεται καὶ σήμερα.

Οἱ δύο χρήσεις τῆς φράσης αὐτῆς στὸ ἔνατο κεφάλαιο τῶν Πράξεων συνδυάζονται μὲ τὴν πρώτη διήγηση γιὰ τὴ μεταστροφὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Αὐτὸ μᾶς δείχνει ὅτι πρόκειται γιὰ πολὺ πρώιμη ἐπίκληση ποὺ ἦταν σὲ χρήση ἤδη ἀπὸ τὸν πρῶτο-δεύτερο χρόνο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

αγ+Παυλος+1

Τὴν πρώτη φορὰ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Ἀνανία γιὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖ πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἐντολή Του νὰ ἀναλάβει τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μόλις εἶχε δεχθεῖ τὴν κλήση ἀπὸ τὸν Χριστό.

Τὴ δεύτερη φορὰ χρησιμοποιεῖται λίγο παρακάτω, μὲ τὴν ἴδια ἔννοια, ἀπὸ τὰ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα μὲ τρόμο καὶ ἔκπληξη ἄκουγαν τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ κηρύττει τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μὲ παρρησία στὶς συναγωγὲς τῆς Δαμασκοῦ καὶ ἔλεγαν: «οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ πορθήσας εἰς Ἰερουσαλὴμ τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομα τοῦτο, καὶ ὧδε εἰς τοῦτο ἐληλύθει ἵνα δεδεμένους αὐτοὺς ἀγάγῃ ἐπὶ τοὺς ἀρχιερεῖς;»

sghfg

Ἡ τρίτη χρήση εἶναι στὸ προοίμιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῆς ὅπου τὴν ἔκφραση χρησιμοποιεῖ, κατὰ τὸν χαιρετισμό του, ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου.

Ἡ τελευταία φορὰ ποὺ χρησιμοποιεῖται ἡ ἔκφραση διαφέρει λίγο. Στὴν Β΄ Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν μαθητή του τὸν Τιμόθεο ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὴ φράση «μετὰ τῶν ἐπικαλουμένων τὸν Κύριον ἐκ καθαρᾶς καρδίας». Σὲ αὐτὴ φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι «οἱ ἐπικαλούμενοι» ἐπικαλοῦνται τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἡ ἐπίκληση αὐτὴ προσδιορίζει τὸν χαρακτῆρα τους καὶ ἀποτελεῖ τὸ κύριο καὶ μοναδικὸ διακριτικό τους.

Ἡ ἔκφραση «οἱ ἐπικαλούμενοι τὸν Κύριον» εἶναι πολὺ παλαιά. Πιθανότατα προηγεῖται κατὰ πολλὰ ἔτη τοῦ ὀνόματος «χριστιανοὶ» ποὺ ὄπως θὰ δοῦμε ἀποδόθηκε στὴν Ἀντιόχεια. Οἱ χρήσεις της ἀποκαλύπτουν ἕνα χρονικὸ εὖρος τουλάχιστον 30-35 ἐτῶν: ἡ πρώτη πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ γύρω στὸ 32-34 μ.Χ. καὶ ἡ τελευταία (Β΄ Τιμόθεον) στὸ τέλος τοῦ 66 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 67 μ.Χ., λίγο πρὶν τὸ μαρτύριο τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Αὐτὸ μᾶς πείθει ὅτι εἶχε μακρὰ χρονικὴ χρήση, καθὼς ἐξέφραζε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τὸν Χριστό.

Συνοψίζοντας, μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε κάποια κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῶν διαφόρων προσδιορισμῶν τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, κάποιους ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἴδαμε σὲ προηγούμενη ἀνάρτησή μας, πρὶν ἀπὸ τὴν καθιέρωση τοῦ ὀνόματος «Χριστιανοί»:

1) Σχετίζονται στενὰ μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὑπάρχουν σὲ αὐτὴ παράλληλα χωρία, κάποια ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι ἐξαιρετικὰ ἀκριβῆ (ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ τὸν προσδιορισμὸ «μαθηταί»).

2) Ὅπως εἶναι φυσιολογικὸ καὶ ἀναμενόμενο προέρχονται ἀπὸ τὸν εὐρύτερο πνευματικὸ χῶρο τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, μέσα στὸν ὁποῖο εἶχαν ἀνδρωθεῖ πνευματικὰ οἱ πρῶτοι πιστοὶ καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχονταν ἐθνικὰ καὶ θρησκευτικά.

3) Εἶναι σημαντικὸ ὅτι αὐτοὶ οἱ προσδιορισμοὶ ποὺ μᾶλλον ἀποτελοῦν αὐτοχαρακτηρισμοὺς δὲν ἔχουν συγκρουσιακὸ περιεχόμενο καὶ χαρακτῆρα καὶ δὲν ὑποδηλώνουν ρήξη μὲ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ἀλλὰ ὑπέρβασή του.

4) Χωρὶς νὰ ἀναφέρονται ἄμεσα στὸν Χριστὸ (ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ τὸν τελευταῖο) σαφῶς παραπέμπουν σὲ Αὐτὸν καὶ δείχνουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ κέντρο τῆς πίστεώς τους ὑποδηλώνοντας ταυτόχρονα καὶ τὴ στενὴ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα.

5) Ἡ στενὴ σύνδεση τῶν χαρακτηρισμῶν αὐτῶν μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ οἱ ἄμεσες ἢ ἔμμεσες ἀναφορὲς σὲ αὐτὴ συσχετίζουν τοὺς πιστοὺς μὲ τὸν Θεὸ ὅπως ἀποκαλύφθηκε σὲ αὐτή.

6) Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμὸ «αἵρεση τῶν Ναζωραίων» (ποὺ ἀποδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους) προέρχονται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνουν ὅτι ἀντιλαμβάνονται τὸν ἑαυτό τους ὡς συνέχεια τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ μὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς προϋποθέσεις καὶ μέσα σὲ πλήρως ἀνακαινισμένο καὶ ἀνανεωμένο πλαίσιο.

7) Ἰδιαίτερα συχνοὶ εἶναι κάποιοι χαρακτηρισμοὶ ποὺ τονίζουν τὴν αἴσθηση τῆς ἑνότητας ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς («ἀδελφοί»), τῆς ἁγιότητας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας («ἅγιοι») καὶ τῆς πορείας ὅλων τῶν πιστῶν πρὸς τὰ ἔσχατα («οἱ τῆς ὁδοῦ»).

Παρόλα αὐτὰ φαίνεται ὅτι αὐτοὶ οἱ τόσο ὄμορφοι καὶ θεολογικὰ θεμελιωμένοι προσδιορισμοὶ δὲν κάλυπταν τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τελικὰ κυριάρχησε ἕνας ἄλλος προσδιορισμὸς γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ μιλήσουμε σὲ ἑπόμενη ἀνάρτησή μας μὲ τίτλο «Ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος Χριστιανοί».

Πῶς ἀποκαλοῦνται τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας στὴν Καινὴ Διαθήκη

Ετικέτες

, , , , ,

Στὴν Ἀντιόχεια ὀνομαστήκαμε γιὰ πρώτη φορὰ «χριστιανοὶ» (Α΄ μέρος)

Μία πολὺ ἐνδιαφέρουσα στιγμὴ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς τῆς Ἀντιόχειας εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Πράξεων 11:26 ὅτι ἐκεῖ ἀποδόθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στοὺς πιστοὺς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ χαρακτηρισμὸς «χριστιανοί». Ἐπιπλέον, στὴν πόλη αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ὀνομάσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ «χριστιανισμός», ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν Ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος στὴν ἐκκλησία τῆς Μαγνησίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Πρὶν ἐξετάσουμε τὸ πῶς δόθηκε αὐτὸς ὁ προσδιορισμὸς στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας θὰ δοῦμε μὲ συντομία πῶς ἀποκαλοῦνταν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τότε.

Τὰ πρῶτα χρόνια ὁ πιὸ διαδεδομένος χαρακτηρισμὸς ποὺ ἐμφανίζεται στὰ περισσότερα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι «ἅγιοι». Στὰ ἑβραϊκά, μάλιστα, ἡ λέξη ἅγιος συνοδεύεται ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ Ἀδωνάι ὡς μία ἔκφραση «Ἅγιος τῷ Θεῷ». Παραλλαγές της εἶναι τὸ «κλητοὶ ἅγιοι» (Ρωμ. 1:7, Α´ Κορ. 1:2) καὶ τὸ «Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι» (Κολ. 3:12).

Ἕνας ἄλλος ἰδιαίτερα συχνὸς χαρακτηρισμὸς εἶναι τὸ «ἀδελφοί», τὸ ὁποῖο ἀπαντᾶται πάρα πολλὲς φορὲς στὰ περισσότερα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Χρησιμοποιεῖται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀποστόλους ὡς προσφώνηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ὑποδηλώνοντας τὴν ἑνότητά τους. Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λέξη γιὰ τὴ μήτρα, «δελφύς», καὶ ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἴδια μήτρα. Κατ’ ἐπέκταση ἀναφέρεται στοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἀναγεννήθηκαν ἀπὸ τὸ κοινὸ ποτήριο ἐν Χριστῷ καί, πλέον, εἶναι μέλη μίας οἰκογένειας. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς ἀποτελεῖ μία διαχρονικὴ προσφώνηση τῶν χριστιανῶν καθὼς τονίζει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὴν αἴσθηση τῆς ἑνότητας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Χριστό.

codsin4

Ἀποκλειστικὰ στὶς Πράξεις ἐμφανίζεται σὲ τριάντα περιπτώσεις ὁ χαρακτηρισμὸς «μαθηταὶ» ποὺ τονίζει τὴ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τὸν Χριστό. Μπορεῖ οἱ ἀπόστολοι νὰ εἶχαν κατηχήσει τὰ περισσότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὅλοι εἶχαν τὴ συνείδηση ὅτι ἦταν μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ὅρος αὐτὸς χρησιμοποιεῖται στὸ συγκεκριμένο βιβλίο, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται συχνὰ στὴν κοινότητα τῶν μαθητῶν-μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ ἔκφραση ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.

Ἄλλοι ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν Καινὴ Διαθήκη γιὰ νὰ προσδιορίσουν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «κλητοὶ» (Ἐπιστολὴ Ἰούδα 1:1), «υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος» (Πρὸς Ρωμαίους 9:26), «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Πρὸς Ἐφεσίους 2:19), «ἠγαπημένοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Θεσσαλονικεῖς 1:4) καὶ «ἠγαπημένοι ὑπὸ τοῦ Κυρίου» (Β´ Θεσσαλονικεῖς 2:13) ποὺ δείχνουν τὴν σαφὴ πεποίθηση τῶν πιστῶν ὅτι τοὺς εἶχε ἐκλέξει ὁ Θεός. Οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ φανερώνουν τὴ βεβαιότητά τους γιὰ τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης τους μὲ Αὐτὸν καὶ τὴ δυνατότητα νὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία Του. Ἡ χρήση τους ἀποκαλύπτει ὅτι τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς πρῶτες στιγμὲς τῆς ἐπὶ γῆς πορείας της εἶχαν συνείδηση τῆς διακρίσεώς τους ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμό. Αὐτὸ δείχνει καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς «αἵρεση τῶν Ναζωραίων» (Πράξεις 24:5) ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ Ἰουδαίους γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ φανερώνει ὅτι ἡ διάκριση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ ἦταν ἀντιληπτὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐκτὸς τοῦ σώματός της. Ἐπίσης δείχνει ὅτι τὰ μέλη της ἀποτελοῦσαν ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μία ἑνιαία ὁμάδα, ἡ ὁποία ἂν καὶ ἀρχικὰ ξεπήδησε ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ θρησκευτικὸ χῶρο σύντομα διαφοροποιήθηκε ἀπὸ αὐτόν. Ὁ προσδιορισμὸς αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθεῖ καὶ ἀπὸ Ἰουδαίους, καθὼς ἡ παρουσία διαφορετικῶν ὁμάδων στὸν ἰουδαϊκὸ χῶρο ἦταν θεμιτὴ καὶ ἀποδεκτή. Παράλληλα δὲν προσβάλλει τὸ ἰουδαϊκὸ αἴσθημα μὲ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «Χριστὸς» ποὺ θὰ ἀποτελοῦσε «κόκκινο πανὶ» γιὰ κάθε πιστὸ Ἰουδαῖο.

Ἐνδιαφέρον ἔχει ἡ φράση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὸ χωρίο Ἐφεσίους 3:8, στὴν ὁποία χαρακτηρίζει τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν «ἐλαχιστότερο πάντων τῶν ἁγίων». Μία παρόμοια χρήση δὲ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει στὶς μέρες μας, καθὼς κανεὶς δὲ θὰ κατέτασσε τὸν ἑαυτό του στὴν χορεία τῶν ἁγίων, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁλόκληρη ἡ πιστεύουσα κοινότητα εἶχε τὴ συνείδηση τῆς συλλογικῆς ἁγιότητας, ἡ ὁποία πήγαζε ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὸν ἅγιο λαὸ τοῦ Θεοῦ, στὸ ἱερὸ λῆμμα, τὸ ὁποῖο ἦταν φορέας τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἁγιότητα δὲν ἦταν καρπὸς προσωπικῆς εὐσέβειας οὔτε ἀτομικῆς ἠθικῆς τελείωσης, ἀλλὰ καρπὸς τῆς συμμετοχῆς στὸν χῶρο τῆς χάριτος, στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σῶμα Χριστοῦ καὶ σὲ ὅ,τι αὐτὴ ἀντιπροσώπευε.

Ἕνας σημαντικὸς γιὰ τὰ χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης χαρακτηρισμὸς ποὺ δὲν χρησιμοποιεῖται πλέον, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἴσως λίγο δυσνόητος γιὰ ἐμᾶς, εἶναι «οἱ τῆς ὁδοῦ» ποὺ τὸν συναντᾶμε στὶς Πράξεις (9:2, 19:9, 23, 22:4, 24:14, 22) καὶ στὴν Α´ Θεσσαλονικεῖς (3:11). Ἡ προσφώνηση αὐτὴ συνδέεται μὲ τὴν πίστη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ὅτι πορεύονται ἀπὸ τὴν ἐπίγεια καὶ φθαρτὴ πραγματικότητα σὲ μία ἀνακαινισμένη καὶ ἐξαγιασμένη ζωὴ (Πρ. 16:17, ὅπου χαρακτηρίζεται ὡς «ὁδὸς σωτηρίας»). Ἡ συγκεκριμένη ἔκφραση τονίζει τὴν ἑνότητα τῶν μαθητῶν μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ὁδοδείκτης καὶ ὁ ὁδηγός τους καὶ προϋποθέτει μία δυναμικὴ κατανόηση τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, καθὼς τονίζει τὴ διαρκὴ πορεία τοῦ χριστιανισμοῦ πρὸς τὴν τελείωση διὰ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Χριστό. Ἡ κατανόηση αὐτὴ ἦταν ἰδιαίτερα ἔντονη κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας ὅταν ἡ ἀναμονὴ τῶν ἐσχάτων ἀποτελοῦσε ἄμεση προσδοκία τῶν πιστῶν. Οἱ μαθητὲς εἶχαν τὴν πεποίθηση ὅτι διαρκῶς βρίσκονται σὲ μία πορεία, ἡ ὁποία τέλος καὶ ὁλοκλήρωση θὰ ἔχει τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Τὸ χωρίο Πράξεων 24:14 ἀποκαλύπτει τὴ διαφορετικὴ προσέγγιση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἰουδαίων πρὸς τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πιστοὶ αὐτοχαρακτηρίζονταν ὡς «οἱ τῆς ὁδοῦ», ἐνῶ οἱ ἀντίπαλοί τους, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση οἱ Ἰουδαῖοι, ἀποκαλοῦσαν τὴν πίστη τους «αἵρεση»: «κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν, οὕτως λατρεύω τῷ πατρώῳ Θεῷ πιστεύων πᾶσι τοὶς κατὰ τὸν νόμον καὶ τοῖς ἐν τοῖς προφήταις γεγραμμένοις» λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος πρὸς τὸν Ρωμαῖο Ἐπίτροπο τῆς Ἰουδαίας Φήλικα (52-59 μ.Χ.).

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γιὰ νὰ περιγράψει τὴ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Δαμασκοῦ υἱοθετεῖ τὴν ἔκφραση «οἱ τῆς ὁδοῦ» (Πρ. 9:2).  Ἡ χρήση τῆς ἔννοιας «ὁδὸς» γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἦταν ἰδιαίτερα οἰκεία καὶ σαφής, καθὼς εἶναι πολὺ συνηθισμένη ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Δεκάδες φορὲς συσχετίζεται μὲ τὸν Θεό, ὡς «οἱ ὁδοὶ Κυρίου» (Γεν. 18:19), ἐνῶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ἀναφέρεται στὶς «ὁδοὺς τῶν ἀσεβῶν» (Ἰερ. 12:1), οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀποφεύγονται. Σχετικὴ εἶναι ἡ ἔκφραση «ὁδοὶ ἐθνῶν» (Ἰερ. 10:2) ποὺ ὁ προφήτης Ἰερεμίας ταυτίζει μὲ τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν παραθεώρηση τοῦ Νόμου. Σὲ ἄλλο σημεῖο (Ἰερ. 25:5) ὁ Θεὸς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ἴδιου προφήτη προτρέπει τοὺς Ἰσραηλίτες νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὶς «πονηρὲς ὁδοὺς» καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴ γῆ ποὺ παραχώρησε στοὺς πατέρες τους.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη συναντοῦμε ἐκφράσεις ποὺ ἐντοπίσαμε καὶ στὴν Καινή, ὅπως ὁδὸς «ἀληθείας» (Ψλμ. 118:30) καὶ «δικαιοσύνης» (Παρ. 16:17). Παράλληλα ἐμφανίζονται καὶ ἄλλες, ὅπως «ὁδοὶ ἀμώμων» (Ψλμ. 36:18), «ὁδοὶ εὐθεῖαι» (Δαν. 3:27). Στὴν ἀρχὴ τοῦ 127ου Ψαλμοῦ μακαρίζονται «οἱ πορευόμενοι ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ» μὲ τρόπο ποὺ προσεγγίζει πολὺ τὴ χρήση τῆς ἔκφρασης στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅπως οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου χαρακτηρίζονται ὡς «οἱ τῆς ὁδοῦ» ἔτσι καὶ ὅσοι τηροῦν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἀκόμη καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θεωρεῖται ὅτι πορεύονται τὴν ὁδό Του. Μὲ αὐτὴ τὴν προετοιμασία, ἤδη ἀπὸ τὴν προχριστιανικὴ ἐποχή, δὲ θὰ ἦταν παράδοξο γιὰ τοὺς ἐξ Ἰουδαίων πιστοὺς νὰ ἀποδεχθοῦν εὔκολα αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμό, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ συνδεόταν εὐθέως μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔδειχνε τὴν ὑπακοὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὸς διαμορφώθηκε ἀπὸ τὴ Σάρκωση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

(Θὰ ἀκολουθήσει Β΄ μέρος μὲ τίτλο

«Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας «Οἱ ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα»«)

Οἱ Μυροφόρες φθάνουν στὸν κενὸ τάφο

Ετικέτες

, , , , , ,

Χριστὸς ἀνέστη!

Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα στὸν ἰουδαϊσμὸ συνήθεια κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἕνα νεκρὸ σῶμα ἔπρεπε νὰ ἀλειφθεῖ μὲ πολύτιμα μύρα ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμο γιὰ νὰ παραδοθεῖ στὴ φθορὰ τοῦ θανάτου. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρακτικὴ δὲν ἐξαιρέθηκε οὔτε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ὁμάδα μυροφόρων γυναικῶν ἐπισκέφθηκε τὸν τάφο γιὰ νὰ πράξει τὸ καθῆκον κάθε εὐσεβοῦς Ἰουδαίου ἀπέναντι σὲ ἕναν νεκρό.

Κανονικὰ οἱ τιμὲς αὐτὲς ἀποδιδόταν κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ταφῆς καὶ ἔπειτα ὁ τάφος σφραγιζόταν. Στὴν περίπτωση τοῦ Κυρίου δὲν ἔγινε ἡ ἐπάλειψη κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ταφῆς, καθὼς ἡ ὥρα εἶχε παρέλθει καὶ λόγῳ τῆς αὐστηρῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ποὺ εἶχε ξεκινήσει κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀποκαθηλώσεως (ἡ ὁποία προφανῶς ἔγινε νωρὶς τὰ ξημερώματα τοῦ Σαββάτου), δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀγοράσουν τὰ ἀπαραίτητα οὔτε νὰ παραμείνουν στὴν περιοχὴ τῆς ταφῆς ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Ἰερουσαλήμ.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ αὐστηροὺς περιορισμοὺς ποὺ ἴσχυαν κατὰ τὸ Σάββατο ἦταν ἡ ἀπαγόρευση νὰ βαδίσουν περισσότερο ἀπὸ «Σαββάτου ὁδὸν» ποὺ σύμφωνα μὲ τὴ μία σχολὴ ἑρμηνευτῶν τοῦ νόμου ἦταν χίλια (περίπου 500 μέτρα) καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἄλλη δύο χιλιάδες βήματα (περίπου 1.000 μέτρα). Γι᾿ αὐτὸ οἱ μυροφόρες κατόρθωσαν νὰ ἀγοράσουν τὰ μύρα, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν τάφο καί, φυσικά, δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ κυλίσουν τὸν λίθο ποὺ κάλυπτε τὴ θύρα τοῦ μνημείου.

Ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν τὰ βιβλικὰ χωρία, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦν τὸ ρωμαϊκὸ σύστημα χρονολόγησης καὶ δέχονται ὅτι τὸ Σάββατο ἔληγε τὰ ξημερώματα τῆς ἑπομένης ἡμέρας: τῆς μίας τῶν Σαββάτων, δηλαδὴ τῆς πρώτης μετὰ τὸ Σάββατο. Στὸ χωρίο Ματθαίου 28:1 παραδείγματος χάριν διαβάζουμε «ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων». Αὐτὸ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ «πολὺ ἀργὰ τὸ Σάββατο, ἐνῶ χάραζε ἡ πρώτη ἡμέρα μετὰ τὸ Σάββατο», δηλώνοντας ὅτι μέχρι τὰ ξημερώματα τοῦ Σαββάτου ἴσχυε τὸ Σάββατο καὶ ἡ ἑπόμενη ἡμέρα ξεκινοῦσε μὲ τὴν πρώτη ὑποψία τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου.

Ὁ μόνος ποὺ φαίνεται νὰ μένει πιστὸς στὸ ἰουδαϊκὸ σύστημα χρονολόγησης τῶν τμημάτων τῆς ἡμέρας εἶναι ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος. Τὸ χωρίο Μάρκου 16:1 δηλώνει ὅτι ἀγόρασαν ἀρώματα μόλις πέρασε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου (ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου) καὶ τὸ πρωῒ τῆς μίας τῶν σαββάτων, τῆς ἑπομένης ἡμέρας μετὰ τὸ Σάββατο, ὅταν εἶχε λήξει ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου ἐπισκέφθηκαν τὸ μνῆμα τοῦ Κυρίου: «καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖο ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου». Προφανῶς ξεκίνησαν ἀξημέρωτα ἀπὸ τὶς κατοικίες τους καὶ μόλις βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ἄρχιζε νὰ ἀχνοφαίνεται ἡ αὐγή. Πιθανότατα αὐτὸ συμβαίνει διότι εἶναι ὁ μόνος ποὺ περιγράφει μία πράξη ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὶς Μυροφόρες ἐντὸς τῆς πόλεως. Ἡ ἐνέργεια αὐτή, ἡ ἀγορὰ ἀρωμάτων, πραγματοποιήθηκε σύμφωνα μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ τυπικὸ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου.

Βέβαια, μὲ μία λίγο διαφορετικὴ ἑρμηνεία θὰ μποροῦσε καὶ αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου νὰ ταιριάζει μὲ τὸ ρωμαϊκὸ σύστημα χρονολόγησης ἐὰν δεχθοῦμε ὅτι τὸ «διαγενομένου τοῦ Σαββάτου» ἀναφέρεται στὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου (ὅπως στοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς) καὶ κατὰ συνέπεια οἱ Μυροφόρες ἀγόρασαν τὰ ἀρώματα λίγο πρὶν τὰ ξημερώματα (προφανῶς τὰ καταστήματα ἦταν ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἀνοικτὰ στὴν Ἰερουσαλὴμ γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τὶς δεκάδες χιλιάδες τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ Πάσχα) καὶ μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἔφτασαν στὸ μνημεῖο.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σημειώνει ὅτι ἡ ἀποκαθήλωση ἔγινε πολὺ ἀργὰ τὴν Παρασκευή, ἐνῶ ξημέρωνε τὸ Σάββατο, ὅμως πρὶν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος θὰ δήλωνε τὴν ἔναρξη τοῦ Σαββάτου (Λκ. 23:54) «καὶ ἡμέρα ἦν παρασκευῆς καὶ σάββατον ἐπέφωσκεν». Συνεπῶς, ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶχε ξεκινήσει τὸ ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνατολὴ τὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου.

Οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἑτοίμασαν τὰ ἀρώματα γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴ νεκρικὴ φροντίδα τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου καὶ ἐπισκέφθηκαν τὸ μνῆμα ἀμέσως μόλις τελείωσε ἡ ἀργία του Σαββάτου, πολὺ νωρὶς τὸ πρωὶ τὴν ὥρα ποὺ χάραζε ἡ ἑπόμενη ἡμέρα ἀπὸ τὸ Σάββατο (ἡ Κυριακὴ): «τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν, τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέως ἐπὶ τὸ μνῆμα ἦλθον» (Λκ. 23:56-24:1).

Ἀντιστοίχως, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τονίζει καὶ αὐτὸς ὅτι ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ «ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου» (Ἰωάννου 20:1) ἔφθασε στὸν τάφο πολὺ πρωΐ. Μάλιστα, σημειώνει ὅτι ἦταν ἀκόμη σκοτάδι.

Ἀπὸ τὴ μελέτη αὐτῶν τῶν χωρίων διαπιστώνουμε ὅτι οἱ μυροφόρες ἔφθασαν στὸν τάφο πολὺ νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς, μόλις ἡ μετακίνησή τους ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ἦταν ἐπιτρεπτή. Τὸ σύστημα αὐτὸ ἦταν σύμφωνο μὲ τὸ ρωμαϊκὸ ἡμερήσιο πρόγραμμα ποὺ δεχόταν ὅτι ἡ 1η ὥρα τῆς ἡμέρας ξεκινοῦσε μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σύστημα ἡ κάθε ἡμέρα χωριζόταν σὲ 12 ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ 12 ὧρες τῆς νύκτας. Ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ χρόνου καὶ τὴν περιοχὴ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ γινόταν ἡ μέτρηση ὑπῆρχαν σημαντικὲς διαφορές.

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁρίζουν τὸν χρόνο οἱ εὐαγγελιστὲς στὶς διηγήσεις τοῦ πάθους καὶ τῆς σταυρώσεως:

α) «ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης. περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ο Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων …». Σὲ μετάφραση τὸ χωρίο αὐτὸ ἔχει ὡς ἐξῆς: «ἀπὸ τὶς 12 τὸ μεσημέρι μέχρι τὶς 3.00 μ.μ. ἔγινε σκοτάδι σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ. Γύρω στὶς 3.00 μ.μ. ὁ Ἰησοῦς κραύγασε μὲ δυνατὴ φωνὴ …» (Ματθαίου 27:45-46).

β) ἀκριβῶς τὸ ἴδιο εἶναι τὸ χωρίο 15:33-34 τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου

γ) καὶ τὸ χωρίο 23:44 τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἀναφέρει τὴν ὥρα ποὺ ἐξέπνευσε ὁ Κύριος.

δ) Ἀνάλογο προσδιορισμὸ ἔχει καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα ἦν ὡς ἕκτη. καὶ λέγει [ὁ Πιλᾶτος] τοῖς Ἰουδαίοις…» (Ἰωάννου 19:14) μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι δίνει μόνο τὸ ἀρχικὸ χρονικὸ ὅριο καὶ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τελείωσε ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, γύρω στὶς 12.00 τὸ μεσημέρι.

Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σύστημα προσδιορισμοῦ τοῦ χρόνου τῆς ἡμέρας, ποὺ σημειωτέον ἦταν σὲ χρήση καὶ στὸ Βυζάντιο, φαίνεται ὅτι οἱ μυροφόρες ξεκίνησαν ἀπὸ τὶς κατοικίες τους μετὰ τὴν 11η ὥρα τῆς νυκτὸς καὶ ἔφτασαν στὸ μνημεῖο κατὰ τὴν 1η ὥρα τῆς ἡμέρας ἢ πρὸς τὸ τέλος τῆς 11ης ὥρας τῆς νυκτός, δηλαδὴ ὅσο νωρίτερα τοὺς ἐπιτρεπόταν νὰ πᾶνε στὸν τάφο.

Καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἀπόφαση τῶν Μυροφόρων νὰ ἐπισκεφθοῦν νωρὶς τὸ πρωί, καὶ ὄχι τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, τὸν τάφο τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ στὴν χρήση ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστὲς τοῦ ρωμαϊκοῦ ἡμερησίου προγράμματος ἔπαιξε προφανῶς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ τόπος τῆς Σταυρώσεως καὶ τὸ μνημεῖο τοῦ Κυρίου ἦταν ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Ἰερουσαλήμ. Τὸ βράδυ, μὲ τὴ δύση τοῦ ἡλίου, ὅπως σὲ ὅλες τὶς πόλεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου, οἱ πύλες ἔκλειναν καὶ ἄνοιγαν καὶ πάλι μὲ τὴν ἀνατολή. Μάλιστα, ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ποὺ χιλιάδες προσκυνητὲς καὶ ὁ ρωμαῖος ἐπίτροπος Πόντιος Πιλᾶτος ἦταν στὴν πόλη τὰ μέτρα ἀσφαλείας θὰ ἦταν αὐστηρότερα καὶ οἱ φρουροὶ πιὸ προσεκτικοί. Ἐπειδὴ ἡ Ἀποκαθήλωση καὶ ἡ γρήγορη ταφὴ ἔγιναν μὲ ἄδεια τοῦ Πιλάτου κατέστη δυνατὸ ὅσοι συμμετεῖχαν σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες νὰ παραμείνουν ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες μετὰ τὴ δύση. Ἔτσι, τὸ πρόγραμμα μετακινήσεων τῶν μαθητῶν καὶ τῶν Μυροφόρων, ὅπως τὸ καταγράφουν οἱ εὐαγγελιστές, ἔπρεπε νὰ καθοριστεῖ βάσει τῶν ρωμαϊκῶν καὶ ὄχι βάσει τῶν ἰουδαϊκῶν μεθόδων μέτρησης τοῦ χρόνου.anastas570

«Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα …»

Ετικέτες

, , , ,

Πολλά σημεῖα γύρω ἀπό τό μεγάλο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως μένουν ἄγνωστα καί ἀκατανόητα ἀπό τούς ἀνθρώπους, πιστούς καί μη. Πρῶτα καί κύρια τό γεγονός καθ᾿ ἑαυτό. Ὁ φιλοπερίεργος νοῦς μας συχνά ἀνατρέχει σέ αὐτές τίς μοναδικές στιγμές καί ἐρευνώντας προσπαθεῖ νά ἀποκαλύψει τόν μυστικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐξελίχθηκαν τά πράγματα.Στήν πραγματικότητα πολύ λίγα γνωρίζουμε γιά τό πότε ἀκριβῶς ἔγινε, πῶς ἔγινε, τί εἶδαν ἤ τί ἔνιωσαν οἱ φυλάσσοντες τόν τάφο στρατιῶτες, ποιά ἦταν ἡ πρώτη ἀντίδραση τῶν μυροφόρων καί τῶν μαθητῶν μπροστά στόν κενό τάφο καί ἄλλα παρόμοια.

Λίγα γνωρίζουμε γιά τίς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου, τήν ψηλάφιση τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, τίς συζητήσεις μέ τόν Ἀναστημένο Χριστό, τή συναναστροφή μέ Αὐτόν γιά σαράντα ἡμέρες.

Πολλά τά ἐρωτήματα λίγες οἱ ἀπαντήσεις καί βέβαια ὄχι κατ᾿ ἀνάγκην ἀναγκαῖες …

Ἀπό ὅλα αὐτά τό ἐνδιαφέρον μου τραβᾶ —ὡς μία προσωπική περιέργεια, ἀδυναμία καλύτερα πεῖτε τη— τό ἐρώτημα πῶς αἰσθάνονταν οἱ μαθητές ἐκεῖνες τίς ἡμέρες.

Ἀρχικά ἀμέσως μετά τήν Ἀποκαθήλωση καί τήν Ταφή τοῦ Διδασκάλου. Παρά τό ὅτι ὁ Χριστός τούς εἶχε μιλήσει κατά τήν περίοδο πού ἦταν μαζί τους γιά τά ὅσα θά συνέβαιναν μετά τό θάνατό Του ἦταν πολύ δύσκολο νά προετοιμαστοῦν γιά τά ὅσα συνέβαιναν καί γιά τά ὅσα θά ἀκολουθοῦσαν. Καλύτερα ἀπό κάθε δική μας προσπάθεια νά περιγράψουμε τά συναισθήματα τῶν μαθητῶν τά ἀποδίδει ἡ φράση τοῦ Εὑαγγελιστοῦ Μάρκου πού ἀναφέρεται στόν Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἁριμαθαία, τόν εὐσχήμονα βουλευτή καί μέλος τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου. Αὐτός, παρά τήν ἡγετική του θέση στήν ἰουδαϊκή κοινωνία, γιά νά πλησιάσει τόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ χρειάστηκε τόσο θᾶρρος πού τό καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος στόν 43 στίχο τοῦ 15ου κεφαλαίου τοῦ Εὐαγγελίου του: «τολμήσας εἰσῆλθεν πρός τόν Πιλᾶτον καί ᾐττήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Προφανῶς, γιά νά προχωρᾶ σέ αὐτήν τήν παρατήρηση, θά γνώριζε ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι μαθητές θά εἶχαν καταληφθεῖ ἀπό τρόμο καί κανείς δέν θά τολμοῦσε νά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει τό σῶμα τοῦ κεκοιμημένου.

Ἡ στάση αὐτή τῶν ἀποστόλων νομίζω ὅτι εἶναι ἀπολύτως κατανοητή καί, δεδομένων τῶν συνθηκῶν, ἀναπόφευκτη…

Αὐτές οἱ τρεῖς πρῶτες ἡμέρες θά πρέπει νά ἦταν πολύ δύσκολες, ὄχι μόνο λόγῳ τῆς βαθειᾶς θλίψεώς τους γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπημένου τους δασκάλου, ἀλλά καί τῆς συνοχῆς καί τοῦ φόβου γιά ὅσα θά ἀκολουθοῦσαν καί τά ὁποῖα, ἐκεῖνες τίς πρῶτες ἡμέρες, ἦταν παντελῶς ἄγνωστα.

Ἡ πρώτη ἀλλαγή συναισθημάτων καί διαθέσεως καταγράφεται ἀπό τή στιγμή πού οἱ μυροφόρες μετέφεραν τό μήνυμα τοῦ κενοῦ τάφου στούς μαθητές. Αὐτή ἡ συναισθηματική μετάπτωση περιγράφεται ἐξαιρετικά στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο: «καί ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπό τοῦ μνημείου, εἶχεν γάρ αὐτάς τρόμος καί ἔκστασις· καί οὐδενί οὐδέν εἶπαν ἐφοβοῦντο γάρ» (Μάρκου 16:8).

Ὁ καθαρός τρόμος τῶν πρώτων ἡμερῶν ἔδωσε τή θέση του σέ ἕνα ἄλλο μεικτό συναίσθημα: τρόμος, γιά τά ὅσα εἶχαν γίνει πρίν ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ἀλλά καί ἔκστασις, γιά ὅσα ἀντίκρισαν τά μάτια τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ κενοῦ τάφου μά καί γιά ὅσα ἐπρόκειτο νά συμβοῦν στό μέλλον.

Τό «ἐφοβοῦντο γάρ» δέν δείχνει μόνο φόβο, ὅπως συμβαίνει σήμερα. Γιά νά κατανοήσουμε ὀρθά τήν ἔννοιά του θά πρέπει νά ἀναμείξουμε τίς ἔννοιες τοῦ σεβασμοῦ μπροστά στό ἄγνωστο, τῆς συνοχῆς τῆς καρδιᾶς μπροστά στό μυστήριο, τῆς συστολῆς ἀπέναντι στό ἄγνωστο, μπροστά στά ἐπερχόμενα…

Νομίζω ὅτι ἡ λέξη «φόβος», μία πολύ δυνατή λέξη, χρησιμοποιεῖται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη γιά νά περιγράψει τήν ψυχική κατάσταση τῶν μαθητῶν ἀμέσως μετά τήν διαπίστωση ὅτι κάτι περίεργο, ἀναμενόμενο μέν ἀπίστευτο δέ, εἶχε συμβεῖ.

Αὐτόν τόν φόβο διέρρηξε ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περιγραφή τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ὅταν οἱ μαθητές εἶναι συγκεντρωμένοι «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» καί «ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον καί λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάννου 20:19). Ἡ παρουσία καί ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ προσφέρει τήν Εἰρήνη πού ξεπερνᾶ κάθε χωρισμό καί διαλύει κάθε διάκριση. Εἶναι τό ἀντίδοτο στό φόβο, στό μίσος, στή μοναξιά.

Στήν ἀπορία μου πῶς νά ἔνιωθαν οἱ μαθητές ἀπαντᾶ ἄριστα ἡ φράση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ πού προέρχεται ἀπό τή διήγηση τῆς πορείας πρός Ἐμμαούς: «μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…».

Ἀποδίδει τή χαρά καί τήν προσδοκία τῆς συναναστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Κύριο, ἀκόμη καί ὅταν, ὅπως ἀκριβῶς οἱ μαθητές, δέν ἔχει σαφή συνείδηση ὅτι δίπλα του εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ πρόσκληση αὐτή περιγράφει τή συναισθηματική κατάσταση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνες τίς δύσκολες πρῶτες ἡμέρες. Θά ἔνιωθαν μία γλυκειά μοναξιά πού θά τήν θεράπευε ἡ ἐν ἀπουσίᾳ παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἡ ἔντονη προσμονή τῶν ἐσχάτων. Ὁ Χριστός ἦταν δίπλα τους, τόν εἶχαν ζήσει καί τόν ἀγαποῦσαν. Ἤθελαν νά μείνει κοντά τους, ὄχι μόνο γιατί ἔνιωθαν φόβο, ἀλλά νομίζω κυρίως διότι ἡ παρουσία Του γέμιζε τίς καρδιές τους μέ τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως καί τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἔκεῖνες τίς πρῶτες ἡμέρες οἱ πιστοί περισσότερο ζοῦσαν καί λιγότερο ἐπεξεργάζονταν νοητικά τήν παρουσία του Κυρίου.Ἡ πορεία πρός Ἐμμαούς μᾶς προσφέρει μία πραγματικά ἐντυπωσιακή σκηνή. Φανταστεῖτε τούς δύο Ἰουδαίους νά περπατοῦν καί νά συνομιλοῦν μέ τόν Κύριο. Ἐκεῖνος νά τούς ἐξηγεῖ τίς Γραφές καί νά ἀναλύει θεολογικά τά γεγονότα πού μόλις πρίν ἀπό λίγο οἱ μαθητές εἶχαν ζήσει καί αὐτοί νά ἀρχίζουν νά νιώθουν τή ζεστασία πού τούς κάνει νά τόν παρακαλέσουν νά μείνει μαζί τους.

Ἡ πρώτη μας σκέψη νομίζω ὅτι εἶναι «ἄχ καί νά ἤμουν καί ἐγώ ἐκεῖ…». Μια σκέψη περιττή, μάταιη θά ἔλεγα, γιατί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς εἶναι μαζί Του καί Ἐκεῖνος μένει μαζί μας «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὅπως ἀκριβῶς μᾶς τό ὑποσχέθηκε. Δέν μᾶς ἄφησε, δέν μᾶς ἀφήνει καί δέν πρόκειται νά μᾶς ἀφήσει ποτέ μόνους μας.

Εἶναι ὁ Λυτρωτής μας, ὁ συμπαραστάτης, τό στήριγμα καί ἡ ἐλπίδα μας!

Καί ὅλα αὐτά εἶναι πραγματικότητα γιά κάθε ἄνθρωπο ἀφοῦ ὁ Χριστός Ἀνέστη!

Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης: Λίγες σκέψεις

Ετικέτες

, , ,

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε στὶς σελίδες 32-34 τοῦ 44ου τεύχους τοῦ ἠλεκτρονικοῦ (πλέον) περιοδικοῦ τοῦ Ζαχαρία Κουζούκα (e-Nῆσος Κῶς), ὁ ὁποῖος ἀνήσυχο πνεῦμα προσπαθεῖ πάντα νὰ πρωτοτυπεῖ καὶ νὰ ἀνοίγει δρόμους στὴν ἐνημέρωση. Σᾶς τὸ προσφέρουμε καὶ ἀπὸ ἐδῶ μὲ τὶς εὐχές μας γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

«Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως εἰκοσιπέντε ἐτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου στὴν Καθέδρα τῆς Πρωτόθρονης Ἐκκλησίας θυμήθηκα ἕνα κείμενο ποὺ μὲ προτροπὴ καὶ καθοδήγηση τοῦ Καθηγητοῦ μας στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ κ. Γεωργίου Ἀντ. Γαλίτη εἶχα γράψει στὸ περιοδικὸ «Ἀνάπλασις» (ἀρ. φύλλου 339 Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1991, σελ. 152) τὶς ἡμέρες τῆς ἐκλογῆς του.

Σὲ ἐκεῖνο τὸ ἄρθρο ἀνέφερα τὰ ἑξῆς:

«Μὲ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, κοντὰ στὰ ἄλλα ἀνακινήθηκε καὶ τὸ θέμα τῆς ἐπαναλειτουργίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης.

Ἡ Σχολὴ αὐτή, ποὺ βρίσκεται στὴ νῆσο Χάλκη, ἕνα ἀπὸ τὰ Πριγκιπόννησα, ἱδρύθηκε τὸ 1843 ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γερμανὸ τὸν Δ΄ στὴν ἀνακαινισθεῖσα ἀπὸ τὸν ἴδιο Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὰ ἐγκαίνιά της ἔγιναν τὸ 1844 καὶ ἡ διεύθυνσή της ἀνατέθηκε στὸν Κεφαλλονίτη λόγιο θεολόγο Κωνσταντῖνο Τυπάλδο-Ἰακωβάτο. Ἀρχικὰ ὁ κύκλος σπουδῶν ἦταν τριετής, ἀργότερα ὅμως (1853) ἔγινε ἑπταετής. Περιελάμβανε ἕνα πλῆρες γυμνάσιο καὶ σχεδὸν πλήρη κύκλο θεολογικῶν μαθημάτων. Τὸ πτυχίο τῆς Σχολῆς θεωρεῖται ἰσότιμο τοῦ Πανεπιστημίου. … Τὸ 1971 ἡ Τουρκικὴ κυβέρνηση διέκοψε τὴ λειτουργία της.Ἡ Σχολὴ κατέχει ἀξιόλογη Βιβλιοθήκη μὲ 40.000 περίπου τόμους, καθὼς καὶ μεγάλο ἀριθμὸ χειρογράφων κωδίκων. Σπουδαία εἶναι ἡ συλλογὴ ἐκκλησιαστικῶν κειμηλίων, ποὺ περιλαμβάνει ἀρχιερατικά, ἱερατικὰ καὶ διακονικὰ ἄμφια, χειρόγραφα καὶ παλαιὰ ἔντυπα Εὐαγγέλια, Ἱερὰ Σκεύη, Σταυροὺς εὐλογίας καὶ πολλὰ ἀξιόλογα προϊόντα τῆς χρυσοκεντητικῆς.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀποφοίτους της ἔγιναν Πατριάρχες, κατέλαβαν ἄλλα ἀνώτερα καὶ ἀνώτατα Ἐκκλησιαστικὰ διακονήματα καὶ λάμπρυναν Πανεπιστημιακὲς ἕδρες.

Μέρος τῆς ἱστορίας τῆς Σχολῆς εἶναι καὶ ὁ τελευταῖος Σχολάρχης της, ὁ προσφάτως μεταστὰς [4 Ἰανουαρίου 1991] Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως κυρὸς Μάξιμος [Ρεπανέλλης], ὁ ὁποῖος γιὰ τέσσερις περίπου δεκαετίες βρισκόταν στὸ πηδάλιό της. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του διεκόπη ἡ λειτουργία της καὶ τότε ἄρχισε μὲ ἐλάχιστα μέσα τὸ ἔργο τῆς συντηρήσεως τῶν ἐγκαταστάσεων μέχρι νὰ ἐπαναλειτουργήσει. Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ τὸ ὅτι μετὰ ἀπὸ δύο δεκαετίες «κλεισίματος» [1971-1991] βρίσκεται σὲ ἄριστη κατάσταση, ὥστε σήμερα κάθε στιγμὴ νὰ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ πάλι σπουδαστὲς καὶ νὰ διακονήσει τὴν Ἐκκλησία.

Τὸ περιβάλλον τῆς Σχολῆς, τὸ ἐπιβλητικὸ καὶ καλόγουστο κτήριό της, τὸ πολὺ πράσινο τοῦ λόφου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ἠρεμία τοῦ γύρω χώρου καὶ τὸ ὑποβλητικὸ περιβάλλον βοηθοῦν τὸν μελετητὴ νὰ ἐπιδοθεῖ μὲ ὄρεξη στὴν ἔρευνα καὶ στὴν σπουδὴ σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλες Σχολὲς ποὺ ὡς κτήρια καὶ ὡς περιβάλλον ἀπωθοῦν καθηγητὲς καὶ φοιτητές.

Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, πτυχιοῦχος τῆς Χάλκης καὶ γιὰ λίγα χρόνια βοηθὸς Σχολάρχης της, δείχνει ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον του θὰ εἶναι ἔντονο γι᾿ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο τῆς παιδείας τοῦ Γένους.

Ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση θὰ πρέπει νὰ συνεπικουρήσει, ὥστε σύντομα νὰ δοῦμε νὰ ἀξιοποιοῦνται οἱ χῶροι, ἡ βιβλιοθήκη, ὁ περιβάλλων χῶρος καὶ ἡ παράδοσή της. Θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργήσει ὡς καλὰ ὀργανωμένο Πατριαρχικὸ Μεταπτυχιακὸ Θεολογικὸ Σεμινάριο, ὥστε νὰ ἀποφεύγονται οἱ μετακινήσεις τῶν ἐνδιαφερομένων στὴ Δύση. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει πόλο ἕλξης γιὰ ἀλλοδαποὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ σπουδάσουν Ὀρθόδοξη Θεολογία. Τὸ μεγαλύτερο πλεονέκτημα ἑνὸς τέτοιου Σεμιναρίου θὰ εἶναι ὅτι οἱ σπουδαστές του, «κοινοβιάζοντας» στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, θὰ ἔχουν στενὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀποφεύγοντας ἔτσι τὴν καλλιέργεια Ἀκαδημαϊκῆς μόνο Θεολογίας.

Ὁλοκληρώνοντας τὴ σύντομη αναφορά μας στὴν ἰστορικὴ αὐτὴ Θεολογικὴ Σχολή, μαζὶ μὲ τὶς εὐχές μας γιὰ ὀρθή, σύντομη, δυναμικὴ καὶ ἀποδοτικὴ ἐπαναλειτουργία της, συνάπτουμε καὶ τὶς εὐχές μας γιὰ μακροημέρευση τοῦ νέου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἀπ᾿ τὸν ὁποῖο ὅλοι περιμένουν πολλά.»

Διαβάζοντας αὐτὸ τὸ κείμενο μετὰ ἀπὸ 25 χρόνια μὲ χαρὰ διαπιστώνω ὅτι οἱ βασικὲς γραμμές του εἴτε παραμένουν ἐπίκαιρες εἴτε δικαιώθηκαν ἀπὸ τὰ μέχρι τοῦδε γεγονότα.

Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα πράγματι τὸ ἔργο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου εἶναι μεγάλο τόσο σὲ ἔκταση ὅσο καὶ σὲ ποιότητα. Μὲ τὶς προσπάθειές του ἔχει κατορθώσει νὰ φέρει τὴν Ὀρθοδοξία στὸ ἐπίκεντρο. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του διακηρύχθηκε ἡ ἁγιότητα πολλῶν ἁγίων, συνεκλήθη μὲ ἐπιτυχία ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἱδρύθηκαν πολλὲς νέες μητροπόλεις γιὰ τὴν εὐχερέστερη λειτουργία τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τὴν ἀρτιότερη διαποίμανση τῶν ὅπου γῆς Ὀρθοδόξων, χειροτονήθηκαν ἄξιοι καὶ δυναμικοὶ ἱεράρχες, διοργανώθηκαν συνέδρια παγκοσμίου κύρους, προστατεύονται καλύτερα τὰ δίκαια τῶν ὀρθοδόξων τῆς Τουρκίας, ἀνοίγουν ναοὶ καὶ σχολεῖα σὲ περιοχὲς ποὺ ἦταν κλειστὰ γιὰ δεκαετίες καὶ ἄλλα πολλά.

Ἡ ἐπαναλειτουργία τῆς Χάλκης, πράγματι, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ βρέθηκε στὸ ἐπίκεντρο τῶν προσπαθειῶν του. Δημοσιοποίησε τὸ πρόβλημα προβάλλοντας τὴν ἀνάγκη καταρτίσεως στελεχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ σὲ κάθε εὐκαιρία θέτει τὸ αἴτημα τῆς ἐπαναλειτουργίας της, στὸ ὁποῖο πλέον ἔχει συμπαραστάτες τὴ διεθνὴ κοινὴ γνώμη, ἡγέτες κρατῶν, πολιτικοὺς καὶ προσωπικότητες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Τουρκίας. Ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 2011, μὲ τὴ φροντίδα τοῦ Πατριάρχου, ἡ Σχολὴ ζεῖ μία ἔντυπωσιακὴ ἄνθιση μὲ Ἡγούμενο τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρο, Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: ἐπανδρώνεται μὲ νέους μοναχούς, τελοῦνται οἱ ἡμερήσιες ἀκολουθίες, πραγματοποιοῦνται διεθνῆ συνέδρια, ἐμπλουτίζεται συντηρεῖται καὶ ψηφιοποιεῖται μὲ ἐπιστημονικὸ τρόπο ἡ πολύτιμη βιβλιοθήκη της, σχεδιάζεται ἀνανέωση τῶν ἐγκαταστάσεών της μὲ προσθήκη νέων χώρων, δέχεται πλῆθος ἐπισκεπτῶν μέσα σὲ ἕνα κλίμα ἔντονης ἐξωστρέφειας.Ἄν καὶ οἱ Τουρκικὲς Κυβερνήσεις ἀναζητοῦν καὶ βρίσκουν διάφορα προσκόμματα γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἐπαναλειτουργία της μὲ ὅσα συμβαίνουν ἐκεῖ ἕνα σημαντικὸ μέρος αὐτοῦ τοῦ στόχου ἔχει ἤδη ἐπιτευχθεῖ.

Εἶχα τὴ χαρὰ νὰ ἐπισκεφθῶ μὲ ὅμιλο συσπουδαστῶν μου ἀπὸ τὴν (τότε) Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν τὴ νῆσο Χάλκη καὶ τὴν ἱστορικὴ Σχολὴ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1988. Στὴν ἐπίσκεψη, μεταξὺ ἄλλων καθηγητῶν, μᾶς συνόδευε καὶ ὁ ἀπόφοιτος τῆς Σχολῆς Καθηγητὴς Κωνσταντῖνος Δεληκωνσταντὴς καὶ μᾶς ὑποδέχθηκε ὁ τότε Σχολάρχης της Μητρ. Σταυρουπόλεως Μάξιμος Ρεπανέλλης, μία ἀρχοντικὴ μορφή. Ἤδη ἡ Σχολὴ ἦταν «κλειστὴ» γιὰ 17 χρόνια. Τίποτα ὅμως δὲν ἔδειχνε παρακμὴ ἢ ἐγκατάλειψη. Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἦταν σὲ συνεχῆ χρήση, οἱ αἴθουσες διδασκαλίας διατηροῦνταν καθαρὲς καὶ τακτοποιημένες, τὰ θρανία στὴ θέση τους, οἱ κοιτῶνες περίμεναν τοὺς μαθητὲς μὲ τὰ κρεβάτια στρωμένα, οἱ τραπεζαρίες, σὲ ἄριστη κατάσταση, μᾶς φιλοξένησαν μὲ ζεστασιά, οἱ κῆποι φροντισμένοι καὶ θαλεροί, ἡ βιβλιοθήκη ἐντυπωσιακή. Ὅλα σοῦ ἔδιναν τὴν εἰκόνα τοῦ «κολλεγίου» ποὺ ἦταν ἥσυχο καὶ ἄδειο ἀπὸ μαθητὲς γιὰ τὴν περίοδο τῶν καλοκαιρινῶν διακοπῶν καὶ σὲ λίγες ἡμέρες θὰ ἔσφυζε καὶ πάλι ἀπὸ ζωὴ καὶ νεανικὲς φωνές.

Οἱ προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ Σχολάρχου Μαξίμου κατόρθωσαν νὰ νικήσουν τὸν χρόνο. Ἡ ἐμπειρία τῆς ἐπισκέψεως στὴ Χάλκη εἶναι ἀξέχαστη. Τὸ ὅλο κλίμα, ὅπως σημείωνα καὶ στὸ κείμενο τοῦ 1991, σὲ ὠθεῖ νὰ ἐργαστεῖς πνευματικά: νὰ διαβάσεις, νὰ μελετήσεις, νὰ ἐρευνήσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ συμμετάσχεις στὶς ἀκολουθίες τῆς Μονῆς, νὰ προσευχηθεῖς, νὰ «δουλέψεις» τὸν ἑαυτό σου πνευματικά. Κάθε φορὰ ποὺ βλέπω πανεπιστημιακὰ ἱδρύματα στὸ ἐξωτερικὸ μὲ ὄμορφους κήπους, μὲ ζωντανὲς φοιτητικὲς κοινότητες, μὲ ἀνοιχτὲς καὶ φιλικὲς βιβλιοθῆκες καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ λείπουν σὲ ἐμᾶς τοὺς ἀποφοίτους τῶν Ἑλληνικῶν Πανεπιστημίων ὁ νοῦς μου τρέχει στὴ Χάλκη καὶ σὲ αὐτὰ ποὺ ἀπήλαυσαν κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ θὰ ἀπολαύσουν στὸ μέλλον ὅσοι φοιτήσουν σὲ αὐτή.

Εὐχή μας εἶναι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου, κ. κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος ὡς φοιτητὴς ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴ Σχολὴ μὰ ὡς στέλεχός της καὶ ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τόσα προσέφερε σὲ αὐτὴ καὶ τόσο τὴν ἀγάπησε, νὰ δοθεῖ ἐπιτέλους ἡ ἄδεια νὰ λειτουργήσει καὶ πάλι γιὰ νὰ λάμψει ὅπως ἔλαμψε κατὰ τὸ παρελθόν στὸν Ὀρθόδοξο καὶ ὄχι μόνο κόσμο.

Καλή Μεγάλη Ἑβδομάδα!